ΤΑ ΠΕΡΙ ΚΑΛΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ στις σχέσεις Ερντογάν-Μητσοτάκη θα επαληθευτούν ή θα διαψευστούν μετά την αναχώρηση του προέδρου της Τουρκίας από την Ελλάδα. Κι αυτό γιατί ο Ερντογάν, όχι σπάνια, ανάβει φωτιές με δηλώσεις του σε δημοσιογράφους, ακόμα και κατά την επιστροφή στο αεροπλάνο μετά από μία επίσκεψη στην οποία μπορεί να μην υπήρξαν άλλα απρόοπτα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάνει ό,τι μπορεί για να μην αισθανθεί ο Ταγίπ Ερντογάν ότι προκαλείται και έχει δείξει με πολλούς τρόπους ότι ούτε επιδιώκει, ούτε θέλει τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών. Αλλωστε δεν είναι η Ελλάδα αυτή που τις προκαλεί, ούτε βάζει διεκδικήσεις στη δική της ατζέντα, σε αντίθεση με την Τουρκία που θέτει κάθε τόσο και κάτι νέο.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει αποφύγει να αναδείξει τις ευθύνες της Τουρκίας στο μεταναστευτικό ζήτημα, αφήνοντας την να παρουσιάζεται ως θύμα, προκειμένου να διεκδικεί συνεχώς πόρους από την ΕΕ. Μόνο για το 2024 διεκδικεί 4 δισεκατομμύρια. Για να πάρει τα χρήματα αυτά πρέπει να δεσμευτεί ότι θα συμβάλει με κάποιο τρόπο στη λύση του προβλήματος, παρότι τις έως τώρα συμφωνίες δεν τις έχει τηρήσει ποτέ στο ακέραιο, αλλά μόνο μερικώς.
Είναι γεγονός ότι ο Ερντογάν για το στιλ, το ύφος και την ιδιοσυγκρασία του, έχει κάνει τις πιο «φιλικές» δηλώσεις που θα μπορούσε, λίγο πριν έρθει στην Αθήνα. Αλλά κανείς δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτές, δεδομένου και του απρόβλεπτου χαρακτήρα του.
Από τα θέματα που αναμένεται να παρουσιαστούν μετά τη συνάντηση είναι κι ένα ελληνοτουρκικό μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, που θα περιλαμβάνει δεσμεύσεις για το μεταναστευτικό με αμοιβαιότητα, όπως έχει αναφερθεί. Δηλαδή η Τουρκία κάτι θα πάρει και κάτι θα δώσει, αν και το πρώτο σκέλος ολοκληρώνεται συνήθως, ενώ το δεύτερο όχι.
Έτοιμοι για όλα
Στα θετικά της επίσκεψης Ερντογάν είναι ότι δεν ζήτησε να επισκεφτεί τη Θράκη, όπως ακουγόταν αρχικά και αυτό θεωρήθηκε από την κυβέρνηση ως μία ένδειξη καλής θέλησης. Ο διευθυντής του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού, Δημήτρης Τσιόδρας, είπε εχθές ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι «να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα με την Τουρκία» και ότι στην ατζέντα που έχει προετοιμαστεί «δεν υπάρχουν θέματα που μπορεί να προκαλέσουν εντάσεις», προσθέτοντας ότι είναι πολύ καλά προετοιμασμένοι και δεν είναι αφελείς.
Είναι γεγονός ότι ο Ερντογάν για το στιλ, το ύφος και την ιδιοσυγκρασία του, έχει κάνει τις πιο «φιλικές» δηλώσεις που θα μπορούσε, λίγο πριν έρθει στην Αθήνα. Αλλά κανείς δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτές, δεδομένου και του απρόβλεπτου χαρακτήρα του. Ελληνες διπλωμάτες σχολίαζαν τις προηγούμενες μέρες ότι αν ο Ερντογάν προσέβαλε τη Γερμανία όταν πήγε πρόσφατα στο Βερολίνο, γιατί να μην το κάνει και στην Αθήνα. Ο γερμανός αναλυτής όμως, Ρόναλντ Μαϊνάρντους, επισήμανε στην DW ότι ο Γερμανός καγκελάριος και ο Τούρκος πρόεδρος «πίσω από τις κλειστές πόρτες κατέληξαν σε σημαντικές συμφωνίες σε θέματα, όπως η θρησκευτική εκπαίδευση της τουρκικής κοινότητας και το μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο γίνεται όλο και περισσότερο κυρίαρχο θέμα».
Γερμανικό επίτευγμα για το Βερολίνο
Το μήνυμα που στέλνει στην Ελλάδα η Γερμανία, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, είναι ότι ο Ερντογάν σε αυτή τη φάση θέλει να βελτιώσει τις σχέσεις του με τη Δύση και την ΕΕ και χρειάζεται το πράσινο φως από την Ελλάδα για αυτό.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να μην επιδιώκει κάτι περισσότερο από τα «ήρεμα νερά» και ενώ η πολιτική αυτή στο εσωτερικό της χώρας δέχεται κάποια κριτική, στο Βερολίνο και στην Ουάσινγκτον τη θεωρούν, όπως και ο Μαινάρντους, «μεγάλη επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής» επειδή η Άγκυρα διέκοψε τις προκλήσεις στο Αιγαίο, προκειμένου αυτό να καταγραφεί ως πρόοδος στις σχέσεις της με την Ευρώπη. Η σύνδεση δηλαδή των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τις ευρωτουρκικές, αντί να θεωρείται αυτονόητη, πιστώνεται ως επιτυχία της κυβέρνησης, επειδή είναι κάτι που η Τουρκία δεν θέλει και προσπαθεί να αποφύγει.
Παρομοίως παρουσιάζεται ως επιτυχία, αντί για αυτονόητη στάση εταίρων, ότι στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις σχέσεις με την Τουρκία, αναφέρεται ως βασική προϋπόθεση για τη διασφάλιση αμοιβαία επωφελών σχέσεων μεταξύ της ΕΕ-Τουρκίας η δέσμευση της στις σχέσεις καλής γειτονίας, στις διεθνείς συμφωνίες και στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και η παραίτηση της από μονομερή μέτρα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της ΕΕ και παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών μελών της ΕΕ.
Η Γερμανία παρουσιάζει την ελληνοτουρκική προσέγγιση -σε μεγάλο βαθμό- ως δικό της διπλωματικό επίτευγμα και αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης της. Είναι γεγονός ότι το Βερολίνο παροτρύνει πάντα τις δύο χώρες «να τα βρουν» και να κάνουν διάλογο, καθώς η Ελλάδα είναι ευρωπαικός εταίρος και δεν θέλει να της βάζει εμπόδια στη σχέση με την Τουρκία που είναι για αυτήν ένας στρατηγικός σύμμαχος σε βάθος αιώνων, ούτε θέλει έναν Ερντογάν θυμωμένο.
Η γερμανική διπλωματία γνωρίζει όμως ότι στην Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα -ειδικά επί Μέρκελ- σχεδόν όλοι θεωρούσαν ότι μεροληπτούσε υπέρ της Τουρκίας και αυτή την εντύπωση θέλει να την αλλάξει, καθώς και η γερμανική εξωτερική πολιτική δεν είναι πλέον η ίδια. Πιεσμένη όπως είναι άλλωστε από το ουκρανικό και τις συνέπειες του, προσπαθεί να παρουσιάσει οποιαδήποτε διπλωματική επιτυχία.
Ο Ροζάκης, η Κύπρος και οι εσωκομματικές αντιδράσεις
Αρθρα στον γερμανικό τύπο αυτές τις μέρες (Frankfurter Allgemeine Zeitung ) παρουσίαζαν την κυπριακή ηγεσία να ανησυχεί, επειδή ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν εμφανίζονται αποφασισμένοι να βελτιώσουν τις σχέσεις τους, μήπως αυτό έχει ως συνέπεια ότι θα βάλουν στην άκρη το κυπριακό ζήτημα για να «μην σταθεί εμπόδιο».
Στο άρθρο της FAZ αναφέρεται και ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών του Κώστα Σημίτη, ο οποίος συμβούλευε την κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που «υποστήριξε πρόσφατα ότι η Κύπρος δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στην προσέγγιση της Ελλάδας με την Τουρκία, γεγονός που για τους καλά πληροφορημένους παρατηρητές συνιστά τη νέα θέση της Αθήνας» όπως υποστηρίζει ο γερμανός δημοσιογράφος.
Τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως, όσο και ο Γιώργος Γεραπετρίτης δεν έχουν μιλήσει δημόσια για αυτό. Είναι γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν ασκούν κάποια πίεση στον πρωθυπουργό για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ούτε συναντά αντιδράσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην εξωτερική πολιτική και στα ελληνοτουρκικά έχει τα χέρια του λυμένα, αν δεν υπήρχαν οι πιέσεις από το δικό του πολιτικό χώρο, καθώς εκεί είναι που καταγράφονται αντιδράσεις και ανησυχία για την προσέγγιση με τον Ερντογάν.