H Ελφρίντε Γέλινεκ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2004) έγραψε το Περί Ζώων (2007), ένα κείμενο για το θέατρο, κινητοποιημένη από ένα ρεπορτάζ του βιεννέζικου περιοδικού «Falter» σχετικά με την πορνεία πολυτελείας, των «συνοδών» για οικονομικά και κοινωνικά εύπορους πελάτες. Τα στοιχεία που βγήκαν στο φως από την αστυνομία με τη βοήθεια τηλεφωνικών υποκλοπών από τις συνομιλίες των προαγωγών του «γραφείου συνοδών» με τους πελάτες είναι σοκαριστικά. Οι νεαρές από χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, συχνά ανήλικες, μπορεί να μην εκδίδονταν για ελάχιστα ευρώ, αλλά αναγκάζονταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους χωρίς τις στοιχειώδεις για την υγεία τους προφυλάξεις - από τη στιγμή που οι πελάτες επιθυμούν το ρίσκο, οι συνοδοί εξαναγκάζονταν ν’ ανταποκριθούν.
Αυτά στην «πολιτισμένη» Βιέννη, την πόλη όπου ο πολιτισμός (ως παράδοση αλλά και ως σύγχρονη παραγωγή από θεσμικούς οργανισμούς υψηλού κύρους) πωλείται ως βασική τουριστική ατραξιόν. Αλλιώς, στην πρωτεύουσα της χώρας όπου, όπως έχει δημοσίως καταγγείλει η Γέλινεκ, ο κληρικιστικός φασισμός εξακολουθεί από τον Μεσοπόλεμο έως σήμερα να είναι το κυρίαρχο πρίσμα στην πολιτική ερμηνεία και πρακτική.
Στο Περί Ζώων (ο τίτλος ανακαλεί το γνωστό, απεχθές στον κυνισμό του αλλά αληθινό, σχόλιο, «το πιο φθηνό κρέας είναι το ανθρώπινο») η Γέλινεκ συνδυάζει τον βαθιά πληγωμένο, κατακερματισμένο λόγο μιας (ερωτευμένης) γυναίκας που εκδίδεται, με αποσπάσματα από τις προαναφερθείσες τηλεφωνικές συνομιλίες προαγωγών και πελατών. Η γλώσσα, ως σύστημα που δίνει νόημα στα πράγματα, την προδίδει. Πώς να μιλήσεις για όλα αυτά που κανείς δεν θέλει ν’ ακούσει; Η πορνεία και η παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της, το τράφικινγκ, ανθούν επειδή υπάρχουν άνθρωποι (άνδρες κυρίως) που αντιμετωπίζουν άλλους ανθρώπους ως εμπόρευμα. Και δεν αναφέρομαι μόνο σ’ αυτούς, ας πούμε, που αγοράζουν νεαρά κορίτσια από τους γονείς τους έναντι πινακίου φακής για να τα διοχετεύσουν στην αγορά του πληρωμένου σεξ (την πλέον ανθηρή ως προς τα οικονομικά μεγέθη, μαζί με την αγορά ναρκωτικών) αλλά και στην κυριλέ πορνεία των μεγάλων ξενοδοχείων, που εξασφαλίζουν συντροφιά στους εκλεκτούς πελάτες τους. Ακόμα, στον τουρισμό σε εξωτικά μέρη, όπου ανθεί η παιδική πορνεία ή στα μπάτσελορ πάρτι και στις μοντέρνες μορφές τηλεπαραγγελιών - μ’ ένα τηλέφωνο η Ρωσίδα σπίτι σου. Γιατί ο προαγωγός είναι χειρότερος από τον πελάτη; Και γιατί αυτή η κοινωνική βία καλύπτεται από όρους και νόμους προστασίας της ιδιωτικής ζωής;
Η Γέλινεκ πετυχαίνει αυτό ακριβώς, να φωτίσει την αποτρόπαιη πολιτική διάσταση ενός θέματος μάλλον κοινότοπου, που αντιμετωπίζεται συνήθως ως προσωπικό δράμα του θύματος (δείτε ως πρόσφατο παράδειγμα την Αόρατη Όλγα του Γιάννη Τσίρου). Γιατί, ακούγοντας τις «συνεννοήσεις» των καλοβαλμένων ανδρών που ζητούν γυναίκες-μοντέλα για σεξουαλικές απολαύσεις κάθε τύπου, δεν μπορείς να μη σκεφτείς, μεταξύ πολλών άλλων, τα μπούγκα-μπούγκα πάρτι του Μπερλουσκόνι ή τις επιβεβαιωμένες παρασπονδίες του πρώην διευθυντή του ΔΝΤ, Στρος-Καν. Οι πιο εκλεκτοί πελάτες του κυκλώματος του αγοραίου σεξ συμβαίνει να είναι αυτοί που κυβερνούν, νομοθετούν, δικάζουν, ή ν’ ανήκουν στον κύκλο των ισχυρών που ασκούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολιτική εξουσία.
Αυτοί που συντηρούν την ανομία είναι οι ίδιοι μ’ αυτούς που -στη χώρα μας, πια- σε προεκλογική περίοδο αποφασίζουν, εν είδει ψηφοθηρικού εφέ, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των λαθρομεταναστών και της διάχυσης της πορνείας στο κέντρο της Αθήνας. Είναι οι ίδιοι που διοχετεύουν στα ΜΜΕ δηλώσεις τύπου «Χάνουμε έσοδα από τα διαφυγόντα κέρδη», οι ίδιοι που διαμαρτύρονται για την αυστηρή νομοθεσία που δεν επιτρέπει στα περισσότερα πορνεία να λειτουργούν νόμιμα, προκειμένου να «ενισχυθούν τα οικονομικά του δήμου αλλά και τα ασφαλιστικά ταμεία»!
Η αντίστιξη του ασθματικού λόγου της γυναίκας (που, παρότι βιασμένη σωματικά και συναισθηματικά, διεκδικεί, μέσω του έρωτα, μια θέση όχι σ’ ένα περιβάλλον αλλά στον μεγάλο κόσμο) με τις επιγραμματικές τηλεφωνικές παραγγελίες των ανδρών οδηγεί το κείμενο και τη σκηνική πράξη σε μια έκρηξη. Όχι αντίδρασης, απελπισίας. Η γυναίκα του Περί Ζώων το λέει καθαρά: η μεγαλύτερη μόλυνση στον κόσμο είναι από την απόγνωση.
Ο Αλέξης Αλάτσης, που σκηνοθέτησε την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, περιόρισε τη δυναμική του πολυπρισματικού κειμένου της Γέλινεκ. Το πρώτο μέρος (του μονολόγου της γυναίκας) και το δεύτερο (των ανδρικών συνομιλιών) ενοποιήθηκαν, έτσι ώστε οι άνδρες να λειτουργούν σαν ένα είδος Χορού που μεταφράζει τον σπαρακτικό λόγο της γυναίκας σ’ έναν μηχανιστικό λόγο σεξουαλικών προτιμήσεων, σχολίων για τα προσόντα των γυναικών, ειδικών απαιτήσεων. Αντιλαμβάνομαι την επιλογή, έχει μια λογική, αλλά τελικά δεν λειτούργησε. Η σκηνοθεσία μιμήθηκε, χωρίς επιτυχία, μεταμοντερνιστικές ευκολίες, κυρίως στην όψη (αν δω ξανά αυτιά Μίκυ Μάους, μπλε περούκες, πλαστικές φουσκωτές κούκλες του σεξ και μύτες κλόουν, θα αυτοκτονήσω) αλλά και στοιχεία του αυστηρού φορμαλισμού του Τερζόπουλου. Η αλήθεια μιας προσωπικής σκηνοθετικής πρότασης έλειψε. Η Βίκυ Βολιώτη, ηθοποιός που έχει πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα να δώσει, ερμήνευσε αρκετό μέρος του μονολόγου της με γυρισμένη πλάτη στο κοινό, κάτι που δυσκόλευε και τη σχέση με αυτό αλλά και την πρόσληψη του δύσκολου στην αποσπασματικότητά του λόγου της. Ωστόσο, είναι ώρα να την εμπιστευτούν οι καλοί, έμπειροι σκηνοθέτες που διαθέτει η εγχώρια θεατρική αγορά.
Η νέα γενιά των ανδρών ηθοποιών του Θεάτρου Τέχνης έχει μέλλον, καλή σκηνική παρουσία και υπέροχες, καθαρές φωνές.
σχόλια