ΤΟ 2024 ΗΤΑΝ μια χρονιά γενοκτονίας. Τους τελευταίους 14 μήνες δολοφονήθηκαν 45.000 Παλαιστίνιοι. Εξ αυτών, οι 18.000 είναι παιδιά, 11.000 αγνοούνται και ο αριθμός των τραυματισμένων ξεπερνά τους 110.000. Παρά τις εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας, τις καταγγελίες του ΟΗΕ, το ένταλμα σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τον Νετανιάχου και τις προσπάθειες των Αμερικανών, των Αιγυπτίων αλλά και της ίδιας της Χαμάς για σύναψη εκεχειρίας, το Ισραήλ μοιάζει αποφασισμένο να συνεχίσει την αιματοχυσία μέχρι να υπάρχει μόνο αυτό «απ’ το ποτάμι ως τη θάλασσα».
Το φθινόπωρο, η σύγκρουση πέρασε στον Νότο, με πάνω από 3.000 νεκρούς Λιβανέζους, ενώ το Ιράν και το Ισραήλ αντάλλαξαν στρατηγικά χτυπήματα. Η εμπλοκή του Ισραήλ (βομβαρδισμοί, κατάληψη ουδέτερης ζώνης) και της Τουρκίας (επίθεση στους Κούρδους του YPG μέσω proxy) στη Συρία, μετά την πτώση του Άσαντ, έχει αναζωπυρώσει τον φόβο μιας ευρύτερης κλιμάκωσης στην περιοχή.
Στην Ελλάδα το 2024 έφερε μια επέκταση της κυριαρχίας της αγοράς σε τομείς που διατηρούσαν, μέχρι πρότινος, μια σχετική ασυλία. Σημαντικά κεκτημένα χάθηκαν, με τον νόμο Γεωργιάδη να θέτει σε ισχύ την εξαήμερη εργασία και τον αντισυνταγματικό νόμο Πιερρακάκη να εμπορευματοποιεί την παιδεία. Οι δυναμικές κινητοποιήσεις των φοιτητών τους πρώτους μήνες του χρόνου δεν κατάφεραν να βάλουν φρένο στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της ΝΔ, η οποία ανακοίνωσε ότι τα πρώτα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα θ’ ανοίξουν το 2025.
Μου φαίνεται πως, όπως και άλλες δυτικές χώρες, η Ελλάδα βιώνει μια παράξενη μεταστροφή, σύμφωνα με την οποία μεγάλες μερίδες του πληθυσμού ασχολούνται λιγότερο με τη φτωχοποίησή τους και περισσότερο με αυτό που αντιλαμβάνονται ως πολιτισμική «παρεκτροπή» λόγω του φεμινισμού, της κουίρ κοινότητας, της μετανάστευσης κ.λπ.
Σε αντίθεση, όμως, με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, η νεοφιλελεύθερη πρακτική δεν συνεπάγεται χαλάρωση του κρατικού ελέγχου. Απεναντίας, απαιτεί εντονότερο έλεγχο και καταστολή για να περιοριστούν οι αντιδράσεις στην επιθετική επέκταση της αγοράς. Έτσι, τον Μάιο τέθηκε σε ισχύ ο νέος ποινικός κώδικας που έφερε αυστηροποίηση των ποινών και δυνατότητα φυλάκισης για τέλεση πλημμελημάτων. Ταυτόχρονα, στο όνομα της ασφάλειας είδαμε τη στοχοποίηση εκδηλώσεων αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, την αδικαιολόγητη σύλληψη του Νίκου Ρωμανού τον Νοέμβριο και «προληπτικές» προσαγωγές σε πορείες όπως αυτή της 6ης Δεκέμβρη.
Έντονη εξακολουθεί να είναι και η κρατική βία ενάντια σε πρόσφυγες και μετανάστες, η οποία συχνά λαμβάνει δολοφονικές διαστάσεις. Τον Σεπτέμβριο, ο Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ βασανίστηκε και σκοτώθηκε στο Α.Τ. Αγίου Παντελεήμονα, ενώ, δέκα μέρες αργότερα, ο Μία Χαριζούλ βρέθηκε νεκρός στο Α.Τ. Ομόνοιας. Ταυτόχρονα, οι δολοφονίες προσφύγων απ’ το ελληνικό λιμενικό συνεχίζονται, είτε μέσω των θαλάσσιων επαναπροωθήσεων είτε μέσω της απαγωγής ανθρώπων που έχουν φτάσει στη στεριά. Σύμφωνα μ’ ένα ντοκιμαντέρ του BBC που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο –και εξαιρώντας τα 650 θύματα της Πύλου–, το ελληνικό κράτος ευθύνεται για τον θάνατο τουλάχιστον 43 μεταναστών στο Αιγαίο.
Είναι σαφές ότι, ενώ η επιβολή της κρατικής βίας αφορά συγκεκριμένες μερίδες του πληθυσμού –πρόσφυγες και μετανάστες, Ρομά, άτομα στον χώρο της άκρας αριστεράς και της αναρχίας–, η απειλή της έχει καθολική ισχύ. Για την πλειοψηφία, όμως, των κατοίκων της χώρας, το βασικό «δεινό» του 2024 ήταν μια αισθητή πτώση στην ποιότητα ζωής. Φέτος, είδαμε το καλοκαίρι του «staycation». Σύμφωνα με το «Βήμα», μόνο ένας στους δύο Έλληνες πήγε διακοπές λόγω ακρίβειας σε εισιτήρια, διαμονή, βενζίνη και φαγητό. Στη σχετική έρευνα του Ιουλίου, «οι 6 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι οι δαπάνες τους φέτος θα είναι μειωμένες σε σχέση µε πέρυσι, ενώ 4 στους 10 ότι θα είναι μειωμένες άνω του 50%». Όσο η ακρίβεια αυξάνεται, η παραμονή στην πόλη καθίσταται αναγκαία.
Την ίδια, όμως, στιγμή, η ζωή στην πόλη γίνεται ανυπόφορη. Δεν είναι μόνο τα ενοίκια (που ανεβαίνουν σταθερά παρέα με τον εξευγενισμό των περιοχών του κέντρου), η ακρίβεια και η συρρίκνωση των τελευταίων οάσεων δημόσιου χώρου. Είναι, με άμεσο τρόπο, η ζέστη.
Το καλοκαίρι, ο καύσωνας κάνει ακόμα και τις πιο απλές δραστηριότητες οδυνηρές. Η υπερθέρμανση λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις. Το καλοκαίρι του ’24 υπήρξε το πιο ζεστό στα χρονικά για την Ελλάδα. Οι πυρκαγιές αυξάνονται, τα θύματα του καύσωνα πληθαίνουν και ήδη έχουμε τους πρώτους κλιματικούς πρόσφυγες.
Μπροστά στις παραπάνω εξελίξεις, θα περίμενε κανείς κάποια μαζική αντίδραση. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών στην Ελλάδα είναι ακριβώς η απουσία μιας τέτοιας δυναμικής. Παρά τις σημαντικές δράσεις των ανθρώπων που αγωνίζονται, η πλειοψηφία παραμένει αδιάφορη, υπάκουη και αδρανής, παγιδευμένη σε θεαματικά δίκτυα πληροφορίας και επικοινωνίας, κυρίαρχα αφηγήματα και ατομικές φιλοδοξίες.¹
Στον βαθμό που ο κόσμος αντιδρά και κινείται μακριά από (αυτό που βλέπει ως) «το κατεστημένο», στρέφεται στην ακροδεξιά.
Έτσι, το 2024 είδαμε την εκλογή του Τραμπ, την ενίσχυση του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία και του Reform στην Αγγλία, καθώς και την ενδυνάμωση εθνικιστικών κομμάτων στη Γερμανία, την Αυστρία και την Πορτογαλία. Στην Ελλάδα, πολλοί απογοητευμένοι ψηφοφόροι της ΝΔ στηρίζουν τα κόμματα της ακροδεξιάς, τα οποία συγκέντρωσαν ένα συνολικό 18% στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Μου φαίνεται πως, όπως και άλλες δυτικές χώρες, η Ελλάδα βιώνει μια παράξενη μεταστροφή, σύμφωνα με την οποία μεγάλες μερίδες του πληθυσμού ασχολούνται λιγότερο με τη φτωχοποίησή τους και περισσότερο με αυτό που αντιλαμβάνονται ως πολιτισμική «παρεκτροπή» λόγω του φεμινισμού, της κουίρ κοινότητας, της μετανάστευσης κ.λπ. Ο πρόσφατος πανικός γύρω απ’ τη «woke κουλτούρα» είναι ενδεικτικός. Όλο και περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν ότι το κράτος δημιουργεί έναν κόσμο που βάζει τα δικαιώματα των φυλετικών και σεξουαλικών μειονοτήτων πάνω απ’ αυτά των υπολοίπων.
Η ιδέα είναι προφανώς ανόητη, δεδομένου ότι φέτος είχαμε δεκάδες κρατικές δολοφονίες μεταναστών, 15 γυναικοκτονίες και το παραλίγο λιντσάρισμα δύο κουίρ ατόμων στη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, ωθούμενοι από αιώνες συντηρητισμού, διαστρεβλώσεις των media, echo chambers του διαδικτύου (αλλά και από την ίδια τη ρητορική της κυβέρνησης), πολλοί Έλληνες νιώθουν ότι το «woke» τούς απειλεί και ότι πρέπει να εμπιστευτούν τον Βελόπουλο, τη Λατινοπούλου, τον Νατσιό ή τον Κασιδιάρη για να προστατευθούν.
Πού μας αφήνουν όλα αυτά; Σ’ έναν κόσμο που πάει απ’ το κακό στο χειρότερο και γίνεται όλο και πιο βίαιος, πιο άσχημος, πιο ζεστός. Παρά τις προσπάθειες των ανθρώπων που αγωνίζονται, η πλειοψηφία στη Δύση θυμίζει τον ναρκισσιστή νεαρό του Ντίρενματ, ο οποίος –καλύπτοντας τ’ αυτιά του με μπαμπάκι, το στόμα με τσιγάρα– ανακαλύπτει ότι το τρένο του έχει μπει σ’ ένα βαθύ και σκοτεινό τούνελ. Η ώρα περνάει και το τούνελ δεν λέει να τελειώσει. Η ταχύτητα αυξάνεται: 210, 250, 500 χιλιόμετρα. Μπροστά στην ερώτηση του μηχανοδηγού «τι θα κάνουμε;», ο νεαρός τού απαντάει με μακάβρια ιλαρότητα: «Τίποτε».²
[1] Η τεχνολογία παίζει μεγάλο ρόλο εδώ. Είμαστε συνδεδεμένοι, αλλά μόνοι μας, εθισμένοι στην κατανάλωση ρηχού περιεχομένου, σοκαρισμένοι από την τελευταία τραγική εξέλιξη, την οποία θα ξεχάσουμε γρήγορα και αποτελεσματικά.
[2] Φρίντριχ Ντίρενματ, Η βλάβη - Το τούνελ - Ο σκύλος, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Αντίποδες, σ. 126.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.