ΓΙΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΝ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ της αντικειμενικότητας, οι πολιτικές αναλύσεις στον δημόσιο λόγο υιοθετούν συνήθως έναν λόγο αποστασιοποιημένο από το αντικείμενο της παρατήρησής τους. Θεωρείται ότι η ταύτιση με αυτό δεν επιτρέπει τις ψύχραιμες προσεγγίσεις και την απόδοση ψυχρής δικαιοσύνης στις καταστάσεις και τους πρωταγωνιστές τους. Παρότι δεν θα αμφισβητούσα τις παραδοχές αυτές, ας μου επιτραπεί για μια φορά ένας πιο προσωπικός τόνος.
Στο ζήτημα της Ουκρανίας, εδώ και 45 μέρες, αδυνατώ να μείνω «ψύχραιμος». Και μάλιστα συνειδητοποιώ ότι δεν καταβάλλω καμία προσπάθεια να παραμείνω ουδέτερος και αποστασιοποιημένος παρατηρητής στο όνομα κάποιας υποτιθέμενης αντικειμενικότητας. Στην πραγματικότητα, δεν επιδιώκω καν να είμαι «αντικειμενικός».
Βεβαίως, η στάση μου αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά προκύπτει από μια αρχική ανάλυση στη βάση κάποιων βασικών αρχών του φιλελεύθερου διεθνούς δικαίου, καθώς και θεμελιωδών ηθικών αξιών που (πρέπει να) μοιραζόμαστε στον δυτικό κόσμο.
Η απρόκλητη εισβολή μιας επεκτατικής και αναθεωρητικής δύναμης σε ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος είναι -στον δικό μας κόσμο, τουλάχιστον- εξ ορισμού καταδικαστέα. Πόσο μάλλον αν ο επιτιθέμενος συνιστά μια απολυταρχία που έχει εκφράσει με κάθε τρόπο στο παρελθόν την απέχθειά της για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, τις οποίες αντιμετωπίζει ως κατώτερες και στόχους των επεκτατικών της σχεδίων.
Αν, ακόμη χειρότερα, αυτή η εισβολή συνοδεύεται από φρικιαστικά εγκλήματα πολέμου εναντίον αθώων αμάχων και παιδιών, τότε η καταδίκη αυτή όχι μόνο δεν σηκώνει «ναι μεν, αλλά» αλλά θεωρείται υποχρεωτικό από τον νομικό μας πολιτισμό να οδηγήσει και σε ποινικές συνέπειες για τους υπεύθυνους τέτοιων θηριωδιών.
Άλλωστε, η ώρα του πολέμου δεν είναι ποτέ ώρα αντικειμενικών αναλύσεων. Ο πόλεμος σε υποχρεώνει να πάρεις δημοσίως θέση και να ταχθείς στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού. Αλλιώς σκοτώνεις από διάθεση επιβολής, κυνισμό ή απλή λατρεία της βίας. Δεν μπορείς όμως ούτε να είσαι απλώς με αφηρημένες αξίες όπως η «ειρήνη» ή η «αλληλεγγύη».
Αυτά όλα κάποιος τα απειλεί και κάποιος τα υπερασπίζεται. Κι αν πράγματι πιστεύεις σε αυτά, πρέπει να ταχθείς απέναντι σε εκείνον που τα καταπατά και πλάι σε εκείνον που τα προστατεύει, διότι αν τυχόν ο δεύτερος ηττηθεί, θα υποδουλωθεί. Και δεν έχει κανένα νόημα μια ειρήνη χωρίς την ελευθερία και την αυτοδιάθεση.
Ο πόλεμος σε υποχρεώνει να πάρεις δημοσίως θέση και να ταχθείς στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού. Αλλιώς σκοτώνεις από διάθεση επιβολής, κυνισμό ή απλή λατρεία της βίας. Δεν μπορείς όμως ούτε να είσαι απλώς με αφηρημένες αξίες όπως η «ειρήνη» ή η «αλληλεγγύη».
Από τη στιγμή, λοιπόν, που όλα τα πραγματικά δεδομένα οδηγούν σε αυτές τις θεμελιώδεις διαπιστώσεις, δεν έχει στο δικό μου μυαλό θέση η «αντικειμενικότητα», ούτε η ψυχρή λογική. Δεν μπορώ παρά να είμαι φανατικά με τους Ουκρανούς.
Υπάρχουν εν τέλει ορισμένες ηθικές παραδοχές που υπερβαίνουν κάθε «λογική» ερμηνεία. Όπως είχε πει κάποτε ο Κ. Καστοριάδης, ακόμη κι αν εμφανιζόταν μια επιστημονική θεωρία που θα δικαιολογούσε με κάποιον τρόπο το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, εγώ θα εξακολουθούσα να πιστεύω ότι αυτό συνιστά το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κι ας ήταν μια τέτοια θέση «αντιεπιστημονική».
Αντίστοιχα, καμία γεωπολιτική θεωρία, π.χ. περί της απειλής περικύκλωσης της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ, δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει μια τέτοια εισβολή που έχει κατακτητικές επιδιώξεις. Απέναντι στη γεωπολιτική θεωρία που δίνει επιχειρήματα στο δίκαιο του ισχυρού, η δική μου «θεωρία» αντιτάσσει την ισχύ του δικαίου.
Εξακολουθώ να αναζητώ ωστόσο τι με κινητοποιεί τόσο στον αγώνα των Ουκρανών ενάντια στον επίδοξο κατακτητή τους, τι με κάνει να χάνω συχνά ακόμη και τον ύπνο μου όταν σκέφτομαι τον ηρωικό αγώνα τους. Και μια τέτοια κινητοποίηση δεν μπορεί παρά να ξεκινά πάντα από τα συναισθήματα.
Πρώτον και κύριον, λοιπόν, η ουκρανική αντίσταση στον εισβολέα με συγκινεί βαθύτατα. Που σημαίνει ότι δημιουργεί πραγματικές ρωγμές στον εσωτερικό μου κόσμο και με κάνει να ταυτίζομαι έντονα με ανθρώπους που, παρ’ όλα αυτά, δεν μου είναι καθόλου οικείοι ούτε και μοιράζομαι μαζί τους κοινές πολιτισμικές αναφορές. Και αυτές οι ταυτίσεις είναι στη ζωή εκείνες που αξίζουν περισσότερο και μας κάνουν ψυχικά πλουσιότερους. Και όταν τις αισθανθείς, η ψυχική ανάταση που νιώθεις είναι πρωτόγνωρη.
Άλλωστε πρόκειται για έναν λαό που μπορεί να μη μας μοιάζει τόσο αλλά που το πεπρωμένο του είναι κοινό με το δικό μας. Όπως και οι Έλληνες απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, παλεύει και αυτός ενάντια σε μια τυραννική και μεσαιωνικού τύπου δύναμη, για ελευθερία και δημοκρατία. Και μέσα από αυτήν τη θυσιαστική διαδικασία η οποία ενέχει πάντα μια επική διάσταση είναι που γεννιούνται οι ίδιοι ως ανεξάρτητο έθνος, δηλαδή ως Ουκρανοί και κατ’ επέκταση Ευρωπαίοι.
Με συγκινεί όμως και διότι πρόκειται για έναν δίκαιο πόλεμο. Και δίκαιος πόλεμος είναι πάντα ο πατριωτικός πόλεμος, εκείνος δηλαδή που διεξάγεται από έναν λαό ο οποίος ρίχνεται ενθουσιωδώς στα χαρακώματα απέναντι σε έναν ξένο κατακτητή που έρχεται για να τον καθυποτάξει. Δεν είναι συχνό σε έναν πόλεμο να διακρίνεις εύκολα τους «καλούς» από τους «κακούς».
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σίγουρα ένας τέτοιος πόλεμος που η ηθική του παλάντζα έκλινε στο πλευρό των Συμμάχων χωρίς καμία αμφισβήτηση. Ο Μεγάλος Πόλεμος λίγο νωρίτερα, ωστόσο, δεν ήταν ακριβώς κάτι τέτοιο. Ο πόλεμος που ξεκίνησε όμως η Ρωσία του Πούτιν καταδικάστηκε πάραυτα από σύσσωμη τη διεθνή κοινότητα, και είναι ζήτημα αν έχουν απομείνει 3-4 κράτη που να τον υποστηρίζουν ανοιχτά (όλα τους κράτη-παρίες του διεθνούς συστήματος). Και η αμφισβήτηση του δικαίου δεν συγκινεί μόνο αλλά και εξοργίζει. Μια οργή δικαιολογημένη, όταν ο εισβολέας σκοτώνει τα παιδιά σου.
Η κινητοποίησή μου έχει να κάνει, ωστόσο, και με τα διακυβεύματα στο εσωτερικό της Δύσης. Πρόκειται για μια υπόθεση που εξαιτίας της απειλής που εγείρει και για την δική μας ασφάλεια και ευημερία, αναζωογονεί την πίστη μας στις βασικές μας φιλελεύθερες αξίες, σε όσα δηλαδή μας έχουν κάνει αυτό που είμαστε σήμερα, σε αυτή τη γωνιά του κόσμου. Είναι γνωστό ότι όσο αυτά θεωρούνται δεδομένα, ξεχνάς να τα τιμάς. Ξεχνάς και να τα συντηρείς, επίσης, με κίνδυνο αυτά να παρακμάσουν και να αργοσβήσουν στον χρόνο.
Με άλλα λόγια, το ουκρανικό με κάνει να αισθάνομαι ξανά υπερήφανος που είμαι δυτικός. Και τούτο όχι ως μια κυριαρχική ταυτότητα με φαντασιώσεις ανωτερότητας, όπως στην αποικιοκρατική περίοδο της Δύσης αλλά ως μια ταυτότητα που μου επιτρέπει όσο καμία άλλη στον κόσμο να προάγω για μένα και ει δυνατόν για τους υπόλοιπους, τις αξίες της ειρήνης και της ατομικής και συλλογικής ευημερίας. Και ό,τι κι αν λένε οι “αντικειμενικοί”, μόνο μια τέτοια ειρήνη είναι πραγματικά ειρηνική.