Παρότι ο Ρούτγκερ Χάουερ υπήρξε ψυχρά επιβλητικός - και σχεδόν πάντα με μια υπόσχεση απειλής χαραγμένη στο βλέμμα του εκείνο που ήταν σα να λέει ότι τα έχει δει όλα και τίποτα δεν έχει σημασία πια – στις περισσότερες από τις εμφανίσεις του στη μεγάλη οθόνη, κανένας άλλος ρόλος δεν στάθηκε ικανός να πλησιάσει το μεγαλείο του Roy Batty, του πανίσχυρου, «πανκ» (έτσι έμοιαζε σαφώς τότε, κερδίζοντας ακόμα παραπάνω πόντους), μοιρολατρικού, (αυτο)καταστροφικού ανδροειδούς («ρέπλικας») στο Blade Runner.
Σε όλη σχεδόν την ταινία απειλούσε να κλέψει το ηθικό πλεονέκτημα από τον «Blade Runner» Deckard (Χάρισον Φορντ) και στο τέλος το καταφέρνει με τον πιο συγκινητικό ίσως μονόλογου μελλοθάνατου στην ιστορία του σινεμά:
«Έχω δει πράγματα που εσείς οι άνθρωποι δεν θα πιστεύατε. Διαστημόπλοια να φλέγονται στον ώμο του Ωρίωνα. Ακτίνες Γ να λάμπουν στο σκοτάδι κοντά στην Πύλη Tannhäuser. Όλες εκείνες οι στιγμές θα χαθούν για πάντα στο χρόνο σαν δάκρυα στη βροχή. Καιρός να πεθάνω».
Ο μονόλογος είχε διαμορφωθεί από τον ίδιο τον ηθοποιό που αυτοσχεδίασε πάνω στο κείμενο του σεναριογράφου της ταινίας, David Peoples, και μάλιστα το επικολυρικό φινάλε είναι όλο δικό του. Όσο για την Πύλη Tannhäuser, ακόμα αποτελεί ένα μυστήριο: πρόκειται για αναφορά στον κεντρικό χαρακτήρα – ποιητή και ιππότη του Μεσαίωνα – της ομώνυμης όπερας του Βάγκνερ ενώ στο αφηγηματικό πλαίσιο της ταινίας μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποτελεί κάποια διαστημική τρύπα χωροχρονικής μετάβασης.
Είναι αδύνατο να υπολογίσει κανείς το τεράστιο ειδικό βάρος του Ολλανδού ηθοποιού στη σύγχρονη κουλτούρα και μόνο γι' αυτή τη σκηνή, και μόνο για αυτόν τον μονόλογο που αποτελεί το τελευταίο κομμάτι του επίσης μνημειώδους soundtrack που είχε γράψει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου για την ταινία που γύρισε ο Ρίντλεϊ Σκοτ το 1982 και που τότε είχε θεωρηθεί εμπορική αποτυχία (απίστευτο μοιάζει με τις μυθικές διαστάσεις που έχει αποκτήσει έκτοτε – αλλά αληθινό).
Συγκλονιστικά απόκοσμος – σαν κάποια εξωγήινη δύναμη απόλυτου σκότους – ήταν και μερικά χρόνια μετά ως μανιακός δολοφόνος των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων στο «Ωτοστόπ του τρόμου» του 1986, ενώ την προηγούμενη χρονιά ήταν ο «κακός» στο μεσαιωνικό έπος «Σάρκα και αίμα» του συμπατριώτη του Πολ Βερχόφεν, του σκηνοθέτη που τον είχε αναδείξει στις αρχές της δεκαετίας του '70, μέσα από την ολλανδική τηλεοπτική σειρά "Floris" (επίσης τοποθετημένη στον Μεσαίωνα) και μια σειρά από ταινίες με πιο χαρακτηριστική ίσως το εκρηκτικά και σπαρακτικά σκαμπρόζικο "Turkish Delight".
Ακόμα κι όταν δεν ήταν αμετανόητα «κακός» ή νοσηρά «μηδενιστής» ή σαρκαστικός «άρχων του τρόμου», η μοιρολατρία που έβγαζε έσταζε σαν υδράργυρος στην οθόνη, όπως όταν υποδύθηκε εξαιρετικά τον κεντρικό χαρακτήρα στην κινηματογραφική του βιβλίου του Γίοζεφ Ροτ «Ο θρύλος του Αγίου Πότη» που γύρισε ο Ερμάνο Όλμι το 1988.
Την επομένη χρονιά από το Blade Runner, η μοίρα του επιφύλαξε την τιμή να πρωταγωνιστήσει στην τελευταία ταινία του Σαμ Πέκινπα, "The Osterman Weekend", από τα τέλη της δεκαετίας του '80 όμως και μετά, το Χόλιγουντ τον τοποθέτησε στην πινακοθήκη των «εξωτικών ψυχασθενών υψηλού κύρους» και αναπόφευκτα, σε μια αιώνια cult τυποποίηση από την οποία μόνο σποραδικά κατάφερνε να δραπετεύει.
Πιο πρόσφατα, απέδειξε θριαμβευτικά ότι «το έχει» ακόμα και μάλιστα με την ίδια απειλητική ένταση, ως πατριάρχης της οικογένειας Stackhouse στο τηλεοπτικό "True Blood". Με τα βαμπίρ είχε αποδείξει επίσης ότι «το έχει» πολλές φορές, μεταξύ αυτών και ως Βαν Χέλσινγκ στο "Dracula 3D" του Ντάριο Αρτζέντο αλλά και ως βαμπίρ ο ίδιος στη μίνι σειρά που είχε βασιστεί στο βιβλίο "Salem's Lot" του Στίβεν Κινγκ, και χρόνια νωρίτερα στην πρώτη κινηματογραφική εκδοχή του "Buffy the Vampire Slayer."
Το 2007 είχε εκδοθεί η αυτοβιογραφία του με τον αναπόφευκτο ίσως τίτλο – παραπομπή σε εκείνο το πεισιθανάτιο σπάραγμα του Roy Batty, "All Those Moments [Όλες εκείνες οι στιγμές]: Stories of Heroes, Villains, Replicants, and Blade Runners". Στην πρώτη σελίδα υπάρχει το εξής επίγραμμα του ίδιου:
«Τι έρχεται πρώτα, η πίστη ή η επιτυχία; Δεν ξέρω. Ό,τι και να ισχύει όμως, πρέπει να πιστεύεις ότι όλα θα λειτουργήσουν τελικά. Μοιάζει παράξενο ίσως, αλλά ποτέ μου σχεδόν δεν είχα αυτοπεποίθηση, συγχρόνως όμως ποτέ μου δεν είχα πρόβλημα να παίρνω γρήγορες αποφάσεις. Συνεπώς, με κάποιο τρόπο υπήρχε η αυτοπεποίθηση μέσα κι ας μην την αντιλαμβανόμουν»
σχόλια