- Γεννήθηκα στον Νέο Κόσμο, μεγάλωσα στον Άγιο Σώστη, στο Κουκάκι και στο Παγκράτι και τώρα μένω κοντά στην Πανόρμου, στην περιοχή του Γηροκομείου. Οι γειτονιές των παιδικών μου χρόνων δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες με αυλή ή το πολύ διώροφα και όλοι οι δρόμοι χωματόδρομοι, εκτός από τον κεντρικό. Τα απογεύματα του καλοκαιριού περνούσε καταβρεχτήρας του δήμου και τρέχαμε από πίσω του. Μια περίοδο, πολύ κοντά μας έμενε η Νάνα Μούσχουρη. Δεν θυμάμαι να την είδα ποτέ, αλλά την είχα ακούσει μια φορά να τραγουδάει. Ήμουν παιδί ντροπαλό και μάλλον καταπιεσμένο, αλλά όχι δειλό.
- Από την Α' Δημοτικού διάβαζα κάτι παραμύθια σε φτηνές εκδόσεις με λίγες μαυρόασπρες εικόνες που τ' αγοράζαμε από το ψιλικατζίδικο. Στο σπίτι μιας γειτόνισσάς μας, επίσης, ανακάλυψα τον Θησαυρό των γνώσεων και μου άρεσε να διαβάζω τα βιογραφικά γνωστών ποιητών και ν' αντιγράφω τα ποιήματα που τα συνόδευαν. Από εκεί έμαθα τον Βιζυηνό, τον Καββαδία, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Στην εφηβεία δανειζόμουν εξωσχολικά από τη βιβλιοθήκη της ΧΕΝ. Με είχαν γοητεύσει η Αναφορά στον Γκρέκο του Καζαντζάκη, το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι κι άλλα πολλά... Έδωσα εισαγωγικές χωρίς να κάνω καθόλου φροντιστήριο και πέρασα στο Πάντειο, στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών.
Δυσκολεύομαι στις δημόσιες σχέσεις. Παραλύω στη σκέψη ότι θ' απευθυνθώ σε κοινό. Εμένα μου αρέσει να κάθομαι στη γωνιά μου, να κάνω ό,τι πρέπει να κάνω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θέλω ν' αναγνωρίζεται ο κόπος μου.
- Γύρω στα είκοσι δύο έπιασα δουλειά σ' ένα ατελιέ γραφικών τεχνών όπου έφτιαχναν κυρίως τουριστικά προσπέκτους ξενοδοχείων. Καθώς ήμουν ορθογράφος –το μόνο καλό για το οποίο επέμενε ο πατέρας μου!–, έκανα παράλληλα και τη διόρθωση των κειμένων. Έτσι, εντελώς τυχαία, ήρθα σ' επαφή με αυτό που λέμε παραγωγή εντύπου και σιγά-σιγά η τυπογραφία και ο κόσμος της με κέρδισαν ολοκληρωτικά. Ποτέ ως τότε δεν είχα σκεφτεί να ασχοληθώ με τα βιβλία. Η τύχη παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μας από τα σχέδια. Άλλωστε, και τον Μιχάλη σ' ένα βιβλιοπωλείο, στη «Δωδώνη», τον γνώρισα.
- Έπειτα από κάποιο διάστημα άρχισα να εργάζομαι ως διορθώτρια κι επιμελήτρια σε διάφορους μεταπολιτευτικούς οίκους (Πλειάς, Οδυσσέας, Θεμέλιο), στο Μορφωτικό της Αγροτικής Τράπεζας, που έκλεισε μόλις ανέλαβε η ΝΔ, και τέλος, για έντεκα χρόνια, στις εκδόσεις της Εστίας. Όσο ασχολιόμουν με την επιμέλεια, τόσο πιο έντονα ένιωθα την ανάγκη να επέμβω στη συνολική εικόνα του βιβλίου, να το αναλαμβάνω από το χειρόγραφο ως το βιβλιοδετείο, να το παρακολουθώ να παίρνει μορφή. Περνούσα οχτάωρα ολόκληρα ελέγχοντας την εκτύπωση φύλλο-φύλλο, μελετούσα τον σχεδιασμό, τις γραμματοσειρές, το σχήμα, τα χαρτιά των σοβαρών εκδοτικών οίκων, και οι τυπογράφοι, καθώς με έβλεπαν αφοσιωμένη, χατίρι δεν μου χάλαγαν! Στην πορεία ανακάλυψα πως μέχρι κι εξώφυλλα μπορούσα να φτιάχνω.
- Σκεφτόμουν καιρό να κάνω δικές μου εκδόσεις, αλλά τα οικονομικά και η διαχείρισή τους με αποθάρρυναν. Ώσπου το 2001 απέκτησα χρήματα από μια μικρή κληρονομιά και το αποφάσισα. Η αρχή στο Μελάνι έγινε έναν χρόνο μετά, με τα Βαλκάνια, η άγνωστη γειτονιά μας του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Είχα επιμεληθεί τα βιβλία του στην Εστία, είχαμε γίνει φίλοι, ήξερε τι λαχταρούσα, κι όσο μ' έβλεπε να διστάζω, με έσπρωχνε: «Ξεκίνα επιτέλους! Όπως είπε και ο δικός σας, ο Λένιν, όποιος δεν πηδάει, σέρνεται».
- Όταν έκανα το άλμα, όλοι απόρησαν. Ορισμένοι εκδότες, πάντως, που εκτιμούσα και ζήτησα τις συμβουλές τους, υπήρξαν πολύ γενναιόδωροι. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για εκείνους που αφοσιώνονται στη δουλειά τους, που τη βλέπουν ως προέκταση της προσωπικότητάς τους, που την κάνουν με αγώνα και άγχος, θέλοντας ν' αφήσουν κάτι πίσω τους. Αυτό προσπαθώ κι εγώ. Το δυστύχημα είναι πως οι συστηματικοί αναγνώστες στην Ελλάδα, αυτοί που δεν αρκούνται σ' ένα μπεστ-σέλερ τον χρόνο, ζήτημα να ξεπερνούν τα 10.000 άτομα. Σ' αυτούς τους λίγους απευθυνόμαστε και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν υπάρχουν καλοπληρωμένοι άνθρωποι στον χώρο μας.
- Από την αρχή ήθελα να μοιραστώ τίτλους και συγγραφείς που μου έκαναν εντύπωση μέσα από καλαίσθητες εκδόσεις που ν' αναδεικνύουν, χωρίς να καπελώνουν όμως, το κείμενο. Βάση ήταν η λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, αλλά σταδιακά ανοίχτηκα και σε μαρτυρίες, σε βιογραφίες και σε φιλοσοφικά δοκίμια βατά στον μέσο αναγνώστη. Υπήρξαν φορές που πλήρωσα ακριβά δικαιώματα για σημαντικά ξένα ονόματα, ενώ μέσα στην κρίση πήρα το ρίσκο να εκδώσω τις Ιστορίες του Καντέρμπερυ, ακρογωνιαίο λίθο της αγγλικής λογοτεχνίας, που δεν είχαν μεταφραστεί ποτέ στη γλώσσα μας. Αντίστοιχα ριψοκίνδυνο είναι να εκδίδεις νέους ποιητές και διηγηματογράφους, αλλά βλέποντάς τους να κερδίζουν βραβεία και να βρίσκουν τη θέση τους στον χώρο αποζημιώνεσαι...
- Δυσκολεύομαι στις δημόσιες σχέσεις. Παραλύω στη σκέψη ότι θ' απευθυνθώ σε κοινό. Εμένα μου αρέσει να κάθομαι στη γωνιά μου, να κάνω ό,τι πρέπει να κάνω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θέλω ν' αναγνωρίζεται ο κόπος μου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, καλά κύλησαν τα πράγματα. Μπόρεσα να συστήσω εδώ τον Ντέιβιντ Σεντάρις και τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, πλάι σε μικρά πεζά μεγάλων κλασικών πρότεινα και επιλεγμένα έργα πιο σύγχρονων δημιουργών, όπως οι Μαξ Φρις, Σύλβια Πλαθ, Τζον Ίρβινγκ ή ο Πασκάλ Κινιάρ. Για μεγάλο διάστημα δεν μ' απασχολούσαν οι πωλήσεις, και όποιο κέρδος προέκυπτε πάλι στις εκδόσεις επέστρεφε. Από το 2011, βέβαια, άρχισαν να σκάνε στην αγορά κανόνια, ο τζίρος έπεσε στο μισό χωρίς ν' ανεβεί έκτοτε, κι ενώ από τον περασμένο Νοέμβριο κάτι είχε αρχίσει να κινείται, ήρθαν το καλοκαίρι τα capital controls και όλα πάγωσαν. Παρεμπιπτόντως, με το που έκλεισαν οι τράπεζες, κατακλυστήκαμε από χειρόγραφα. Έρχονταν είκοσι νέοι φάκελοι την ημέρα. Σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου κι όσοι είχαν γράψει κάτι να σκέφτηκαν «ή θα το στείλω τώρα ή ποτέ!».
- Σ' αυτά τα δεκατρία χρόνια κυκλοφόρησαν από το Μελάνι 320 τίτλοι, από τους οποίους 70 με 80 κάθε τόσο ανατυπώνονται. Τώρα, ανάμεσα σ' άλλα, ετοιμάζουμε τη νέα συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Ευσταθιάδη, τις Σημειώσεις για τη μελωδία των πραγμάτων του Ρίλκε από το ταξίδι του στη Φλωρεντία το 1898, και ξανατυπώνουμε τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματα του Μιχάλη Γκανά. Το πόσες νέες εκδόσεις και ανατυπώσεις θα κάνεις ταυτόχρονα είναι μεγάλη σπαζοκεφαλιά. Πρέπει να υπολογίσεις το κόστος και να βρεις τη χρυσή τομή. Ο Συμβιβασμός του Καζάν, για παράδειγμα, που τον διάβασα μέσα σε μια νύχτα, στα είκοσί μου, και μου άλλαξε τη ζωή, έχει εξαντληθεί. Μου τον ζητάνε επίμονα, αλλά έτσι ογκώδης που είναι, ακόμα κι αν ξεπουλήσει, πάλι χρεωμένη θα βρεθώ. Θα τον ανατυπώσω, όμως, σίγουρα. Όσες δυσκολίες κι αν υπάρχουν, η ζωή –και η δουλειά!– συνεχίζονται.
Η Πόπη Γκανά είναι η δημιουργός των εκδόσεων Μελάνι. www.melanibooks.gr
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO τον Οκτώβριο του 2015