Ψάχνει τον σωστό άνθρωπο. Κάνει γυμναστική και δίαιτες αλλά νιώθει «σαν μπόγος από φλούδες πορτοκάλι». Έχει ισχυρή παρουσία στα social media. Είναι μια σύγχρονη, νεαρή γυναίκα, σε εύρος ηλικίας από τα mid '20s μέχρι τα late '30s, που καταναλώνει, ελπίζει, απογοητεύεται, ψάχνεται, ονειρεύεται την ευτυχία. Είναι πολλές φωνές που καταλήγουν σε μία.
Την ηρωίδα του μονολόγου «ΚΑΙ ΤΩΡΑ: Ο ΚΟΣΜΟΣ! ή Αυτό που αποκαλείτε Έξω, εμένα δεν μου λέει τίποτα» της Σιμπίλε Μπεργκ, που γράφτηκε το 2015, τη γνωρίζουμε, είναι η κολλητή μας, η αδερφή μας, είμαστε εμείς. Ταλαντεύεται ανάμεσα σε νέο-φεμινιστικές τάσεις, ανάγκες συγχρονισμού με διεθνή καταναλωτικά πρότυπα και παραδοσιακές, ετεροκανονικές, οικογενειοκεντρικές αντιλήψεις. Τη ματαίωση που νιώθει από την κοινωνία, τους γκόμενους, τη μόδα, τα social media, την κενή καθημερινότητα και τις άστοχες επιλογές, τη νιώθουμε κι εμείς, όσοι ανήκουμε σε αυτή τη γενιά, ανεξαρτήτως φύλου.
Η σκηνοθέτις Ελένη Ευθυμίου, στα 33 της, στο μέσον δηλαδή του δημογραφικού γκρουπ των millennials, παίρνει τον μονόλογο της περιβόητης Γερμανο-Ελβετίδας δραματουργού και συγγραφέως, μιας από τις πιο δυνατές φωνές του σύγχρονου γερμανόφωνου θεάτρου, τον μοιράζει σε 8 ερμηνεύτριες, ντυμένες με πανομοιότυπα κοστούμια, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού της, και τον ανεβάζει στο Εθνικό Θέατρο.
Πέρσι, έγινα δέκτης περιστατικού τυχαίας βίας στον δρόμο. Μάλλον ήταν σεξιστικό το κίνητρο αλλά κι εγώ είμαι επιφυλακτική με όλες αυτές τις ονομασίες και τις ταμπέλες. Ακόμα και το να είσαι βίγκαν ενέχει ένα ερωτηματικό σε σχέση με το αν υπηρετείς ένα νέο μοντέλο, ένα νέο σύστημα κατανάλωσης, που σου παρέχεται πάλι από το σύστημα.
Φεμινισμός, μηδενισμός, η πορεία από το συλλογικό στο ατομικό και αντίστροφα, η ανάγκη για αντίδραση και αντισυστημική αντιμετώπιση των πραγμάτων και βέβαια η ομάδα καλλιτεχνών με ή χωρίς αναπηρία «Εν Δυνάμει», με την οποία η Ελένη έχει δημιουργήσει στο παρελθόν μερικές δουλειές που προκάλεσαν αίσθηση, έπεσαν στο τραπέζι της συζήτησής μας, στο διάλειμμα μιας πρόβας, λίγο πριν από την πρεμιέρα.
— Γιατί επέλεξες να προτείνεις το συγκεκριμένο έργο της Σιμπίλε Μπεργκ στο Εθνικό Θέατρο;
Καταλήξαμε σε αυτό το έργο μαζί με τους πρώην καλλιτεχνικούς διευθυντές της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, τον Πρόδρομο Τσινικόρη και τον Ανέστη Αζά, ύστερα από μαγείρεμα πολλών προτάσεων. Θέλαμε να κάνουμε μια παράσταση με πολύ χιούμορ, που θα μιλούσε για τη σύγχρονη κοινωνία, καυτηριάζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο αυτή την τρέλα που ζούμε. Ανάμεσα σε άλλα έργα, μου πρότειναν τα παιδιά αυτό τον μονόλογο της Σιμπίλε Μπεργκ, τον διάβασα και ενθουσιάστηκα.
Επειδή η Πειραματική αναζητά περισσότερο έργα συνόλου κι επειδή κι εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο το θέατρο συνόλου, αποφασίσαμε να δουλέψω τον μονόλογο με έναν χορό γυναικών. Τα βασικά κριτήρια της επιλογής ήταν λοιπόν η σύνδεση με την πραγματικότητα και το χιούμορ.
— Έχετε εξελληνίσει τον μονόλογο, μεταφέροντάς τον στα καθ' ημάς;
Το έργο αναφέρεται μεν στην κατάσταση της Γερμανίας αλλά με τρόπο που πολύ εύκολα μπορεί να τον διαβάσει κανείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εμείς έχουμε κάνει μια προσπάθεια οι αναφορές να μην είναι μόνο γερμανικές, αλλά ταυτόχρονα να μην είναι και ελληνικές, με ονόματα και καταστάσεις συγκεκριμένες. Έχει γίνει επεξεργασία μέσα από τις πρόβες, ώστε ο λόγος να σημαίνει κάτι για εμάς, για την καθεμία ξεχωριστά και για όλες μας, ως σύνολο.
Σίγουρα είναι ένα μεταδραματικό κείμενο που προσφέρεται να το κόψεις, να το πειράξεις, να το αλλάξεις, να το μεταφράσεις με όποιον τρόπο θέλεις, από το να είναι μια γυναίκα σε μια καρέκλα και να τα λέει όλα αυτά μέχρι να είναι οκτώ γυναίκες με εκατό χιλιάδες props, εικόνες, βίντεο, πολλά πράγματα. Η ελευθερία που σου παρέχεται σε ένα μεταδραματικό κείμενο μου αρέσει, πόσο μάλλον όταν η συγγραφέας είναι τόσο τρελή όσο θα έπρεπε να είμαστε όλοι μας. Έχει μια φοβερή αυθεντικότητα, έναν τρομερό σαρκασμό.
— Υπάρχει κάποιος συμβολισμός πίσω από τον μακροσκελή τίτλο του έργου και τον τρόπο που αναγράφεται, με πεζοκεφαλαία;
Είναι κάποιες σκέψεις που κάνει κάποιος πριν δει το έργο και άλλες που κάνει αφού το δει. Σίγουρα το «Έξω» είναι η πραγματικότητα. Είναι το σύστημα, οτιδήποτε έχει να κάνει με εξωτερικούς παράγοντες και όχι με τον εαυτό. Το «ΚΑΙ ΤΩΡΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ» έχει να κάνει με το ότι η ηρωίδα επιλέγει να δείξει τον κόσμο μέσα από την υποκειμενική της ματιά, έτσι όπως τον βιώνει.
Η πραγματικότητα του έργου δεν είναι καθόλου αντικειμενική, έχει να κάνει και με το ότι είναι γυναίκα και το ότι είναι νέα, ότι βασανίζεται βαθιά από μηδενισμό και έλλειψη συναισθημάτων με τον τρόπο που έχει μεγαλώσει, που δεν αφορά καθόλου κάποια πληγή από το παρελθόν, αλλά μόνο το σύστημα που την περιβάλλει. Έχει πολύ μεγάλο παράπονο –κι αυτό εκφράζεται μέσα στο έργο– από την προηγούμενη γενιά, επειδή δεν την προετοίμασε γι' αυτή την πραγματικότητα, και αυτό της βγαίνει με βίαιο τρόπο. Η δράση της είναι η βία, κυρίως λεκτική, προσπαθεί τη βία που έχει υποστεί από το σύστημα με κάποιο τρόπο να τη στοχεύσει προς τα κάπου. Έχει εφεύρει έναν εχθρό που είναι ο αποδέκτης όλου του μονολόγου.
— Τι έχει να μου πει ένα μεταφεμινιστικό έργο με 8 ερμηνεύτριες, ως άντρα και ως θεατή;
Το έργο έχει δύο πλευρές. Η μία κοιτά προς τον νέο άνθρωπο, που έχει μεγαλώσει σε μία κοινωνία για την οποία δεν έχει προετοιμαστεί, γιατί αυτή διαρκώς αλλάζει, σε ένα σύστημα συνεχούς κατανάλωσης όπου συμμετέχει, άθελά του, γιατί έτσι έχει μάθει να ζει. Αυτός ο νέος άνθρωπος πιθανά να βιώνει ίδια ερωτηματικά σε σχέση με το σε τι μπορεί, εν τέλει, να στοχεύσει και προς τα πού μπορεί να επιλέξει να κινηθεί, με ποιον τρόπο και αν μπορεί να αντιδράσει. Σίγουρα κάνει και σκέψεις πιο μηδενιστικές σε σχέση με το τι αξίζει και τι όχι.
Αυτό το κομμάτι του έργου αφορά λοιπόν τον νέο άνθρωπο στη σύγχρονη κοινωνία, που είναι κομμάτι της αδιάσπαστο και ταυτόχρονα, πιθανά, να μην ήθελε να είναι. Το άλλο έχει να κάνει με τη γυναικεία ταυτότητα. Μια γυναίκα, αντίστοιχα, σε αυτό το σύστημα, δέχεται πολύ συγκεκριμένες πιέσεις για το πώς πρέπει να ερμηνεύσει τον κοινωνικό της ρόλο. Οπότε εσύ, ως νέος άντρας, από τη μία θα ταυτιστείς σε σχέση με το κομμάτι της νεότητας κι από την άλλη θα κατανοήσεις.
— Πέρα από το προφανές, ότι κι εσύ είσαι μια νέα γυναίκα, έχεις βρει άλλα σημεία ταύτισης με την ηρωίδα;
Δυστυχώς ναι. Στεναχωριέμαι που το λέω αλλά ναι. Αν ακούσεις το κείμενο, κάπως ντρέπεσαι που ταυτίζεσαι, αλλά ο βαθμός ταύτισης είναι μεγάλος, παρότι ακόμα δεν αισθάνομαι να με κατακλύζει ο μηδενισμός. Ο κυνισμός σίγουρα ναι. Μιλά για μια ιστορία αποτυχίας στην οποία είσαι αναγκασμένος να πέσεις, όταν το σύστημα διαρκώς σε θέλει να είσαι τέλειος. Και να θέλεις, είναι δύσκολο να μη σχετίζεσαι με τον καταναλωτισμό ή, ας πούμε, με το Ίντερνετ, σε αυτό τον κόσμο. Πρέπει να πας σε ένα δάσος και πάλι δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει ή αν θα σε κάψουν εκεί που θα βρίσκεσαι.
Ζούμε σε μία κοινωνία φοβερών αντιφάσεων. Από τη μία εξελισσόμαστε διαρκώς κι από την άλλη γινόμαστε ολοένα και πιο ηλίθιοι. Αντί να χρησιμοποιούμε την όποια τεχνολογία ή γνώση για να μας υπηρετεί, γινόμαστε, εν τέλει, εμείς υπηρέτες της. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η καθημερινότητά μας μεταμορφώνεται διαρκώς σε ένα τόσο δυστοπικό περιβάλλον. Ακόμα είμαι σε μία κατάσταση άρνησης. Νομίζω ότι ο άνθρωπος πάντα θα ψάχνει μηχανισμούς να μην το δέχεται, αλλιώς θα πρέπει ή όλοι να πεθάνουμε ή όλοι να σταματήσουμε ό,τι κάνουμε.
Πολύ πρόσφατα άρχισα να σκέφτομαι ότι θέλω να βγω από το Facebook. Θεωρώ ότι οι σύγχρονες επαναστάσεις δεν είναι στον δρόμο, χωρίς να υποτιμώ τα κινήματα – μακάρι να μπορούσε να αλλάξει κάτι έτσι. Πιστεύω όμως ότι αυτό που θα πρέπει να κάνουμε είναι να σταματήσουμε να υπηρετούμε το σύστημα που έχουμε φτιάξει. Να σταματήσουμε να καταναλώνουμε και να παρέχουμε δεδομένα από τον εαυτό μας ως προϊόν στο Διαδίκτυο. Να μη σταματήσουμε να μορφωνόμαστε και να βρούμε τρόπους να μην απομονωνόμαστε κοινωνικά. Αυτό είναι το θετικό των κινημάτων, οι άνθρωποι βρίσκονται μαζί, μιλάνε και δρουν για το όποιο μέλλον. Πιστεύω στις συλλογικότητες, στη συλλογική δουλειά και σκέψη, αλλά είμαι σε αδιέξοδο.
Πέρσι, έγινα δέκτης περιστατικού τυχαίας βίας στον δρόμο. Μάλλον ήταν σεξιστικό το κίνητρο αλλά κι εγώ είμαι επιφυλακτική με όλες αυτές τις ονομασίες και τις ταμπέλες. Και το ίδιο το έργο σχολιάζει αρνητικά όλες τις ταμπέλες κάτω από τις οποίες επιλέγει κάποιος να τοποθετείται. Ακόμα και το να είσαι βίγκαν ενέχει ένα ερωτηματικό σε σχέση με το αν υπηρετείς ένα νέο μοντέλο, ένα νέο σύστημα κατανάλωσης, που σου παρέχεται πάλι από το σύστημα. Ή ακόμα και το να βοηθάς τους άλλους, η φιλανθρωπική έννοια, είναι σχετικά σιχαμένη γιατί εμπεριέχει μέσα την ανισότητα. Όταν πραγματικά πλησιάσεις τον άλλο και ο σκοπός της βοήθειας δεν είναι ο εαυτός σου αλλά η μοιρασιά και να τον καταλάβεις, τότε μιλάμε για κάτι άλλο.
Έτσι όπως προχωράνε τα πράγματα γίνομαι όλο και πιο σίγουρη ότι η βία είναι στοιχείο του ανθρώπου που μάλλον δεν έχει να κάνει με την κακία αλλά με την ίδια του την τάση. Είμαστε πολύ σκληρά, αυτοκαταστροφικά όντα. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να ελπίζω στην παγκόσμια ειρήνη ή αν θα ζούμε σε έναν διαρκή πόλεμο που θα παράγει και μετά θα καταστρέφει. Βολευόμαστε πολύ με την ασφάλειά μας. Μέχρι να μας συμβεί κάτι, δεν θα πάμε να ξύσουμε λίγο, να δούμε τι γίνεται παραέξω.
Ως γυναίκα βρίσκω τρόπους να είμαι καλά και νιώθω ότι δεν με καταπατά σε καθημερινό επίπεδο η πατριαρχία. Μπορεί όμως, επειδή έχω αυτοπεποίθηση, να έχω βρει έναν τρόπο να συγκρούομαι, όποτε χρειάζεται. Με έναν τρόπο αισθάνομαι ισότιμη και σέβομαι τους υπόλοιπους ανθρώπους. Γνωρίζω όμως πως, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κοινωνία μας, επιστρέφουν σκέψεις όπως ότι η γυναίκα δεν πρέπει να προκαλεί ή ότι η ομοφοβία αναγκάζει τους άντρες να είναι «κάπως» – γιατί θεωρώ ότι και οι άντρες βιώνουν μια τεράστια καταπίεση, σε σχέση με όλες αυτές τις μαλακίες που ακούγονται. Διαρκής σκέψη χρειάζεται, καθημερινή σύγκρουση, όχι συμβιβασμός.
— Έχει γίνει μεγάλο θέμα, τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας ακόμα και στο Χόλιγουντ, η ανάγκη ίσης εκπροσώπησης στην τέχνη. Πώς βιώνεις το γεγονός ότι είσαι μια νέα γυναίκα σκηνοθέτις στην Ελλάδα;
Νιώθω περηφάνια για το φύλο μου. Είναι εντελώς τυχαίο το γεγονός ότι είμαι γυναίκα. Δεν προσπάθησα γι' αυτό. Χαίρομαι που σε έναν άνισο κόσμο έχω καταφέρει αυτό που αγαπώ να το κάνω να αναγνωρίζεται με κάποιο τρόπο. Θεωρώ ότι και το ζήτημα της αναγνώρισης κάποιες φορές μπορεί να μην είναι τυχαίο, αλλά είναι πρόσκαιρο, χρησιμοποιείται για να φωτίσουμε μια πλευρά και να πούμε «τι ωραία που οι γυναίκες κάνουν αυτό» και μετά από λίγο ξεχνιέται ή είναι απλώς κάτι δεδομένο ή δεν είναι καθόλου δεδομένο και ξαφνικά βρίσκεσαι έξω από την μπάλα. Χαίρομαι που δεν είμαι μόνη, υπάρχουν πολλές ακόμα γυναίκες που έχουν αξιόλογη άποψη και προσφέρουν στον πολιτισμό νέες ιδέες και σκέψεις. Είναι ωραία η πολυφωνία.
— Μπορείς να μοιραστείς τις πρώτες σκέψεις που σου έρχονται στο μυαλό αναφορικά με τις παρακάτω γυναίκες;
Μάγδα Φύσσα: Σεβασμός.
Ελένη Τοπαλούδη: Άσε με τώρα. Μίσος. Όχι για τους δολοφόνους. Για την κοινωνία. Φρίκη. Θα έβγαζα τις σάρκες μου για να σ' το περιγράψω.
Κατερίνα Σακελλαροπούλου: Δεν γνωρίζω το έργο της, αλλά το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε κάτι που θα το θεωρούσαμε προοδευτικό πριν από 100 χρόνια, για να πούμε ότι κάτι προοδευτικό συμβαίνει, ok, καλό είναι, αλλά δεν αρκεί. Χαίρομαι που είναι γυναίκα, δεν την ξέρω, το λέω με σεβασμό, μακάρι να μοιραστούν οι ρόλοι σε όλους μας ισότιμα. Δεν είναι μόνο το ζήτημα της γυναίκας ή του άντρα αλλά και αυτό της ηλικίας, πόσοι νέοι άνθρωποι παίρνουν εξουσία στα χέρια τους, πόσο έχομε γεροντοκρατία. Δεν είναι μόνο η πατριαρχία του πρόβλημα.
— Τελικά, πού είναι το φως; Γιατί είναι θεμιτό να πάμε κόντρα στο σύστημα; Και πώς το προσπαθείς εσύ;
Το φως βρίσκεται σε μικρά πράγματα. Στους ανθρώπους μεταξύ τους. Δεν έχει χαθεί ακόμα η ανθρωπιά. Είναι πολύ συγκινητικό όταν συναντάς ξανά την αγάπη, τη δημιουργία, την ειλικρίνεια. Θα πεθάνουν κι αυτά κάποια στιγμή, αλλά δεν έχουν πεθάνουν ακόμα.
Τώρα, αν υπάρχει ελπίδα γι' αυτό που ζούμε; Περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνό μου και να μου πουν να συμμετέχω σε κάποια γενικευμένη –ή πιο εξειδικευμένη– αντίδραση που θα μπλοκάρει το σύστημα. Αν πραγματικά έβλεπα ότι είναι κάτι οργανωμένο, θα ήθελα «ναι, είμαι μέσα». Ή αλλιώς, έστω, ας το διασκεδάσουμε όλο αυτό το φρικαλέο πράγμα που ζούμε.
Στη «Μεγάλη Πλατεία» του Νίκου Μπακόλα, που σκηνοθετώ στη Θεσσαλονίκη, για το ΚΘΒΕ, υπάρχει μια φράση στο τέλος που με απαισιόδοξο τρόπο φωτίζει βαθιά μια ελπίδα: «Ίσως άμα πεθαίναμε όλοι εμείς και βγαίνανε καινούργιοι άνθρωποι που δεν θα αναθυμούνται τίποτα από τις διχόνοιες και τους σκοτωμούς...». Είμαστε εμποτισμένοι από βία και διχόνοια. Αν δεν υπήρχε το κομμάτι της μνήμης, μπορεί να γινόταν κάτι άλλο.
— Τα «Ερωτευμένα Άλογα», η τελευταία σου δουλειά με τους «Εν Δυνάμει», απέσπασε εξαιρετικά σχόλια. Τι έχεις βρει σε αυτή την ομάδα καλλιτεχνών;
Πεδίο για έρευνα και δουλειά από το μηδέν. Νέους ανθρώπους με όρεξη και όλο τον χρόνο του κόσμου να πουν, να ψάξουν, να εκτεθούν. Έχω βρει ένα σώμα που να μπορεί να λειτουργήσει συλλογικά, ομαδικά, με αλληλεγγύη, με πραγματικό νοιάξιμο ο ένας για τον άλλο. Πρόσωπα απενοχοποιημένα, ένα σύνολο που διαμορφώνεται από ανθρώπους που, λόγω της αναπηρίας, ίσως έχουν μια άλλη ελευθερία και αυθορμητισμό και επηρεάζουν και απενοχοποιούν με κάποιον τρόπο και τους άλλους, που δεν είναι ανάπηροι. Φτιάχνεται ένα σύνολο με χιούμορ και αγάπη και τρέλα, πράγματα που λείπουν από εμάς: Το να μη σε νοιάζει αν θα εκτεθείς, το να έχεις χιούμορ πηγαίο που δεν αποσκοπεί στο να αρέσεις, το να μην ντρέπεσαι. Ο καθένας βέβαια είναι πολύ διαφορετικός, μιλάμε για ανθρώπους με πολλές διαφορετικές προσωπικότητες.
Ως σκηνοθέτις αγαπώ τις διαφορετικές ποιότητες. Δεν με ενδιαφέρει το άρτιο ως πρότυπο ομορφιάς ή τεχνικής μόνο. Εννοείται ότι το αγαπώ πολύ και αυτό αλλά ακόμα κι εκεί, πάντα, το περίεργο με ενδιαφέρει περισσότερο ή το πώς σπάει η τελειότητα ή το πώς από το περίεργο φτάνεις στην τελειότητα ή το ότι το τέλειο συντελείται από διαφορετικά στοιχεία και όχι από την ομοιομορφία.
Εικόνες από την πρόβα της παράστασης
Μετάφραση: Γρηγόρης Λιακόπουλος
Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου
Συνεργάτιδα δραματουργός: Gerhild Steinbuch
Μουσική: Λευτέρης Βενιάδης
Σκηνικά – Φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα
Κίνηση: Ανδρονίκη Μαραθάκη
Σχεδιασμός live video: Δημήτρης Ζάχος
Βοηθός σκηνοθέτη: Βαγγέλης Κοσμίδης
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Ελένη Ευθυμίου, Στέλλα Νούλη, Κίττυ Παϊταζόγλου, Κατερίνα Παπανδρέου, Νάνσυ Σιδέρη, Καλλιόπη Σίμου, Νατάσσα Σφενδυλάκη, Αναστασία Χατζάρα
Κρουστά: Βασίλειος Παναγιωτόπουλος
Φωτογράφος παράστασης: Κάρολ Τζάρεκ
ΚΑΙ ΤΩΡΑ: Ο ΚΟΣΜΟΣ! ή Αυτό που αποκαλείτε Έξω, εμένα δεν μου λέει τίποτα
24/1 – 1/3
Εθνικό Θέατρο – Θέατρο Rex Σκηνή «Κατίνα Παξινού» (Πανεπιστημίου 48)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:00, Κυριακή 20:00
Γενική είσοδος: 13€, 10€ νεανικό-φοιτητικό και 5€ για ανέργους
Προπώληση: 210 3305074, 2107234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας), στο www.ticketservices.gr και στο tickets.public.gr
σχόλια