H πρώτη εμφάνιση του Ερλ Κέιβ στην οθόνη ήταν το 2014 στο μουσικό ντοκιμαντέρ «20.000 μέρες στη Γη» με θέμα τον διάσημο πατέρα του. Μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Άρθουρ, εικονίζονται στον καναπέ του σπιτιού τους στο Μπράιτον, φορώντας τη σχολική τους στολή, εκ δεξιών και εξ αριστερών του Νικ Κέιβ, ενώ κι οι τρεις τους τρώνε πίτσα και παρακολουθούν την ταινία "Scarface". Τα αγόρια ήταν τότε 13 ετών.
«Οι ταινίες ήταν μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας», λέει σήμερα μιλώντας στον Guardian, o Ερλ, που φέτος θα κλείσει τα είκοσι. «Μια φορά την εβδομάδα ο μπαμπάς μου διοργάνωνε βραδιά 'ανάρμοστων' ταινιών και μας έδειχνε τις πιο ακραίες ταινίες. Δεν μας ενδιέφερε η ηθοποιία ή η σκηνοθεσία. Η ιδέα ήταν να δούμε τρομακτικά θρίλερ τρώγοντας ποπ κορν».
Επτά χρόνια μετά από εκείνη την σκηνή, αποτελεί και ο ίδιος κομμάτι της βιομηχανίας μυθοπλασίας στην οθόνη ως ηθοποιός. Ήδη έχει αποκτήσει έντονη διασημότητα με τον ρόλο του υπερδραστήριου Φρόντο στην τηλεοπτική σειρά "The End of the F***ing World", προκαλώντας μια σειρά από εγκωμιαστικές κριτικές και άπειρες ενθουσιώδεις αναρτήσεις στα social media.
Μέσα στον επόμενο μήνα κυκλοφορούν και δύο νέες ταινίες στις οποίες συμμετέχει σε κεντρικούς ρόλους. Πρόκειται για το "True History of the Ned Kelly Gang" (Η αληθινή ιστορία της συμμορίας του Νεντ Κέλι), από τον σκηνοθέτη του πρόσφατου κινηματογραφικού «Μάκβεθ», Τζάστιν Κέρζτελ, και το βρετανικό νεανικό δράμα του Σάιμον Μπερντ "Days of the Bagnold Summer" – μια μεταφορά στο σινεμά του ομώνυμου graphic novel.
Στην πρώτη ταινία υποδύεται τον αδελφό του Νεντ Κέλι (τον οποίο έχει υποδυθεί παλιότερα ο Μικ Τζάγκερ στο σινεμά), του περιβόητου «λήσταρχου» / «Ρομπέν των δασών» που έδρασε τον 19ο αιώνα στην Αυστραλία σε μια σύγχρονη, «πανκ» εκδοχή του θρύλου του. Ως προετοιμασία μάλιστα για τους ρόλους τους, ο σκηνοθέτης έπεισε τους νεαρούς πρωταγωνιστές να φτιάξουν ένα συγκρότημα. Στην δεύτερη ταινία, ο Κέιβ καλείται να προσφέρει μια πιο χαμηλών τόνων και υποβλητική ερμηνεία στον ρόλο ενός εφήβου με κατάμαυρη γκαρνταρόμπα και διάφορα ζητήματα.
«Δεν έχω πρόβλημα να υποδυθώ είτε έναν μελαγχολικό είτε έναν άγριο έφηβο», λέει χαμογελώντας υπαινικτικά. Υπήρξε ο ίδιος κάτι από τα δύο; «Μάλλον καλό παιδί ήμουν. Στα 15 μου έγινα λίγο κωλόπαιδο και άρχισα να ντύνομαι φριχτά. Γκέτες, μπάγκι παντελόνια, φριχτά πράγματα».
Μάλλον ήταν μια πράξη επαναστατικής αντίδρασης κατά του απέριττου στυλ που εμφανίζουν πάντα και παντού τόσο ο πάντα κουστουμαρισμένος πατέρας του και το πρώην μοντέλο και νυν σχεδιάστρια μητέρα του.
«Εκ των υστέρων, νιώθω άσχημα που τους υποχρέωνα να κυκλοφορούν μαζί μου μ' αυτή την εμφάνιση», λέει. «Δεν μου έλεγαν τίποτα, μόνο καμιά φορά μου πρότειναν διακριτικά : 'Μήπως να δοκιμάσεις και κανένα παντελόνι ίσιας γραμμής;'. Η απάντηση μου; 'Χέσε μας ρε μπαμπά, δεν θα με βάλεις να φορέσω κουστούμι'».
Μπορεί να γελάει τώρα καθώς θυμάται τις εφηβικές ενδυματολογικές του επιλογές, η αλήθεια είναι όμως ότι στα εφηβικά του χρόνια ολόκληρη η οικογένεια βίωσε μια αβάσταχτη τραγωδία: τον θάνατο του δίδυμου αδελφού του Άρθουρ, που έχασε σε ηλικία 15 χρονών την ζωή του όταν έπεσε, υπό την επήρεια LSD από έναν γκρεμό στο Μπράιτον. Ο Ερλ εμφανίστηκε ξανά σε ντοκιμαντέρ για τον πατέρα του – στο "One More Time With Feeling" που γύρισε το 2016 ο Άντριου Ντόμινικ – αυτή τη φορά όμως η ατμόσφαιρα ήταν πολύ διαφορετική.
«Ο Άντριου είναι οικογενειακός φίλος, συνεπώς δεν έμοιαζε ακριβώς με εισβολή η παρουσία της κάμερας, η αλήθεια είναι όμως ότι μας κλόνισε λίγο», λέει ο Ερλ Κέιβ. «Εμένα με άφησε γενικά απ΄ έξω γνωρίζοντας σε τι κατάσταση βρισκόμουν. Μέσα σ' όλα είχα και τις εξετάσεις του σχολείου. Τελικά όμως, η ταινία ήταν ένας υπέροχος φόρος τιμής στη μνήμη του αδελφού μου».
«Αυτό που συνέβη με άλλαξε βαθιά», συμπληρώνει διστακτικά μετά από μακρά παύση. «Ωρίμασα συναισθηματικά πολύ γρήγορα σε πρώιμη ηλικία. Η έντονη περίοδος που πέρασα μαζί με την οικογένειά μου ενώ προσπαθούσαμε να παρηγορήσουμε ο ένας τον άλλον, είχε ως αποτέλεσμα να βγούμε όλοι από την διαδικασία του θρήνου με την γνώση του πώς είναι να χάνεις ένα αγαπημένο πρόσωπο. Είμαστε όλοι πλέον διαφορετικοί άνθρωποι από πριν, αλλά νομίζω στο τέλος μας έκανε καλό, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πει κανείς αυτό».
Με στοιχεία από τον Guardian
σχόλια