Από τότε που με θυμάμαι μένω στην Καλλιθέα. Εκεί μεγάλωσα, εκεί είναι το πατρικό μου, αλλά δεν της έχω κάποια ιδιαίτερη εκτίμηση, είναι μια μάλλον αδιάφορη περιοχή. Κατά τα άλλα, θα με δεις στα Πετράλωνα, θα με δεις ακόμα συχνότερα στα Εξάρχεια, που, παρότι κι εκεί θα συναντήσεις γραφικότητες και μαλακίες, συγκριτικά με άλλες συνοικίες παραμένει Νο1 με διαφορά, πώς να το κάνουμε! Ένα άλλο μέρος που μου αρέσει πραγματικά στην Αθήνα είναι η Ομόνοια, γιατί σου δημιουργεί μια ηρεμία: είναι ένα ουδέτερο μέρος όπου συχνάζει και το τελευταίο σκαλοπάτι της ζωής, δεν συγχρωτίζεσαι δηλαδή με μπίζνεσμεν, χίπστερ, σούπερ επιτυχημένους καλλιτέχνες και τα συναφή. Έχεις να κάνεις μόνο με αυτά τα διάφορα ανθρώπινα «τίποτα», που όμως εγώ χαλαρώνω κοντά τους. Δεν είδα ακόμα πώς είναι μετά την τελευταία ανάπλαση, όμως επιμένω ότι η καλύτερη εικόνα της Ομόνοιας που θυμάμαι ήταν εκείνη με τους φοίνικες και το σιντριβάνι στη μέση. Ό,τι άλλο έγινε στην πορεία ήταν μια τρανταχτή αποτυχία. Φταίει, ξέρεις, κι αυτή η εμμονή κάποιων ανθρώπων που δεν τους αρέσει να κάθονται ήσυχα στη γωνιά τους και θέλουν να «εκσυγχρονίζουν», να «βελτιώνουν» διαρκώς τα πράγματα. Είναι φυσικά και οικονομικά τα κίνητρα.
• Οι αλλαγές, γενικά, δεν είναι πάντα αναγκαίες ούτε επιτυχημένες. Προσωπικά, δεν βλέπω κανέναν λόγο να αλλάξεις κάτι που αποδεδειγμένα λειτουργεί καλά απλώς για να πουλήσεις μούρη. Αλλά ξέρεις τι; Στην περίπτωση της Ομόνοιας, ας πούμε, κάποιος είχε ένα κονδύλι, κάποιος εικαστικός έπρεπε να το πάρει, κάποιος πολιτικός να διαφημιστεί, κάποιος εργολάβος να κάνει δουλίτσα, ώστε να φτιαχτεί κάτι δήθεν μοντέρνο. Η πρόοδος ως αυτοσκοπός. Κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνουν οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας που κάθε χρόνο όλο και κάτι αλλάζουν στους υπολογιστές και στα smartphones για να πουλήσουν ουσιαστικά το ίδιο προϊόν ακριβότερα, με πιο φανταχτερό περιτύλιγμα. Μια ενέργεια στο πλαίσιο του εμπορικού ανταγωνισμού που πάει χαμένη στο πουθενά, έχει δε και σοβαρό οικολογικό αποτύπωμα. Κράτα, βρε παιδί μου, το ίδιο μοντέλο μέχρι να πεθάνω, να μην κουράζομαι!
• Ξεκίνησα να κάνω τον ηθοποιό μετά τα 27 μου. Πριν σπούδαζα μηχανολόγος μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ώσπου τα παράτησα. Έκανα για πολλά χρόνια τον ντελιβερά, τον κλόουν σε παιδικά πάρτι, μέχρι και τον περιπτερά. Δεν πήγαινε, όμως, άλλο με αυτά. Ναι, ισχύει ότι δεν είχα πριν κανένα ψώνιο με το θέατρο, ότι μου προέκυψε κατά τύχη σε μια περίοδο που δεν ήξερα πώς αλλιώς να επιβιώσω. Βρέθηκα, λοιπόν, σε μια δραματική σχολή (το Θεμέλιο) ‒ ένεκα και το δέλεαρ των πολλών ωραίων γυναικών που φοιτούν σε αυτές. Δεν θεωρώ καν ότι κάνω κάτι ιδιαίτερο. Συνηθίζω, ξέρεις, να διαβάζω σπουδαιοφανείς και τίγκα στα κλισέ συνεντεύξεις συναδέλφων ηθοποιών λίγο πριν πέσω για ύπνο, βοηθάνε να «πέσει» ο εγκέφαλος!
Έβλεπα π.χ. αυτούς οι καλλιτέχνες που έβγαιναν σε διάφορα ωραία βιντεάκια κι έλεγαν τις απόψεις τους και ήθελα να τους πω «βρε παιδιά, δεν πειράζει αν λείψετε από τη δημοσιότητα για δύο μήνες, δεν θα χαθεί ο κόσμος. Δηλαδή, πόσο πιο διαφορετικά περάσατε εσείς αυτό το διάστημα, ώστε να αξίζει να σας ακούσει κανείς; Αφού ένα χάλι ήταν και όλοι μας το ίδιο χάλια νιώθαμε».
• Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι κι εγώ το είχα μυθοποιήσει αρχικά το θέατρο. Ήθελα πάρα πολύ να κάνω παραστάσεις που θα μείνουν στην ιστορία. Το πρώτο θεατρικό στο οποίο έπαιξα ήταν ένα παιδικό του Κώστα Πρέκα. Αρχικά έπαιζα σε παραστάσεις του κώλου – δεν ήμουν κιόλας άξιος για κάτι καλύτερο. Η πρώτη μου ικανοποιητική δουλειά ήταν στον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας του Ανέστη Αζά το 2008 στο θέατρο Επί Κολωνώ και ακολούθως στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τον πρώτο καιρό δεν ρώταγα καν αν και πόσο θα πληρωθώ. Ντρεπόμουν αφενός, ήθελα πολύ να παίξω αφετέρου. Μετά τα τριάντα άρχισα να σκηνοθετώ δικές μου παραστάσεις και τότε την είδα πολύ σοβαρά τη δουλειά, ώσπου κάποια στιγμή, μετά από πολύ εσωτερικό αγώνα, συνειδητοποίησα ότι «τρώγομαι» μεν, δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο δε. Εκεί κάπου η αγωνία και η φιλοδοξία μου προσανατολίστηκαν σε απλούστερα πράγματα.
• Πιστεύω ότι γενικότερα οι ηθοποιοί που βρίσκονται πολλά χρόνια στον χώρο έχουν απομυθοποιήσει λίγο-πολύ το θέατρο. Εντάξει, ισχύει ότι σου συμβαίνουν μερικές πολύ δυνατές στιγμές και στις πρόβες, όπως και στις παραστάσεις, από κει και πέρα όμως θα προτιμούσα απλώς να εργάζομαι κάπου κι ας μην είναι τόσο υψηλό το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αρκεί να μην υπάρχουν υστερίες, ανταγωνισμοί κ.λπ., πράγματα φοβερά κουραστικά.
• Είναι τρομερά επαχθής η δουλειά του ηθοποιού και όχι μόνο στο καθαρά ερμηνευτικό κομμάτι. Το δυσκολότερο είναι να κρατάς λεπτές ισορροπίες με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους: από τους συναδέλφους που παίζετε μαζί μέχρι τον σκηνοθέτη και τους λοιπούς συντελεστές. Να προσπαθείς να κάνεις μεν αυτό που πιστεύεις, αλλά να μην κοντράρεσαι σοβαρά με ανθρώπους με τους οποίους έχεις σχέση εξάρτησης. Νομίζω ότι και σε άλλους χώρους, π.χ. στον δικό σου, τη δημοσιογραφία, συμβαίνει κάτι ανάλογο.
• Βέβαια, και μόνο το γεγονός ότι πρέπει να βγεις και να παίξεις μπροστά σε πενήντα ή εκατό θεατές είναι τεράστιο βάρος, ασχέτως του ρόλου που υποδύεσαι. Είναι μια εμπειρία ιδιαίτερη, σχεδόν υπαρξιακή. Ναι, πάντα έχεις χρόνο να σκεφτείς κι άλλα πράγματα, εύκολα διαπιστώνεις από τα βλέμματα του κοινού και μόνο αν και τι κατάφερες και απόψε, κι αυτό σε επηρεάζει. Ίσως όχι τα πρώτα χρόνια, οπότε μπαίνεις στη σκηνή σαν αγρίμι και θες να τα δώσεις όλα, σίγουρα όμως στην πορεία.
• Στην αρχή δεν είχα ιδέα πώς να παίξω. Οk, έχεις κάποια λόγια να πεις, να αισθανθείς, να μεταδώσεις, αλλά πώς διάολο το κάνεις; Ακόμα δεν το έχω λύσει αυτό. Μου λέει π.χ. η άλλη στη σκηνή «ναι, μπαμπά, πέθανε ο Κώστας» και πρέπει να υποκριθώ ότι με βρήκε κακό μεγάλο, ενόσω ξέρω ότι έχω απέναντί μου τη Μαρία. Νομίζω ότι οι καλοί ηθοποιοί κρατούν αυτό το ερωτηματικό μέχρι τέλους. Νομίζω, επίσης, ότι αν δεν σου βγαίνει κάτι και πρέπει να το προσποιηθείς, καλύτερα να μην παίξεις καθόλου.
• Υπάρχουν, φυσικά, σκηνοθέτες που θέλουν άμεσα αποτελέσματα και τότε μπορεί να επέλθει μια κόντρα στην οποία και οι δύο πλευρές χρειάζεται να κάνουν υποχωρήσεις, ώσπου να τα βρουν. Στους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεννοήθηκα πολύ καλά συγκαταλέγονται ο Βασίλης Νούλας, που είχαμε κάνει προ ετών κι εκείνες τις τρελοπερφόρμανς στο θέατρο Εμπρός, ο Ανέστης Αζάς, που συνεργαζόμαστε χρόνια, και η Μαρία Μαγκανάρη πρόσφατα, στον Θείο Βάνια. Η τελευταία, μάλιστα, είναι και από τους λίγους σημερινούς σκηνοθέτες που ξέρουν να σε διδάξουν πώς ακριβώς να παίξεις, τον κατάλληλο κάθε φορά τόνο της φωνής, την ταχύτητα κ.λπ. Αυτό είναι κάτι πολύ απελευθερωτικό και σου εμπνέει ασφάλεια. Οι περισσότεροι σε αφήνουν στην τύχη σου, οπότε επιστρατεύεις ό,τι άσο έχεις στο μανίκι για να βγει η σκηνή. Για να το πετύχεις αυτό, φυσικά, πρέπει να διαθέτεις αρκετούς κρυφούς άσους, αλλιώς καταλήγεις σε αδιέξοδο. Ο Μάρλον Μπράντο έλεγε: «Πες το με έναν τρόπο που να μην τον περιμένουν». Μεγάλη κουβέντα.
• Όχι, δεν θα με έβλεπα σε κωμικούς ρόλους, ούτε σε stand-up comedy, που θεωρώ κιόλας πολύ απαιτητικό είδος. Άλλο πράγμα ο χαβαλές στα σόσιαλ μίντια. Φαντάσου τη μέρα να κάνω χιουμοριστικές αναρτήσεις και το βράδυ να παίζω σε κωμωδία. Θα καταντούσα κάτι πολύ μονοσήμαντο, μια γελοία καρικατούρα του εαυτού μου, κάτι που είναι θάνατος για έναν ηθοποιό.
Αναφορικά με τους ηθοποιούς, ελάχιστοι πληρώνονται κανονικά, πενήντα ηθοποιοί και δέκα σκηνοθέτες ανακυκλώνονται στις καλές δουλειές και οι υπόλοιποι κλαίνε ‒ είτε παίζουν για ψίχουλα είτε είναι άνεργοι. Επίσης, δεν καταλαβαίνω από πού κι ως πού είμαστε όλοι στο ίδιο στρατόπεδο.
• Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει ψηφιακή παράσταση και δεν με αφορά. Αν κάτι αξίζει στο θέατρο, είναι ακριβώς η ρεαλιστική εμπειρία μπροστά στους θεατές. Η αναμέτρηση με τις ατέλειες, με τα λάθη σου, τα ερεθίσματα που λαμβάνεις, η όλη ατμόσφαιρα. Μια βιντεοσκοπημένη παράσταση δεν προσφέρει τίποτε από αυτά, θέλει δε πολύ κόπο να πετύχεις ένα οριακά ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
• Δεν ξέρω πόσο φοβερά σημαντικό είναι και πόσο ενδιαφέρει πραγματικά το να πει ένας ακόμα καλλιτέχνης τη γνώμη του για την καραντίνα. Έβλεπα π.χ. αυτούς οι καλλιτέχνες που έβγαιναν σε διάφορα ωραία βιντεάκια κι έλεγαν τις απόψεις τους και ήθελα να τους πω «βρε παιδιά, δεν πειράζει αν λείψετε από τη δημοσιότητα για δύο μήνες, δεν θα χαθεί ο κόσμος. Ηρεμήστε, πιάστε καθαρίστε λίγο και το σπίτι σας, όπως έκανα κι εγώ, δεν είναι ανάγκη να τοποθετούμαστε επί παντός επιστητού. Δηλαδή, πόσο πιο διαφορετικά περάσατε εσείς αυτό το διάστημα, ώστε να αξίζει να σας ακούσει κανείς; Αφού ένα χάλι ήταν και όλοι μας το ίδιο χάλια νιώθαμε». Ούτε περισπούδαστες συμβουλές χρειαζόμασταν, ούτε γραφικά κλισέ. Έλα, όμως, που στην εποχή της ψυχανάλυσης, της θετικής ενέργειας και της πολιτικής ορθότητας φτάσαμε να ντρεπόμαστε πια να κατονομάσουμε μερικά πράγματα ως έχουν. Απαγορεύεται σχεδόν να πεις ότι «ξέρεις, δεν νιώθω καλά» κι αν το τολμήσεις, πρέπει άμεσα να βρεις έναν τρόπο να το χειριστείς χτες. Να σου πω εμένα τι με στήριξε περισσότερο; Ο μπάφος και ευχαριστώ γι' αυτό τον Θεό και τον ντίλερ μου! Αλλιώτικα θα είχα μουρλαθεί.
• Εντούτοις, πιστεύω ότι πρέπει κάποια μίνιμουμ συνταγματικά δικαιώματα να είναι σεβαστά, ακόμα και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Είναι αδιανόητο να χρειάζομαι «έγκριση» για να βγω να περπατήσω γύρω από το σπίτι μου, ό,τι κι αν συμβαίνει. Δεν γίνεται πενήντα χρονών άνθρωπος να τρομάζω στη θέα του αστυνομικού. Έλεος κάπου. Ναι, ξέρω, μπορεί να μου πουν «ναι, εσύ προσέχεις, αλλά ο άλλος» κ.λπ. Ό,τι κι αν πεις, όμως, πάντα κάποιος άλλος μπορεί να σου αντιπαραθέσει κάτι που να μοιάζει εξίσου εύλογο από τη δική του σκοπιά. Δεν σημαίνει κάτι αυτό.
• Βγήκαν πρόσφατα, εξαιτίας της πανδημίας, κάποιες οδηγίες πώς να παίζουμε, τι αποστάσεις να τηρούμε στις πρόβες κ.λπ., με άγνωστο ακόμα ορίζοντα. Μέχρι τότε όχι, ούτε ο Ρωμαίος δεν θα μπορέσει να φιλήσει επί σκηνής την Ιουλιέτα! Δεν ξέρω, βέβαια, και τι νόημα θα έχει πια μια τέτοια παράσταση, τι σόι θέατρο μπορεί κανείς να κάνει χωρίς καμία σωματική επαφή, εκτός εξαιρέσεων βεβαίως. Ισχύει εντούτοις ότι η περίοδος αυτή είναι ευκαιρία να δοκιμαστούν άλλοι τρόποι υποκριτικής προσέγγισης, πιο απαιτητικοί. Σε κάθε περίπτωση, οι πρώτες πρόβες υπό το νέο καθεστώς θα είναι σίγουρα περίεργες, αμήχανες.
• Ήταν οπωσδήποτε ωραίο που μαζεύτηκαν τις προάλλες στο Σύνταγμα οι καλλιτέχνες και ζήτησαν κάποια πράγματα. Από την άλλη, για τους περισσότερους από μας «τι είχαμε, τι χάσαμε». Αναφορικά με τους ηθοποιούς, ελάχιστοι πληρώνονται κανονικά, πενήντα ηθοποιοί και δέκα σκηνοθέτες ανακυκλώνονται στις καλές δουλειές και οι υπόλοιποι κλαίνε ‒ είτε παίζουν για ψίχουλα είτε είναι άνεργοι. Επίσης, δεν καταλαβαίνω από πού κι ως πού είμαστε όλοι στο ίδιο στρατόπεδο. Για παράδειγμα, με το που φάνηκε ότι δεν θα έχουμε θέατρο φέτος το καλοκαίρι, βγαίνει ο κατά τα άλλα ταλαντούχος Δημήτρης Καραντζάς και λέει διαρκώς «εμείς, οι καλλιτέχνες...». Ρε Δημήτρη, τόσα χρόνια που σε παρακολουθώ στο fb ανεβάζεις μόνο «είμαστε sold out απόψε» και «σας ευχαριστώ» και «ευχαριστώ την τάδε κριτικό για τα καλά της λόγια». Δηλαδή, ασχολείσαι μόνο με την αυτοκρατορία σου και τον θρίαμβό της, τώρα θυμήθηκες το «εμείς»; Άργησες, Δημήτρη. Κι όταν τελειώσουν όλα αυτά, πάλι με την αυτοκρατορία σου θα ασχολείσαι, οπότε άσε μας στην ησυχία μας, σε παρακαλώ. Είναι σίγουρα θετικό που συσπειρωνόμαστε τώρα, αλλά θα ήθελα να το δω να συμβαίνει και μέσα στις πρόβες, όταν γίνεται μια στραβή με τα χρήματα ή ό,τι άλλο εναντίον μας και δεν μιλά κανείς. Ξέρεις γιατί; Μην τυχόν και αμαυρωθεί το όνομά τους ότι είναι από εκείνους που «μιλάνε» και υπάρξει πρόβλημα με την καριερούλα τους. Είναι εύκολο να τα βάζεις με το κράτος, έναν παντού και πάντα ενάντιο στην τέχνη θεσμό, αλλά θέλει πολύ θάρρος να αντιπαρατεθείς στον τάδε διακεκριμένο σκηνοθέτη ή παραγωγό.
• Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο το έβρισκα κατά κανόνα πολύ βαρετό ήδη πριν από την καραντίνα. Μια αισθητική που ακόμα και όταν είναι άρτια, είναι υπερβολικά προβλέψιμη, μια σειρά έργα κλασικά ανεβασμένα με μοντέρνα δήθεν ματιά, έργα ασφαλή, που δεν παίρνουν κανένα ρίσκο. Ποιος κάνει σήμερα θέατρο «επικίνδυνο», θέατρο που να μπορεί να σε ταρακουνήσει, να μην ξεχάσεις αυτό που είδες το επόμενο δίωρο; Απ' όσες παραστάσεις είδα τα τελευταία χρόνια, ελάχιστες ξεχώρισα, ανάμεσά τους το χοροθέατρο της Μαγκί Μαρέν πρόπερσι στο Φεστιβάλ Αθηνών και η Ψύχωση της Μπρούσκου στο Bios. Από ηθοποιούς, τον Γιάννο Περλέγκα, την Εύη Σαουλίδου και την Αγγελική Παπαθεμελή.
• Υπάρχει, ξέρεις, κι ένα άλυτο πρόβλημα που καθένας οφείλει να χειριστεί προσωπικά: οι θεατρικές δουλειές που υπάρχουν με κανονικό μισθό είναι εκ των πραγμάτων λίγες στην Ελλάδα και οι ηθοποιοί που τις θέλουμε είμαστε πλέον πάρα πολλοί. Με δεδομένο δε ότι τις καρπώνονται συνήθως οι ίδιοι άνθρωποι, ελάχιστος χώρος μένει για τους υπόλοιπους. Εγώ, ας πούμε, τα τελευταία 2-3 χρόνια κάπως ζω από το θέατρο. Και ώσπου να συμβεί αυτό μου έγινε ο κώλος «να» στην κυριολεξία, αίμα έφτυσα σε κάθε επίπεδο! Πριν έβγαζα χαρτζιλίκια όταν δεν έβαζα και από την τσέπη μου, όπως στις σκηνοθετικές μου απόπειρες. Έπρεπε, ωστόσο, να υπάρχω στο παιχνίδι με κάποιον τρόπο. Κάποια στιγμή αποφάσισα να δώσω μερικά χρόνια διορία στον εαυτό μου. Αν στο μεταξύ δεν κατάφερνα να ζω κανονικά από αυτό που κάνω, θα σήμαινε είτε ότι απλώς δεν είμαι αρκετά επαρκής είτε ότι δεν ξέρω να χειριστώ σωστά τον εαυτό μου μέσα στο θεατρικό κύκλωμα. Δεν θα φτάσω, είπα, 60 χρονών κυνηγώντας πενταροδεκάρες, δεν με παίρνει εξάλλου. Αν συμβεί αυτό, προτιμότερο να τα παρατήσω κι ας μην ξέρω να κάνω οτιδήποτε άλλο. Ας καταλήξω άστεγος, δεν με νοιάζει, θα είναι πιο αξιοπρεπές.
• Όχι, δεν ξέρω αν θα ασχοληθώ πάλι με τη σκηνοθεσία. Φτιάξαμε πριν από λίγο καιρό κάποιες παραστάσεις μαζί με τη Βάσω την Καμαράτου, μια πολύ ομαδική δουλειά, μέχρι εκεί ναι, δεν είναι όμως παιχνίδι η σκηνοθεσία αλλά κανονικός εφιάλτης! Να έχεις το άγχος των ηθοποιών, του θιάσου, της παράστασης, τα οικονομικά, όχι, με τίποτα, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Όποτε το επιχείρησα στο παρελθόν, μαύρο στομάχι έκανα.
Ο εαυτός μας έχει φτιαχτεί κυρίως γύρω από έναν υπολογιστή και το Διαδίκτυο. Οι έξοδοί μας είναι λίγες και διστακτικές: Σπίτι - σκύλος - Ίντερνετ - γιόγκα - ψυχανάλυση και πολλή, πολλή απομόνωση. Δηλαδή η καραντίνα απλώς αποτελείωσε μια προϋπάρχουσα κατάσταση. Μακάρι η νέα γενιά να την ψάξει αλλιώς.
• Με τον γάμο δεν έχω πρόβλημα, μου είναι όμως πολύ δύσκολο να συζήσω. Το λέω κι ας με γαμήσει η κοπέλα μου σαν το διαβάσει! Όμως, ναι, γίνομαι κακός και παράξενος, οπότε ποιος ο λόγος να ταλαιπωρώ έναν άνθρωπο και να με ταλαιπωρεί κι αυτός; Τουλάχιστον, κάπως έχω καταλάβει όλα αυτά τα χρόνια ποιος είμαι τελικά, τι θέλω και τι δεν θέλω ή δεν μπορώ να κάνω.
• Πλην του θεάτρου δεν έχω άλλα χόμπι, ούτε ενδιαφέροντα. Δεν διαβάζω ούτε θεατρικά έργα, προτιμώ να τα παίζω. Γενικά, ζω μια βαρετή, αδιάφορη ζωή. Όταν με καλέσουν για πρόβες, πάω, μου αρέσει, ξεχνιέμαι, όταν πάλι βρίσκομαι άνεργος, απλώς κλαίω τη μοίρα μου. Επιπλέον, δεν με ενδιαφέρει καθόλου ούτε το έργο που θα παίξω ούτε ο ρόλος που θα υποδυθώ. Ό,τι πει ο σκηνοθέτης! Αυτό που καταρχάς με μέλει είναι να έχω δουλειά. Ένα βούρλο χωρίς καμία άποψη που απλώς θέλει να παίζει θέατρο, αυτό είμαι!
• Όλα τα τελευταία χρόνια, ήδη πολύ πριν από την καραντίνα, οι περισσότεροι είμαστε κλεισμένοι σπίτια μας. Ο εαυτός μας έχει φτιαχτεί κυρίως γύρω από έναν υπολογιστή και το Διαδίκτυο. Οι έξοδοί μας είναι λίγες και διστακτικές: Σπίτι - σκύλος - Ίντερνετ - γιόγκα - ψυχανάλυση και πολλή, πολλή απομόνωση. Ένας εαυτός που νιώθει αυτάρκης και δεν θέλει πολλά-πολλά με τους άλλους, γιατί η κοινωνικότητα είναι μεν πηγή χαράς, μπορεί να είναι όμως και τρομακτική. Δηλαδή η καραντίνα απλώς αποτελείωσε μια προϋπάρχουσα κατάσταση. Μακάρι η νέα γενιά να την ψάξει αλλιώς.
• Να σου πω και για την ψυχανάλυση; Άντε να σου πω. Έκανα κάπου έναν χρόνο, μετά κουράστηκα να μιλάω για μένα και σταμάτησα. Δεν έχω πολύ σαφή άποψη για το πόσο βοηθάει τον καθέναν. Ωστόσο, βλέπω ανθρώπους, μετά από πολλά χρόνια ψυχανάλυση, να γίνονται συχνά πιο αυστηροί, να έχουν μάθει να υπερασπίζονται τον εαυτό τους με έναν τρόπο που μου φαίνεται τρομακτικός.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια