ΣΤΗ ΝΕΑ ΣΕΙΡΑ «Τhe Βear» του συνδρομητικού καναλιού FX, ο Carmy, ένας νέος, βραβευμένος σεφ που δούλευε σε εστιατόριο αξιώσεων στη Νέα Υόρκη, γυρνά στο Σικάγο μετά την αυτοκτονία του αδελφού του για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, ένα σαντουιτσάδικο με την πνευματώδη ονομασία «Original Beef of Chicagoland».
Η πλοκή θυμίζει λίγο την ταινία «Chef» με τον Τζον Φαβρό που φεύγει κακήν κακώς από ένα «καλό» εστιατόριο, ξεκινά να δουλεύει σε food truck και βρίσκει την ευτυχία στην απλή ζωή, φτιάχνοντας σάντουιτς (το γεγονός ότι ο Φαβρό έχει πρώην/νυν γυναίκα τη Σοφία Βεργκάρα και κάνει και κάτι με τη Σκάρλετ Γιόχανσον λέει πολλά για το Χόλιγουντ).
Κάπου εκεί τελειώνουν και οι ομοιότητες. Η κουζίνα στο «Original Beef of Chicagoland» είναι ένα κλειστοφοβικό χάος – οι μάγειρες επικοινωνούν με ουρλιαχτά, οι τουαλέτες χαλάνε, τα μαχαίρια δεν κόβουν, όλοι βογκάνε ιδρωμένοι πάνω από τα πιάτα. Ο σεφ πουλάει τα παλιά του vintage ρούχα για να αγοράσει κρέας γιατί το μαγαζί είναι χρεωμένο ως τον λαιμό, έχει ψυχικά τραύματα από το bullying που έχει υποστεί σε κουζίνες εστιατορίων πέντε αστέρων και το βράδυ, όταν γυρίζει σπίτι μόνος του, τρώει σαν παιδί της Γ’ Δημοτικού φιστικοβούτυρο και μαρμελάδα σε άσπρο φτηνό ψωμί του τοστ.
Η κουζίνα στο «Original Beef of Chicagoland» είναι ένα κλειστοφοβικό χάος – οι μάγειρες επικοινωνούν με ουρλιαχτά, οι τουαλέτες χαλάνε, τα μαχαίρια δεν κόβουν, όλοι βογκάνε ιδρωμένοι πάνω από τα πιάτα.
Η σειρά δεν αφορά τόσο το φαγητό όσο το παρασκήνιο των εστιατορίων, έναν κόσμο γεμάτο αίμα, δάκρυα και ιδρώτα (και κάποια ναρκωτικά, για την αλητεία) που έκανε πρώτος διάσημο στο ευρύ κοινό ο Άντονι Μπουρντέν στο «Κουζίνα Εμπιστευτικό» είκοσι δύο χρόνια πριν. Κι αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας πραγματικής μανίας με τους σεφ και το παρασκήνιο της κουζίνας.
Ίσως η μόνη σειρά που έχει δώσει στο φαγητό τη θέση που του αξίζει, που δεν το αντιμετωπίζει δηλαδή ως κάτι διαδικαστικό που κάνουν οι ήρωες κατά τη διάρκεια των σκηνών ή ως μια επαγγελματική απασχόληση, είναι το «Sopranos». Το φαγητό στους «Sopranos» (είναι η καλύτερη σειρά των τελευταίων είκοσι χρόνων; Δεν ξέρω. Είναι πάντως σίγουρα ένα αριστούργημα) είναι τόσο σημαντικό όσο και οι βασικοί πρωταγωνιστές της.
Δεκαπέντε χρόνια μετά το τελευταίο επεισόδιο, το Sopranos family cookbook αγοράζεται ακόμα, το ίντερνετ είναι γεμάτο με συνταγές και explainers για τα αγαπημένα πιάτα του Tοny Soprano («Τι είναι το gabagool;») και διαφημίσεις για food tours στο Νιου Τζέρζι για να φάει κανείς στα αγαπημένα μέρη των πρωταγωνιστών.
Δεν είναι μόνο πως το φαγητό είναι παντού –οι ήρωες μαγειρεύουν, βρίσκονται στο εστιατόριο Vesuvio και τρώνε ακατάπαυστα έως και κέτσαπ κατευθείαν από το φακελάκι– ούτε πως κάποιος λέει το αστείο «είναι τόσο χοντρή που η ομάδα αίματός της είναι η σάλτσα ραγού». Εδώ η ανάγκη για φαγητό αναδεικνύει κάτι σχεδόν πρωτόγονο και επίπονο: ο Τόνι Σοπράνο τρώει δημητριακά από το κουτί, φιστικοβούτυρο κατευθείαν από το βαζάκι, μπάρμπεκιου, πικάντικα σάντουιτς, μακαρόνια, ξέχειλες σακούλες με πατατάκια, σούσι μέχρι να νιώσει ναυτία. Η λαιμαργία εδώ είναι λαιμαργία για τη ζωή την ίδια σε όλη της την υπερβολή – ένα πραγματικό θανάσιμο αμάρτημα.
Αντίθετα, στις περισσότερες ελληνικές σειρές το φαγητό είναι μια απλή υποσημείωση, ένας τρόπος να περάσει η ώρα ή να βγούνε έξω οι ήρωες, σε κάποιο εστιατόριο. Μοναδική εξαίρεση είναι η «Τούρτα της μαμάς» που παίζεται τώρα στην ΕΡΤ 1, όπου η food blogger Ευανθία, την οποία ερμηνεύει η Καίτη Κωσταντίνου, μαγειρεύει τα πάντα για όλη την εκκεντρική και μεγάλη οικογένειά της, από θρακιώτικες συνταγές μέχρι ινδικά πιάτα.
Στην «Ντόλτσε Βίτα» η κόρη Ντορίτα, που είναι vegetarian «και οικολόγος», αντιμετωπίζεται σχεδόν ως γραφική από την οικογένεια η οποία τρώει τα παραδοσιακά που μαγειρεύει η οικιακή βοηθός Ασπασία: γιουβέτσι, αρνάκι στον φούρνο, σουπιές με σπανάκι, μπακαλιάρο και γαύρο. Οι ήρωες τρώνε στο ταβερνάκι του κυρ-Ηλία μεζέδες, χωριάτικη αλλά και σπλήνα. Παραδοσιακά, αλλά λίγο πιο «εργένικα» μαγειρεύει και η οικιακή βοηθός Φλώρα (Χρυσούλα Διαβάτη) για τον Κωνσταντίνο Μαρκορά: μακαρόνια, στραπατσάδα, παϊδάκια με πατάτες τηγανητές.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα της αντίληψης που υπήρχε για το φαγητό στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μπορεί να βρει κανείς στους «Απαράδεκτους». Όλοι βρίζουν τη Δήμητρα που θα έπρεπε (γιατί, μην ξεχνάμε, είναι και «νοικοκυρά»), αλλά δεν μαγειρεύει καλά (ρεβίθια νερόβραστα, μοσχάρι σαντιγιόν, μια κατσίκα που είναι λύσσα στο αλάτι).
Κυρίως, βέβαια, οι «Απαράδεκτοι», ως γνήσια τέκνα της Μεταπολίτευσης, φλερτάρουν έντονα με την μπουρζουαζία κι αυτό φαίνεται έντονα και στο φαγητό που τρώνε ή προσφέρουν. Διοργανώνουν σουαρέ υπό την υψηλή εποπτεία του Κονσταντέν (Κωσταντίνος Τζούμας) και οι «διανοούμενοι» (ανάμεσα τους και ο γλύπτης Βαρόγκας) δεν θέλουν να φάνε σολομό, που είναι χάλια, αλλά καταλήγουν να τρώνε γαρδούμπες και τζατζίκι. Σε άλλο επεισόδιο η Βάνα Καρούλου Λέκκα απαγγέλλει ποίηση, ενώ όλοι τρώνε σουβλάκια. Υπάρχει πάντα η αντίληψη ότι ο κόσμος θέλει τα «απλά, τα ταβερνιάρικα» και όχι περίπλοκες συνταγές που τρώνε οι «διανοούμενοι».
Κάποια στιγμή αποφασίζουν να πάνε σε ένα «καλό» εστιατόριο. Τα πιάτα του καλού εστιατορίου θυμίζουν ρετρό ιταλικό με ολίγη από Κύπρο: Βεζούβιος, σκαλοπίνια πιτσαγιόλο(;), μπιφτέκια και φλαούνες. Μόνο που ο Γιάννης εξεγείρεται γιατί στο μενού δεν υπάρχουν φαρφάλες. «Δεν τρως καλά σε αυτά τα μέρη, σας τα ’λεγα εγώ να πάμε σε μια ταβερνούλα», λέει τελικά ο Σπύρος, θυμίζοντάς μας, για άλλη μια φορά, πόσο μπάρμπας είναι.
Η σκηνή με τις φαρφάλες από τους «Απαράδεκτους»
*Ευχαριστώ τη Ναταλί για την πολύτιμη βοήθειά της.