ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΦΑΝ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ του φαγητού, των τηλεοπτικών σεφ και του μύθου των σύγχρονων αλχημιστών της κουζίνας με τα άπειρα τατουάζ και τις μανιοκαταθλιπτικές εξάρσεις που υστεριάζουν και τραμπουκίζουν κόσμο σε περιβάλλοντα όπου κυριαρχεί «ο θόρυβος, η ακολασία και η ψεύτικη τεστοστερόνη», όπως έγραφε ο Άντονι Μπουρντέν στο «Kitchen Confidential». Οπότε λογικά θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε μια δραματική σειρά με κεντρικό χαρακτήρα έναν τέτοιο τύπο.
Μόνο που ο πρωταγωνιστής του «The Bear», παρότι είναι σεφ και μάλιστα υψηλού επιπέδου, παρότι έχει μπόλικα τατουάζ και μπόλικες ανισορροπίες, δεν είναι τέτοιος τύπος και η σειρά αυτή δεν είναι αυτό που θα περίμενε ίσως κανείς από μια ιστορία που διαδραματίζεται σε τέτοιο περιβάλλον.
Ο Κάρμ Μπερζάτο (εξαιρετικός στις λεπτές αποχρώσεις των νευρώσεών του ο Τζέρεμι Άλαν Γουάιτ, ανανεωμένος μετά την ολοκλήρωση της δεκαετούς θητείας του στο «Shameless») είναι στα τριάντα του ένας φτασμένος, «αστεράτος» σεφ που έχει αποξενωθεί από το συγγενικό του περιβάλλον.
Όταν όμως αυτοκτονεί ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Μάικ, εξαναγκάζεται να αφήσει εστιατόρια όπως το Noma για να επιστρέψει στη γενέτειρά του, το Σικάγο και να αναλάβει αυτός το ιστορικό πλην ταπεινό ιταλικό εστιατόριο / σαντουιτσάδικο της οικογένειας.
Είναι τέτοια η ένταση που επικρατεί στον μικρόσκοσμο αυτό, που σε κάποιες στιγμές ο θεατής φοβάται ότι θα πάθει καρδιακό επεισόδιο όχι μόνο κάποιος από τους κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά και ο ίδιος, ενώ παρακολουθεί στην οθόνη του την κλιμάκωση της φρενίτιδας στο κλειστοφοβικό σύμπαν μιας μικρής κουζίνας που θυμίζει υποβρύχιο την ώρα που δέχεται επίθεση με βόμβες βυθού.
Εκεί έχει να αντιμετωπίσει ένα χάος λογαριασμών και υποχρεώσεων, πέρα από τη διαχείριση των προσωπικών του δαιμόνων που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει τις νύχτες.
Η κάθαρση θα έρθει στο όγδοο και τελευταίο επεισόδιο με έναν συγκλονιστικό μονόλογο, πριν να συμβεί αυτό όμως ο θεατής νιώθει ότι έχει γίνει κι αυτός μέλος μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας της κουζίνας όπου τα ονόματα καταργούνται και οι πάντες (εκτός από τους λαντζέρηδες) αποκαλούν αλλήλους «Σεφ» («ναι, Σεφ», «ευχαριστώ, Σεφ», «κάνω ό,τι μπορώ, Σεφ» κ.λπ.) – μιας δυσλειτουργικής οικογένειας που τρώγεται με τις σάρκες της αλλά συγχρόνως μπορεί και να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, που γίνονται ζόρικες και απαιτητικές σε καθημερινή βάση.
Είναι τέτοια η ένταση που επικρατεί στον μικρόσκοσμο αυτό, που σε κάποιες στιγμές ο θεατής φοβάται ότι θα πάθει καρδιακό επεισόδιο όχι μόνο κάποιος από τους κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά και ο ίδιος, ενώ παρακολουθεί στην οθόνη του την κλιμάκωση της φρενίτιδας στο κλειστοφοβικό σύμπαν μιας μικρής κουζίνας που θυμίζει υποβρύχιο την ώρα που δέχεται επίθεση με βόμβες βυθού.
Παρά την τσίτα όμως και τα δραματικό κρεσέντο, υπάρχει πάντα και η τελετουργία του φαγητού –είτε πρόκειται για περίτεχνα, μινιμαλιστικά και πολυτελή πιάτα είτε για λαχταριστά παραδοσιακά σάντουιτς– και είναι σαφώς προτιμότερο να παρακολουθεί κανείς τα επεισόδια χορτάτος έτσι ώστε να μπορεί να συγκεντρωθεί απερίσπαστος σε μια από τις ξεχωριστές σειρές της χρονιάς χωρίς να του τρέχουν διαρκώς τα σάλια.
Έχουν καταντήσει μπανάλ οι προσδιορισμοί «αυθεντικό» και «ανθρώπινο», ταιριάζουν όμως απολύτως στους ρυθμούς και στο ύφος αυτής της σειράς που προσφέρει μαθήματα ζωής και συντροφικότητας χωρίς ίχνος διδακτισμού και χειραγώγησης.
Τα πάντα μοιάζουν οργανικά και αβίαστα: Οι διάλογοι, οι συμπεριφορές, οι μεταπτώσεις, οι κραδασμοί, οι προσμονές, οι απογοητεύσεις, οι κλονισμοί, οι εθισμοί, οι λυτρώσεις. «Πώς το λένε όταν φοβάσαι την ώρα που συμβαίνει κάτι καλό επειδή πιστεύεις ότι θα στο τέλος θα συμβεί κάτι κακό;» αναρωτιέται ο κεντρικός ήρωας για να δεχτεί τη διστακτική αλλά καθησυχαστική απόκριση του φίλου του, Ρίτσι, ο οποίος επίσης δυσκολεύεται να διαχειριστεί την απώλεια του Μάικ. «Ξέρω ‘γω; Ζωή;»