Γραμμένο πριν από ακριβώς 150 χρόνια, το 1869, όταν ο σπουδαίος Γάλλος λογοτέχνης Βικτόρ Ουγκό βρισκόταν στην εξορία και συγκεκριμένα στην Αγγλία, το σχετικά άγνωστο μυθιστόρημα του «Ο άνθρωπος που γελά» εξελίσσεται στο Λονδίνο των αρχών του 18ου αιώνα και αφορά τα πολιτικά ήθη της εποχής.
Ο συγγραφέας σκαρφίστηκε μια ιστορία μέσα από την οποία μίλησε για την αγγλική κοινωνία αλλά έμμεσα καυτηρίασε και την πατρίδα του.
Ένας στιγματισμένος νέος άντρας, ο Γκουίνπλεν, με χαραγμένο ένα χαμόγελο επάνω στο πρόσωπο του, θύμα πολιτικής απαγωγής ως παιδί, γίνεται αντικείμενο κοινωνικής εκμετάλλευσης και ενός αδιέξοδου πολιτικού «πειράματος».
Με φόντο μια κοινωνία όπου οι ταξικές οριοθετήσεις είναι απόλυτες, η ιεραρχία των ισχυρών αποτελείται από αλαζόνες εκπροσώπους της εξουσίας και του πλούτου έχοντας απέναντί τους έναν εξαθλιωμένο και τρομοκρατημένο λαό που αδυνατεί να αντιδράσει.
Λέει κάποιος «είναι καλύτερο να παραμορφώνεις παρά να σκοτώνεις». Φυσικά την παραμόρφωση μπορείς να την κάνεις με πολλούς τρόπους. Όπως βάζοντας μια ταμπέλα σε κάποιον ότι είναι γκέι –είναι μια παραμόρφωση κι αυτό–, του στιγματίζεις την προσωπικότητα για πάντα ή ότι κάποιος είναι κουλτουριάρης επίσης είναι μια παραμόρφωση η οποία αφοπλίζει τον άλλον από τα επιχειρήματα του.
Όταν ο «Άνθρωπος που γελά», ένας σαλτιμπάγκος που από διασκεδαστής του δρόμου βρίσκεται στο επίκεντρο και στη δίνη μιας ολόκληρης κοινωνίας, θα τολμήσει να εκφράσει και να κραυγάσει την κοινωνική αδικία, τον καταπίνει η αναλγησία των ισχυρών.
Ο σκηνοθέτης και συνθέτης Θοδωρής Αμπαζής, αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ο οποίος πειραματίζεται σε όλη την καλλιτεχνική του πορεία με ένα μουσικό θέατρο εμπνευσμένο από την όπερα αλλά και από πρωτοποριακή μουσική, επέλεξε να μεταφέρει αυτό το έργο του Ουγκό για καθαρά πολιτικούς λόγους, χωρίς να θέλει να μειώσει τη ρομαντική πλευρά του, στήνοντας μια θεαματική παράσταση.
Συναντηθήκαμε λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης που ανεβαίνει στο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου και μου εξήγησε το σκεπτικό πίσω από το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα, καθώς το ελληνικό θέατρο δεν έχει ιδιαίτερη παράδοση στο μιούζικαλ, όπως εν πρώτοις χαρακτηρίζει και ο ίδιος την εκδοχή του αυτή.
«Η λογοτεχνία είναι πρόσφορη για το μουσικό θέατρο γιατί δεν έχεις δεδομένη φόρμα όπως έχεις στο θέατρο, ένα μυθιστόρημα είναι ένα ανοικτό κείμενο. Συζητάγαμε με τον Στάθη Λιβαθινό την πιθανότητα να έκανα τους "Άθλιους" ή την "Παναγία των Παρισίων", μέχρι που επανακάλυψα τον "Άνθρωπο που γελά".
Κόλλησα με τον τίτλο και ψάχνοντας είδα ότι έχει παιχτεί πολύ, αλλά όχι στην Ελλάδα. Έχει γίνει σύγχρονη όπερα στη Γερμανία, είναι διάσημο μιούζικαλ στην Αγγλία με τον τίτλο "The Grinning Man", έχει γίνει μιούζικαλ και στα κινέζικα, έως και στη Ρωσία.
Όταν το διάβασα τρελάθηκα, το βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον. Χρησιμοποιούμε τη μετάφραση της Ντορέττας Πέππα αλλά η διασκευή και το λιμπρέτο είναι δικά μου και της Έρσης Αδριανού. Είναι πολύ πιο μουσικό από άλλες δουλειές μου, έχει πολλά στοιχεία μιούζικαλ».
— Αλλά δεν είναι κυρίως πολιτικοί οι λόγοι που το επιλέξατε;
Απόλυτα. Το έργο έχει πάρα πολλές αναλογίες. Μια αναλογία είναι ότι τόσο η περίοδος που γράφτηκε όσο και η περίοδος που διαδραματίζεται έρχονται μετά από μια μεγάλη απογοήτευση.
Το 1700 έχουμε την Παλινόρθωση, δηλαδή την κατάλυση της δημοκρατίας από τον Κρόμγουελ, οπότε κάποιοι λόρδοι βρίσκονταν στην εξορία και κάποιους τους έχουν σκοτώσει με την επιστροφή του βασιλιά Κάρολου.
Η άλλη περίοδος είναι όταν γράφεται από τον Ουγκό μετά την κατάλυση της δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα ΙΙΙ. Πάλι ένας λαός σε απογοήτευση, πάλι ένας λαός που είναι κουρασμένος να επαναστατήσει.
— Γιατί ο Ουγκό επέλεξε να διαδραματίζεται η ιστορία του στην Αγγλία;
Καταρχάς γιατί βρισκόταν στην Αγγλία σε εξορία εκείνη την περίοδο και δεύτερον διότι δεν ήθελε να κάνει ευθεία επίθεση στον Ναπολέοντα. Ήθελε κάποια στιγμή να επιστρέψει στη Γαλλία και τον ενδιέφερε η πολιτική καριέρα.
Με τον «Άνθρωπο που γελά» έφτιαξε μια παραβολή. Προτίμησε να το τοποθετήσει στην Αγγλία.
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι καθώς η βασίλισσα Άννα είχε πολλά προβλήματα σωματικά, δεν εκτελούσε τα καθήκοντά της. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στις συντεχνίες ουσιαστικά να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, να γίνονται δολοπλοκίες και ίντριγκες.
Όταν ο Ουγκό έγραφε το έργο, 130 χρόνια μετά, μιλούσε για μια μεγάλη απογοήτευση. Έχει μεγάλη σημασία για μας το δεδομένο ότι σε όλο το έργο, αυτός ο σαλτιμπάγκος που καταφέρνει να πάει στη βουλή των λόρδων για να πει πέντε πράγματα, τη στιγμή που λέει ένα όχι, είναι το πρώτο όχι που ακούγεται, όταν όλοι μέχρι εκείνη τη στιγμή λένε ναι, κι εκείνος ξεκινάει ένα επαναστατικό λογύδριο.
Επειδή όμως είναι στιγματισμένος, είναι χαραγμένος από την εξουσία με βίαιο τρόπο, όλοι κοιτάνε την παραμόρφωση και δεν ακούνε αυτά που λέει. Κανείς δεν ασχολείται μαζί του πραγματικά.
Λέει κάποιος «είναι καλύτερο να παραμορφώνεις παρά να σκοτώνεις». Φυσικά την παραμόρφωση μπορείς να την κάνεις με πολλούς τρόπους.
Με το που βγαίνει να μιλήσει, αυτή η παραμόρφωση που του έκανε η εξουσία, και τον στιγμάτισε για όλη του τη ζωή, τον κάνει ουσιαστικά να μην ακούγεται.
Εγώ, που είμαι μουσικός και ασχολούμαι με τον οπτικό ήχο, λέω ότι ο ήχος που παράγει αυτό που του έχουν κάνει είναι τόσο δυνατός που δεν ακούγεται η φωνή του. Γιατί ο οπτικός ήχος, αυτό που βλέπεις αυτομάτως, δημιουργεί ένα φίλτρο και χάνεται το επιχείρημα.
Υπάρχει και μια ρομαντική ιστορία στο έργο με την τυφλή Ντέα, αλλά για μένα είναι δευτερευούσης σημασίας. Ακόμα και η ερωτική ιστορία που έχει να κάνει με τη δούκισσα Ζοζιάνα βασίζεται κυρίως στο ότι αυτή αντιπροσωπεύει ένα σύστημα εξουσίας. Κι αυτό είναι πολύ ελκυστικό, φυσικά.
Άρα κυρίως πολιτικό είναι το έργο, πολιτική είναι και η διασκευή μας καθώς έχουμε απαλείψει πολλά από τα ρομαντικά στοιχεία. Υπάρχει και πολλή ευαίσθητη μουσική.
Πάντως σε όλο το έργο έχουμε αφαιρέσει –αυτό είναι δική μας επέμβαση– τα όχι του κειμένου, ώστε το όχι που ακούγεται στη βουλή των λόρδων είναι το πρώτο όχι που ακούγεται σε όλη την παράσταση.
Κι αυτό είναι σοκαριστικό για όσους βρίσκονται στη σκηνή και αντιδρούν μετά από μια μεγάλη παύση, σαν να μην την έχουν ξανακούσει και δεν ξέρουν τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Για την εποχή μας, αυτό είναι και συμβολικό και πραγματικό. Αυτός είναι και ο πυρήνας της παράστασής μας.
— Η εκδοχή σας έχει στοιχεία μιούζικαλ αλλά απέχει και από τα κλασικά δείγματα του είδους που τα χαρακτηρίζει το θέαμα και η ελαφρότητα. Σε ποιο είδος θα το τοποθετούσατε εσείς;
Είναι μια σύγχρονη μορφή μουσικού θεάτρου που έλκεται από το μιούζικαλ και την όπερα. Είναι ένα υβρίδιο είδος, μια νέα μορφή που ψάχνω εδώ και 25 χρόνια.
Σε αυτή την παράσταση υπάρχουν στοιχεία καθαρού μιούζικαλ, τραγούδια που δεν έχω ξαναγράψει έτσι.
Δεν έχει την ελαφρότητα του μιούζικαλ, δεν έχει σκηνές συνδεδεμένες απλά για να ακούσουμε τα τραγούδια, έχει στιβαρή δραματουργία που μάλιστα εξελίσσεται μέσα από κομμάτια καθαρού θεάτρου, ενός drama theater όπου συναντιούνται άνθρωποι και προωθούν τη δράση μέσα σε αυτό που συμβαίνει.
Άρα, ναι, θα μπορούσες να πεις ότι είναι ένα ιδιόμορφο μιούζικαλ, ένα νέο μιούζικαλ του 21ου αιώνα.
Ένα έργο είτε αφορά είτε δεν αφορά. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο αφορά και ότι δεν είναι για μικρό αλλά για μεγάλο κοινό.
Η Εβελίνα Παπούλια η οποία έχει μακρά πορεία στο μιούζικαλ επιστρατεύτηκε για να ερμηνεύσει τον ρόλο της δούκισσας Ζοζιάνα, είναι ενθουσιασμένη με τον πειραματικό χαρακτήρα του έργου.
Της ζήτησα να μου μιλήσει για την τολμηρή της απόφαση να συμμετάσχει σε αυτό. Μου εξηγεί:
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μουσικό θέατρο, το 80% είναι μουσική εκτός από εκεί που υπάρχει μόνο πρόζα. Σε πολλά σημεία η δράση γίνεται μόνο μέσα από το τραγούδι. Δηλαδή δεν υπάρχει πρόζα. Και σίγουρα δεν υπάρχουν αυτά τα χορευτικά που θα δεις σε ένα μιούζικαλ.
Ο τύπος της μουσικής πάντως δεν είναι μιούζικαλ. Αν είχαμε μια άλλη τοποθέτηση φωνητική θα μπορούσε να γίνει και όπερα.
Συνήθως προσπαθώ να διαλέγω πράγματα, όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, που να με κινητοποιούν και να μην είναι εύκολα. Μπορώ να πω ότι είμαι γοητευμένη με αυτό που έχει δημιουργήσει ο Θοδωρής Αμπαζής».
— Η δούκισσα Ζοζιάνα είναι η «κακιά» της ιστορίας;
Δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω κακία, αλλά έναν ιδιόρρυθμο άνθρωπο που τη μια στιγμή μπορεί να είναι χαρούμενη και το επόμενο δευτερόλεπτο να βαριέται. Ίσως να είναι από τους χαρακτήρες που είναι κουραστικοί, αλλά η ίδια είναι και πολύ γοητευτική για τους γύρω της.
Αυτή η αμφιθυμία που έχει και η οριακή της προσωπικότητα την κάνει υπερβολικά κακομαθημένη, γιατί της επιτρέπεται. Είναι κυνική, είναι θρασεία, δεν έχει κανένα λόγο να είναι ευγενική, δεν έχει συναίσθημα.
Κακό δεν έχει κάνει, της κάνουν κακό. Γιατί δεν τη συμπαθούν, τη ζηλεύουν, είναι μπάσταρδη κόρη του βασιλιά άρα έχει και αυτό, ότι είναι νόθα.
— Διεκδικεί, πάντως, τον Γκουίνπλεν;
Δεν τον διεκδικεί απαραιτήτως, αυτό που της συμβαίνει είναι ότι είναι παρθένα, δεν θέλει να παντρευτεί, είναι κατά του γάμου, αλλά είναι ταγμένη ότι θα παντρευτεί τον Λόρδο Ντέιβιντ με τον οποίο περνάει πολύ καλά γιατί είναι εκκεντρικός και τη βγάζει από τη βαρεμάρα της, αλλά αυτό που την καθορίζει –και έρχεται το τίμημα– είναι ότι ο μόνος τρόπος για να δοθεί σε έναν άντρα ερωτικά είναι να πάει με έναν θεό ή να πάει με ένα τέρας.
Δεν υπάρχει το ενδιάμεσο για αυτήν. Οι υπόλοιποι είναι κοινοί θνητοί, κι έτσι ερωτεύεται το «τέρας» που την εξιτάρει σεξουαλικά.
Όταν της λένε ότι δεν θα παντρευτεί τον λόρδο Ντέιβιντ αλλά τον άνθρωπο που γελά, καταρρέει. Δεν τον θέλει ως αριστοκράτη. Το κρεβάτι της είναι για τον εραστή της, από τη στιγμή που θα γίνει σύζυγός της, παύει να τον θέλει.
— Σας ενδιαφέρει η πολιτική χροιά του έργου;
Είναι η γνωστή μάχη, η ταξική. Πώς ζούνε οι ευνοούμενοι και πώς από την άλλη ο λαός, γιατί δεν υπάρχει συναίσθηση τού τι τραβάει ο λαός από την αριστοκρατία.
Είναι ένα διαχρονικό θέμα. Όποια χρονιά και να το παίξεις είσαι μέσα. Ο άνθρωπος που γελά δεν μπορεί να δείξει κανένα άλλο συναίσθημα, δεν μπορεί να δείξει τη θλίψη του γιατί είναι καταδικασμένος να είναι πάντα χαμογελαστός. Δηλαδή να σκύβει το κεφάλι ακόμα και στα χειρότερα.
Κι έρχεται ο Γκουίνπλεν να φέρει αντίσταση, γίνεται επαναστάτης εξαιτίας όλων αυτών που περνάει ο λαός από την εξουσία και την αριστοκρατία, όλων όσα ο πάνω κόσμος επιβάλλει στον κάτω κόσμο.
Ο Αιμιλιανός Σταματάκης είναι ένας ηθοποιός που αγαπάει το τραγούδι και το μιούζικαλ. Πέρυσι πρωταγωνίστησε σε δύο ανάλογες παραγωγές, το «Jesus Christ Superstar» και το «Hair» ενώ ήταν ο Τσε στην «Evita» που ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ο Αμπαζής του εμπιστεύτηκε το ομώνυμο ρόλο της παράστασης.
Ζητάω να μου πει τι σχέση έχει «Ο άνθρωπος που γελά» με ανάλογα έργα που έχει παίξει μέχρι τώρα. «Δεν πιστεύω ότι είναι μιούζικαλ. Πρόκειται για μια θεατρική παράσταση που χρησιμοποιεί τη μουσική ως μέσο αφήγησης. Η μουσική και το τραγούδι δεν εξυπηρετούν το θέαμα αλλά την παράσταση ως αφηγηματικό πυρήνα.
Αυτό που κάνουν τα μιούζικαλ είναι οι ηθοποιοί να τραγουδήσουν και να χορέψουν για να περάσει ο κόσμος καλά. Ο άξονας εδώ είναι κυρίως μέσα στην πρόζα και η μουσική μπαίνει σαν να έρχεται να επαληθεύσει και να αφηγηθεί πράγματα.
Ακριβώς αυτό κάνει και η ποίηση. Στην ποίηση υπάρχει ένα συνονθύλευμα συγκρούσεων και συναισθημάτων που μπορεί να εκφραστεί μέσα από μία λέξη. Το ίδιο κάνει στην παράσταση αυτή η μουσική. Βρίσκεται εκεί για να πει πράγματα που ο λόγος δεν μπορεί να πει κι όχι για να τον αντικαταστήσει.
Ενώ ένα μιούζικαλ όλα τα λέει τραγουδιστικά, εδώ μιλάμε για πρόζα, για ρυθμικά μοτίβα, μουσική που υπάρχει σε όλο το έργο, για να ενισχύσει και να δώσει ρυθμό και μελωδικότητα στον λόγο και την πρόζα, αλλά όχι για να αντικαταστήσει τα πολύ σημαντικά πράγματα που η πρόζα θέλει να πει.
Εκεί που δεν μπορεί η πρόζα να πει κάτι, έρχεται η μουσική να συμπληρώσει, κι όχι να είναι το ένα ή το άλλο.
Info
Ο άνθρωπος που γελά
Μετάφραση: Ντορέτα Πέππα
Σύνθεση -Σκηνοθεσία: Θοδωρής Αμπαζής
Λιμπρέτο: Έλσα Ανδριανού
Σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Χορογραφία: Αγγελική Στελλάτου
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Μουσική Διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός Σκηνοθέτις: Ελεάνα Τσίχλη
Διανομή: Θανάσης Ακκοκαλίδης, Νέλλη Αλκάδη, Αλέξανδρος Βαρδάξογλου, Θανάσης Βλαβιανός, Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Μαρία Δελετζέ, Πάρις Θωμόπουλος, Κώστας Κορωναίος, Θοδωρής Κοτεπάνος, Ελίτα Κουνάδη, Δαυίδ Μαλτέζε, Ελένη Μπούκλη, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Εβελίνα Παπούλια, Αρετή Πασχάλη, Αιμιλιανός Σταματάκης, Λυδία Τζανουδάκη, Σπύρος Τσεκούρας, Βαγγέλης Ψωμάς
22/3- 26/5
Εθνικό Θέατρο- Θέατρο Rex, Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»
Πανεπιστημίου 48
Tετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 20:30, Κυριακή: 19:00
Εισ.: 13-18 ευρώ
σχόλια