Κωμωδία δρόμου από την Ελληνοαμερικανίδα Κριστίν Κρόκος με καλή κινηματογραφική τεχνική και ελλιπέστατη αίσθηση του σεναρίου και κυρίως του διαλόγου. Φαίνεται πως η γεωγραφία της ταινίας είναι σχεδιασμένη με λεπτομέρειες και με προσπάθεια ρυθμού που να επιτρέπει στους χαρακτήρες να αναπτυχθούν ανάμεσα στα φαρσικά ευτράπελα και τα ατελείωτα κυνηγητά. Ο απώτερος, φιλοσοφικός (!) στόχος είναι η έμφαση στις δυνάμεις της φύσης που δεν επιτρέπουν στα ανθρώπινα πλάνα να πραγματοποιηθούν στρογγυλά και τακτοποιημένα. Μια ο καιρός, μια τα ατυχήματα, τα χτυπήματα, μια κουβέντα παραπάνω... μαζεύονται πολλά όμως και το ζευγάρι δεν έχει ανάσες και ζουμί. Η νύφη/Φαίη Ξυλά βγάζει ένα πληγωμένο πρόσωπο που λειτουργεί, ειδικά στη σκηνή της ταβέρνας με τον γηραιό συντοπίτη της, αλλά ο γαμπρός/Άλεξ Δημητριάδης παίζει σε μια χορδή και τα ελληνικά του δεν ακούγονται καλά.

Ίσως αυτό να είναι και το πρόβλημα της ταινίας. Η σκηνοθέτις δεν άκουσε σωστά τον παλμό της ταινίας και δεν πρόσεξε ιδιαίτερα την ψυχή του σεναρίου, επιμένοντας στη χαρτογράφηση. Ουδέν μεμπτόν στο διαχωρισμό του σεναριογράφου από το σκηνοθέτη και τον παραγωγό (άλλες δουλειές, που μπορεί και να συγκλίνουν σε ένα άτομο, αλλά όχι αναγκαστικά). Χαμένη ωστόσο στη μετάφραση, η συρραφή πολλών και άσχετων επεισοδίων οδηγεί σε ένα ακατανόητο και ελάχιστα αστείο φινάλε, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια περιμένεις τουλάχιστον πως όλες οι παρεξηγήσεις (ακραίες, όπως αμνησία και πάρτι στη μέση του πουθενά) και οι ατελείωτες διαδρομές θα προϋπέθεταν ένα είδος χιούμορ, έστω και λίγο μαύρο κάτω από τον καυτό κρητικό ήλιο.