ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ άκουσα από κοντά κάτι που μέχρι τότε είχα δει μόνο ως meme απ’ την Αμερική. Ένας γνωστός, σε μια παρέα, ανακοίνωσε στους υπόλοιπους πως βρίσκεται στο villain era του. Μετά από τρεις μέρες, το άκουσα ξανά από μια κοριτσοπαρέα στο διπλανό τραπέζι. Μια εικοσάχρονη έλεγε στις φίλες της, αρκετά σοβαρά και σχολιάζοντας, υπέθεσα, κάποια που ήταν απούσα: «Καλά ρε, αυτή βρίσκεται στο villain era της».
Όταν λέει κανείς «είμαι στο villain era μου» εννοεί πως έχει περάσει σε μια φάση της ζωής του που θα ήθελε να συμπεριφέρεται αν όχι ακριβώς σαν κακός ταινιών, σαν κάποιος που δεν νοιάζεται για τις επιπτώσεις που έχουν οι πράξεις του στους άλλους. Ο «villain» της υπόθεσης βάζει τον εαυτό του μπροστά, κάνει ό,τι γουστάρει, αδιαφορεί για τους άλλους (τους οποίους ίσως ν’ απογοητεύσει, να θυμώσει ή να πληγώσει) και δεν δίνει λόγο σε κανέναν.
Πέρα από μια μόδα του ίντερνετ ή ένα coping mechanism, η λογική του villain era είναι ενδεικτική της κυρίαρχης πολιτικο-προσωπικής (σ)τάσης του καιρού μας, δηλαδή του αχαλίνωτου ναρκισσισμού, της αυτοαναφορικότητας και της «μυθολογικοποίησης» του εαυτού.
Λέμε τις ιστορίες μας, δηλώνοντας πως το πράγμα πάει για «brat summer» ή «white boy summer» ή εξηγώντας πως πλέον είμαστε villains, εγωιστές και αυτάρεσκοι (μα μ’ έναν σέξι τρόπο), και συνεχίζουμε να πληγώνουμε τους γύρω μας, συχνά μόνο και μόνο επειδή έχουμε πληγωθεί πρώτα εμείς.
Σε αυτό το πλαίσιο (το οποίο βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην παντοκυριαρχία των social media) το άτομο δεν μπορεί να πάψει να κρώζει «εγώ! εγώ! εγώ! εγώ!». Οτιδήποτε εξωτερικό, όπως για παράδειγμα η φύση, οι άλλοι άνθρωποι ή η Ιστορία, αντιμετωπίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: ως ένα εξάρτημα του εαυτού, ως μια πτυχή ή τροπικότητά του, ως μία ακόμα στάση στις άκρως προσωπικές (στις πραγματικά ασφυκτικές!) ιστορίες μας.
Η πολιτική, για παράδειγμα, τείνει να εμφανίζεται με αμιγώς εγωκεντρικούς όρους: η εξωτερική πραγματικότητα των συγκρούσεων και των διεκδικήσεων υποσκιάζεται από την εμπειρία της ανισότητας (ως πολιτική πτυχή του Εαυτού-ως-καταπιεζόμενου) και την εμπειρία της ενοχής (ως πολιτική πτυχή του Εαυτού-ως-καταπιεστή). Φυσικά, η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι προσωπικές μας ζωές είναι φορείς της εξουσίας είναι μια απολύτως δόκιμη και απαραίτητη διαδικασία. Όταν, όμως, η πολιτική μας ενασχόληση εξαντλείται σε αυτό, τότε βρισκόμαστε πολύ κοντά σε μια νεοφιλελεύθερη λογική καταναλωτικού ναρκισσισμού.
Πρόκειται για μια παράδοξη αντιστροφή των όρων της «αφηγηματοποίησης» (narrativization), δηλαδή της διαδικασίας μέσω της οποίας οι άνθρωποι υφαίνουν ιστορίες που δίνουν νόημα στα όσα αυτοί βιώνουν. Παλιότερα, βρίσκαμε νόημα στο να ανάγουμε τις θραυσματικές μας στιγμές σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο (θρησκεία, ιστορία, ιδεολογία), το οποίο τις εξηγούσε και τις έκανε αφήγηση.
Μετά την κατάρρευση των μεγάλων ιδεολογιών και τη (σχετική) χρεοκοπία της θρησκείας στη Δύση, ο άνθρωπος έπαψε ν’ αντιλαμβάνεται το «εγώ» του με βάση αυτά τα γενικά σχήματα και άρχισε να βλέπει τα τελευταία μονάχα ως πλευρές του ατομικού του βίου. Σίγουρα, η αποδέσμευση από τα ολοκληρωτικά αφηγήματα είναι απελευθερωτική (κάποτε την έβλεπα με καθαρή γοητεία). Ανησυχώ, όμως, πως μαζί με τη βαθιά πίστη μας σ’ αυτές τις αφηγήσεις χάσαμε και τη δυνατότητά να ερμηνεύουμε το παρόν, να βλέπουμε λίγο έξω από το εγώ και να καταλαβαίνουμε ότι το προσωπικό μας βίωμα είναι κομμάτι ενός μωσαϊκού στο οποίο η φύση, η Ιστορία, η νόηση και η τεχνική παίζουν ή χορεύουν, κονταροχτυπιούνται.
Έτσι, πλάθουμε μικρές και εύτακτες αφηγήσεις για τους εαυτούς μας, οι οποίες αδυνατούν ν’ αντιληφθούν τους άλλους. Συνήθως, όταν «ο άλλος» εμφανίζεται σ’ αυτές τις φαντασιώσεις, λαμβάνει τον ρόλο του «Άλλου», μιας σκιάς ή μιας αφαίρεσης που φαίνεται ακόμα πιο γλαφυρή ακριβώς επειδή δεν έχει σάρκα και οστά.
Λέμε, λοιπόν, τις ιστορίες μας, δηλώνοντας πως το πράγμα πάει για «brat summer» ή «white boy summer» (ναι, στην Αμερική ακούστηκε κι αυτό) ή εξηγώντας πως πλέον είμαστε villains, εγωιστές και αυτάρεσκοι (μα μ’ έναν σέξι τρόπο), και συνεχίζουμε να πληγώνουμε τους γύρω μας, συχνά μόνο και μόνο επειδή έχουμε πληγωθεί πρώτα εμείς.
Ένας τελευταίος παράγοντας που ίσως σχετίζεται με αυτή μας την τάση είναι η ψυχολογικοποίηση της καθημερινής ζωής. Δεν αναφέρομαι στην ψυχανάλυση και σε κάποιες μορφές συστημικής, υπαρξιακής ή δυναμικής ψυχοθεραπείας, μα στην κυρίαρχη τάση συμβουλευτικής, self help ή/και γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας που ευαγγελίζεται τα όρια, την απομάκρυνση της τοξικότητας και τον εαυτό ως προτεραιότητα.
Σ’ ένα πολύ ωραίο κείμενο, η Βίβιαν Στεργίου έχει μιλήσει γι’ αυτή μας την τάση να επαναλαμβάνουμε τετριμμένα mantra όπως «τα πάντα είσαι εσύ» και «δεν χρειάζεται να βάζεις τις ανάγκες σου σε δεύτερη μοίρα». Όλα αυτά μου φαίνονται εξεχόντως «villain era-ίστικα» – δηλαδή νεοφιλελεύθερα, ρηχά.