ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ καθεστώτος φτάνουν να απειλούν με εισβολή την Ελλάδα, λέγοντας ότι «θα εμφανιστούν ένα βράδυ», αναρωτιέται κανείς τι άλλο απειλητικότερο έχει μείνει για να κλιμακώσουν σε ρητορικό επίπεδο. Εδώ και λίγο καιρό χαρακτηρίζουν τα ελληνικά νησιά ως κατεχόμενα, ενώ καταγγέλλουν την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι αυτή είναι που κλιμακώνει την ένταση.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, σύμφωνα με πολλούς διεθνείς αναλυτές, έχουν μπει στην πιο επικίνδυνη φάση των τελευταίων ετών. Οι εκλογές που πλησιάζουν, η επέτειος για τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, το ιστορικό αποτύπωμα που επείγεται να αφήσει ο Ερντογάν, καθώς δεν γνωρίζει πόσος χρόνος του έχει μείνει ακόμα στην εξουσία (και ακόμα δεν έχει πετύχει «κάτι μεγάλο», όπως ήθελε), όλα αυτά συμβάλλουν στην κλιμάκωση μιας επικίνδυνης έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες, η οποία έχει ξεφύγει από το επίπεδο στο οποίο συντηρούνταν τα προηγούμενα χρόνια.
Η Άγκυρα πλέον δεν συντηρεί μόνο την ένταση αλλά την κλιμακώνει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, ρητορικά τουλάχιστον. Και δεν είναι μόνο ο Ταγίπ Ερντογάν. Είναι όλο το πολιτικό σύστημα στην Τουρκία που συμμερίζεται την επιθετική πολιτική εναντίον της Ελλάδας και το εθνικιστικό όραμά του περί «γαλάζιας πατρίδας», «κατεχόμενων νησιών» κ.λπ.
Από τη Βοσνία, τον πρώτο σταθμό της περιοδείας του Ταγίπ Ερντογάν στα Βαλκάνια, την εβδομάδα αυτή μίλησε για ελληνική κατοχή των νησιών και για τουρκική υπομονή που κάποτε θα τελειώσει και τότε «θα εμφανιστούν ένα βράδυ».
Αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, αποτελεί επιτυχία του Ερντογάν το ότι καταφέρνει να διατηρεί στενή σχέση με τη Ρωσία, παίζοντας σε δύο ταμπλό, χωρίς να έχει εκδιωχθεί από το δυτικό στρατόπεδο.
Ο Ταγίπ Ερντογάν καλλιεργεί καθημερινά τον εθνικισμό στην Τουρκία, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του αλλά και τον τουρκικό λαό γύρω από τον ίδιο. Απευθύνεται όμως και προς το διεθνές ακροατήριο, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα αντεστραμμένη. Παρουσιάζει δηλαδή την κατάσταση σαν να είναι η Τουρκία το θύμα παραβιάσεων από την Ελλάδα. Επιπλέον, αυτές τις μέρες είχαμε και νέες (αστήρικτες) καταγγελίες ότι η Ελλάδα εκπαιδεύει τρομοκράτες του ΡΚΚ στο έδαφός της.
Σε αυτό το κλίμα ήταν και η επιστολή του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, η οποία αναφερόταν σε «παράνομες ενέργειες» και «μαξιμαλιστικές απαιτήσεις» της Ελλάδας.
Η επιστολή αυτή στάλθηκε στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον επικεφαλής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής Ζοζέ Μπορέλ, στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ και στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ. Στην επιστολή, που περιέχει όλες τις μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας και κατηγορεί την Ελλάδα για όσα η ίδια κάνει, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου υποστηρίζει ότι η χώρα του είναι υπέρ του διαλόγου και της συνεργασίας και ότι είναι η Ελλάδα αυτή που κλιμακώνει τις εντάσεις.
Ο Ταγίπ Ερντογάν αφήνει διαρκώς αιχμές για τη Γαλλία και τις ΗΠΑ ότι χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως όργανό τους για να εμποδίσουν την Τουρκία να γίνει περιφερειακός ηγέτης και παγκόσμια δύναμη. Αυτό δεν ισχύει βέβαια, για πολλούς λόγους, ειδικά για τις ΗΠΑ που προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, γνωρίζουν ότι μπορούν να εμπιστεύονται περισσότερο την Ελλάδα, όμως η Τουρκία τούς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
Είναι αλήθεια όμως ότι καμία από τις δύο αυτές χώρες δεν θέλει να αποκτήσει η Τουρκία περισσότερη ισχύ και να γίνει πιο ανεξέλεγκτη, οπότε, ναι, της βάζουν όρια, σε αντίθεση με τη Γερμανία που δεν το κάνει και γι’ αυτό και δεν δέχεται αντίστοιχες αιχμές από τον Τούρκο πρόεδρο.
Αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, αποτελεί επιτυχία του Ερντογάν ότι καταφέρνει να διατηρεί στενή σχέση με τη Ρωσία, παίζοντας σε δύο ταμπλό, χωρίς να έχει εκδιωχθεί από το δυτικό στρατόπεδο. Μάλιστα, αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις του με το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, ενώ στα σχέδια του Πούτιν είναι να συμφιλιώσει τον Ερντογάν και με τον Άσαντ. Πριν από λίγο καιρό κάποιοι περίμεναν ότι μετά από όλα αυτά ο Ερντογάν θα είχε την τύχη του Σαντάμ, αλλά ως τώρα τους διαψεύδει.
Η διπλή στάση του (και με τις ΗΠΑ και με τη Ρωσία) στον πόλεμο της Ουκρανίας, αντί να τον εκθέσει, έχει καταφέρει να γίνει αποδεκτή ως «πλεονέκτημα», ενώ είναι σαφές ότι οι στρατιωτικές εισβολές στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ιράκ γίνονται με την ανοχή της Δύσης, η οποία θεωρεί χρήσιμο τον ρόλο της Τουρκίας και στο Αφγανιστάν, στη Μαύρη Θάλασσα, ακόμα και στο Ιράν.
Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας θεωρείται βέβαιο πως θα συνεχιστεί και η επόμενη μεγάλη «παράσταση» του Ερντογάν αναμένεται στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τέλη Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη.