ΒΡΑΔΥ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤΗΝ Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως. Στην κεντρική σκηνή της εισόδου μια θεατρική παράσταση για παιδιά κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον των ανήλικων θεατών, οι αχανείς διάδρομοι στις αλέες του πάρκου γεμάτοι με τα περίπτερα των εκδοτών το ένα δίπλα στο άλλο ξέχειλα από βιβλία, πολλές και διαφορετικές εκδηλώσεις ταυτόχρονα εν εξελίξει στις διάφορες σκηνές της έκθεσης και, το πιο εντυπωσιακό: επικρατούσε το αδιαχώρητο. Οι διάδρομοι έσφυζαν από ζωή, ο συνωστισμός σε αρκετά σημεία ήταν έντονος και στα περίπτερα που είχαν περισσότερη κίνηση γινόταν λαϊκό προσκύνημα, με το πλήθος που στεκόταν να δυσκολεύει τη διέλευση για τους υπόλοιπους. Παρέες, ζευγάρια, οικογένειες με παιδιά και μεμονωμένοι επισκέπτες, όλων των ηλικιών, να περιφέρονται χαζεύοντας, ξεφυλλίζοντας και αγοράζοντας βιβλία, χαιρετώντας γνωστούς και φίλους. Καταξιωμένοι ή και λιγότερο γνωστοί συγγραφείς να υπογράφουν αντίτυπα και να συζητούν με αναγνώστες και από τα μεγάφωνα να ανακοινώνονται επαναλαμβανόμενα ονόματα συγγραφέων και εκδηλώσεις. Μια ατμόσφαιρα ευφορίας και ιλαρότητας, έντονου ενδιαφέροντος και βιβλιοφιλικής περιέργειας επικρατούσε σε κάθε γωνιά της έκθεσης.
Αν κάποιος άσχετος με τα του βιβλίου στη χώρα μας προσγειωνόταν εκείνο το βράδυ στο Πεδίον του Άρεως, βλέποντας όχι μόνο το πλήθος του κόσμου αλλά και την ηλικιακή κατανομή, με πάρα πολλούς νέους γύρω του, και, το κυριότερο, το κλίμα που επικρατούσε, θα πίστευε πως το βιβλίο όχι μόνο γνωρίζει άνθηση και οι εκδότες ευημερούν αλλά και πως η αναγνωσιμότητα είναι σε υψηλά επίπεδα. Ακόμα και όσοι έχουμε μια εμπειρία από τον χώρο του βιβλίου, σχεδόν θα το πιστεύαμε για λίγο, συμμετέχοντας σε αυτήν τη γιορτή. Και οι διοργανωτές του 52ου Φεστιβάλ Βιβλίου 2024, που διοργανώνει ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (ΣΕΚΒ), με το κεντρικό αφιέρωμα να έχει τον φιλόδοξο τίτλο «Νεολαία και Ανάγνωση. Από σένα η Άνοιξη εξαρτάται», δεν μπορεί παρά να ήταν απόλυτα ικανοποιημένοι, γιατί όντως το κλίμα ήταν γιορτινό και αρκετά νεανικό.
Έχουν καταλάβει πως ο κόσμος έχει κουραστεί από τις πανομοιότυπες παρουσιάσεις βιβλίων και από παρωχημένες μεθόδους προσέλκυσης πελατών, από τις τακτικές των σουπερ-μάρκετ και από βιβλιοπωλεία ανάλογης λογικής και αισθητικής, από αδιάφορους, βαριεστημένους και ανενημέρωτους υπαλλήλους σε επιχειρήσεις που ποτέ δεν επενδύουν σε ανθρώπινο δυναμικό;
Διαβάζω στο δελτίο τύπου του Φεστιβάλ Βιβλίου τα νούμερα που το αφορούν, που δεν είναι καθόλου αμελητέα και συμφωνούν με αυτή την αίσθηση υπερδραστηριότητας και ευημερίας: «200 εκδοτικοί οίκοι, 280 περίπτερα, 200 πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, διαδραστικά εκπαιδευτικά δρώμενα και πολλά άλλα». Την προσοχή μου, όμως κλέβουν, τα ρετροφουτουριστικά σχέδια του γνωστού εικαστικού Λεωνίδα Γιαννακόπουλου που κοσμούν την αφίσα της έκθεσης, με τον ποδηλάτη που ταξιδεύει στον ουρανό και περνάει ανάμεσα από φανταστικούς κόσμους βγαλμένα, θα έλεγε κανείς, από κάποιο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν. Απόλυτα ταιριαστά με το πνεύμα μιας έκθεσης βιβλίου και τα πολλαπλά ταξίδια που προσφέρει η εμπειρία της ανάγνωσης, αλλά ενισχύουν μέσα μου και την ιδέα του φεστιβάλ ως ενός εντελώς αποκομμένου από την πραγματικότητα φανταστικού βιβλιοφιλικού σύμπαντος.
Πώς θα ήταν, άραγε, η Ελλάδα αν, έστω, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού διάβαζε; Αν στα σχολεία τα παιδιά γνώριζαν από νωρίς τις συγκινήσεις της λογοτεχνίας και τους καλλιεργούσαν την αγάπη για την ανάγνωση αντί να τους προκαλούν απώθηση; Αν υπήρχαν παντού οργανωμένες και εκσυγχρονισμένες σχολικές βιβλιοθήκες και η βιβλιοθήκη ήταν το κέντρο κάθε κοινότητας; Αν ήταν άλλα τα στατιστικά της αναγνωσιμότητας; Μιλάμε για μια βιβλιοφιλική ουτοπία που μόνο να ονειρευτούμε μπορούμε, όσο κι αν επιμέρους ενέργειες για την καλλιέργεια της ανάγνωσης και την ανάδειξη και προβολή του βιβλίου διοργανώνονται από διάφορους κρατικούς φορείς και ιδιωτικές πρωτοβουλίες.
Γεγονός είναι πως οι εκθέσεις βιβλίου πάντα μάζευαν πλήθος κόσμου που τις επισκεπτόταν για βόλτα και για να αγοράσει συγκεντρωτικά βιβλία από πολλούς διαφορετικούς εκδότες, ενώ μπορεί να μην ήταν θαμώνας των βιβλιοπωλείων με την ίδια ζέση· προφανώς και δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο. Μια μεγάλη μερίδα κόσμου εσφαλμένα πιστεύει πως θα βρει καλές τιμές και εκπτώσεις σ’ αυτές, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς δεν πρόκειται για παζάρι των εκδοτών.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τον βασικό λόγο που οι εκθέσεις βιβλίου σημειώνουν τέτοια επισκεψιμότητα. Είναι ο ίδιος λόγος που, για παράδειγμα, το αφιέρωμα στις ταινίες του Ταρκόφσκι στο σινεμά «Ριβιέρα» πριν από λίγες βδομάδες είχε sold out προβολές και τεράστιες ουρές στα ταμεία, και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» κάθε χρόνο παρατηρείται κοσμοσυρροή, ενώ τον χειμώνα πιθανόν να βλέπουμε άδειες αίθουσες, μπορεί και στις ίδιες ακριβώς ταινίες που προβάλλει το φεστιβάλ· ο ίδιος λόγος που συγκεκριμένες θεατρικές παραστάσεις γίνονται sold out πριν από την πρεμιέρα ακόμα, ενώ σε άλλα θέατρα με το ζόρι βρίσκουν θεατές με προσκλήσεις. Είναι άλλο πράγμα μια έξοδος για βόλτα, μια κεντρική εκδήλωση που είναι γεγονός για την πόλη, η επιτυχία ενός αφιερώματος ή μιας συγκεκριμένης θεματικής ενότητας, άλλο πράγμα ακόμα και η επιθυμία να συμμετάσχεις στο γενικότερο hype και εντελώς άλλο η σταθερή καλλιέργεια και η συστηματική βιβλιοφιλία ή αγάπη για κάποια άλλη τέχνη.
Από την άλλη, και τα βιβλιοπωλεία δεν έχουν δεχτεί λίγα πλήγματα την τελευταία εικοσαετία. Με την επέλαση του ίντερνετ και το ηλεκτρονικό εμπόριο να κερδίζει διαρκώς έδαφος, τη δεκαετή οικονομική κρίση στη συνέχεια που οδήγησε σε λουκέτο από μεγάλα βιβλιοπωλεία-αλυσίδες μέχρι συνοικιακά, η πίτα της αγοράς άρχισε να συρρικνώνεται και τα κεντρικά βιβλιοπωλεία να μαζεύουν όλο και περισσότερο κόσμο, ενώ τα αποκεντρωμένα να κλείνουν το ένα μετά το άλλο· έστω και αν προς στιγμή μια νέα τάση με τα βιβλιοπωλεία-καφέ φάνηκε να αναδύεται ή να ξεπηδούν φωτεινές εξαιρέσεις, όπως το βιβλιοπωλείο «Πλειάδες» στο Παγκράτι και το «Fata Libelli» στον Πειραιά.
Αν υπάρχει κάτι σε έλλειψη σήμερα στην αγορά των βιβλιοπωλείων, εκτός από τα ενημερωμένα συνοικιακά στις γειτονιές, τα ψαγμένα του κέντρου με τους καταρτισμένους υπαλλήλους, όπως η Πολιτεία της Ασκληπιού και ο Ναυτίλος της Χαριλάου Τρικούπη, είναι επίσης ελάχιστα. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα συγκεκριμένα άντεξαν σε τόσες κρίσεις. Αλλά και βιβλιοπωλεία που θα έχουν μια νέα αισθητική και αντίληψη να προσφέρουν δεν έχουμε πολλά, όπως, για παράδειγμα, το ενδιαφέρον μονοθεματικό Hyper Hypo με βιβλία τέχνης και design.
Με λίγα λόγια, προφανώς και ο ενθουσιασμός από την επιτυχία ενός φεστιβάλ βιβλίου που διαρκεί περίπου δύο βδομάδες, όσο μεγάλη κι αν είναι, παραμένει συγκρατημένος. Ωστόσο, αναρωτιέμαι αν τα σύγχρονα βιβλιοπωλεία, σε αυτή την αναμφισβήτητα εχθρική για το έντυπο εποχή, έχουν ψυλλιαστεί τις νέες ανάγκες του κοινού. Έχουν καταλάβει πως ο κόσμος έχει κουραστεί από τις πανομοιότυπες παρουσιάσεις βιβλίων και από παρωχημένες μεθόδους προσέλκυσης πελατών, από τις τακτικές των σουπερ-μάρκετ και από βιβλιοπωλεία ανάλογης λογικής και αισθητικής, από αδιάφορους, βαριεστημένους και ανενημέρωτους υπαλλήλους σε επιχειρήσεις που ποτέ δεν επενδύουν σε ανθρώπινο δυναμικό; Το έντυπο βιβλίο ευτυχώς δεν έφυγε ακόμα από τη μόδα, παρά την επικράτηση της οθόνης και παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις από Κασσάνδρες που διαψεύστηκαν. Και ακόμα και στα βιβλιοπωλεία, όπως και σε άλλους τομείς του πολιτισμού, καταπώς φαίνεται, ισχύει πως είτε τηρείς απαρέγκλιτα μια παλιά δοκιμασμένη συνταγή που σέβεται τον αναγνώστη και είσαι συνεπής απέναντί του, χωρίς να προσπαθείς να τον ξεγελάσεις, είτε βρίσκεις τρόπο να αντιπροσωπεύσεις και να καθρεφτίσεις το μέλλον του βιβλίου, δηλαδή σαν σε μια ρετρο-φουτουριστική ουτοπία του Ιουλίου Βερν.