Η KYBEΡΝΗΣΗ ΤΡΕΧΕΙ ΠΙΣΩ από τη μετάλλαξη Δέλτα, συνεχίζοντας την τακτική της πυρόσβεσης, αντί του προλαμβάνειν. Αν παρατηρούσε κανείς το προηγούμενο διάστημα την κατάσταση στη Βρετανία και στο Ισραήλ, μπορούσε να προβλέψει, χωρίς να είναι ιδιαίτερα διορατικός, ότι, λόγω της μεταδοτικότερης μετάλλαξης Δέλτα, που οι επιστήμονες λένε ότι θα κυριαρχήσει, θα αυξάνονταν τα κρούσματα και στην Ελλάδα, σε μια φάση που οι εμβολιασμοί παραμένουν χαμηλοί, κάτω από τον στόχο.
Παρότι, λοιπόν, η κυβέρνηση έβλεπε τη Δέλτα να έρχεται, προτίμησε να υποβαθμίσει το γεγονός για άλλη μια φορά και όταν είδε τα κρούσματα να εκτινάσσονται, έσπευσε να σημάνει συναγερμό, καλώντας την Εκκλησία και την τοπική αυτοδιοίκηση σε βοήθεια.
Η κατάργηση του self-test για όσους ταξιδεύουν με πλοίο και η υποχρέωση των επιβατών να επιδεικνύουν είτε πιστοποιητικό εμβολιασμού είτε rapid/PCR test ήταν μια σωστή κίνηση, όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα, αφού αύξησε αμέσως τα ραντεβού για εμβολιασμό. Γιατί, όμως, άργησε τόσο; Και γιατί επέτρεπαν τόσο καιρό τα self-tests, για τα οποία γνωρίζουν ότι πολλοί δεν τα κάνουν και απλώς προσκομίζουν μια βεβαίωση ότι τα έκαναν;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ, βλέποντας τη μεγάλη διαφορά που έχουν στις δημοσκοπήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, μοιάζει να μην έχουν το άγχος του λάθους, παραβλέποντας τους κινδύνους από την υποτίμηση του αντιπάλου και για τους ίδιους αλλά και για την ποιότητα της δημοκρατίας και της διακυβέρνησης.
Η κυβέρνηση παρατηρεί τώρα ότι τα περισσότερα κρούσματα αφορούν νέους και προέρχονται κυρίως από χώρους νυχτερινής διασκέδασης, στους οποίους δεν τηρούνται τα μέτρα και επικρατεί συνωστισμός, με αποτέλεσμα τα κέντρα αυτά να αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης. Όμως η κυβέρνηση έδωσε άδεια στις αρχές Ιουλίου να ανοίξουν τα καταστήματα αυτά που οι επιστήμονες τις προηγούμενες μέρες χαρακτήρισαν ως «υγειονομικές βόμβες», ενώ ήξερε ότι ερχόταν καλπάζοντας η νέα μετάλλαξη και ότι οι περισσότεροι νέοι που συχνάζουν σε αυτά είναι ανεμβολίαστοι.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μετά την έξαρση του δεύτερου κύματος της πανδημίας το φθινόπωρο, σε συζήτηση σχετική στη Βουλή, είχε κάνει αυτοκριτική, λέγοντας πως ένα από τα δύο λάθη που είχαν κάνει εκείνη την περίοδο ήταν ότι επέτρεψαν να παραμείνουν ανοιχτά τα κλαμπ. Ο αρμόδιος υφυπουργός Νίκος Χαρδαλιάς ανακοίνωσε ως μέτρο αναχαίτισης της υπερμετάδοσης κατά τη νυχτερινή διασκέδαση ότι θα επιτρέπονται «μόνο καθήμενοι», αλλά αυτό, για όσους γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα, δεν υπάρχει περίπτωση να εφαρμοστεί.
Ούτε τα πρόστιμα έχουν κανένα αποτέλεσμα, γιατί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, αυτά συνήθως δεν πληρώνονται και, όπως σχολίαζε πρόσφατα ένας επιστήμονας που ασχολείται με την πανδημία, αν πλήρωναν πρόστιμα όλοι όσοι παραβίαζαν τα μέτρα κατά του κορωνοϊού, θα είχε αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος.
Ενώ, λοιπόν, όπως και το προηγούμενο καλοκαίρι, η κυβέρνηση έστειλε πρόωρο μήνυμα χαλάρωσης, βλέποντας το λάθος στο αποτέλεσμα, σπεύδει τώρα ξανά να το ακυρώσει. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός την περασμένη εβδομάδα επισήμανε ότι «θα πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο κομμάτι της διασκέδασης, σε καταστάσεις που ξεφεύγουν σε αριθμό ατόμων και γεννούν εστίες κρουσμάτων».
Το ένα πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι τα κρούσματα αυξάνονται με ανησυχητικό ρυθμό και το άλλο ότι την ίδια ώρα μειώνονται οι εμβολιασμοί. Παρ’ όλα αυτά, ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας εμφανίζεται αισιόδοξος, υποστηρίζοντας ότι «μέχρι το τέλος του καλοκαιριού 70% επί των ενηλίκων μπορούν να εμβολιαστούν» και ότι «είναι πολύ εφικτός στόχος, αν προσθέσει κανείς κι αυτούς που έχουν νοσήσει».
Από αυτούς που δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα, σύμφωνα με την εικόνα των προηγούμενων ημερών, αρκετοί δεν έχουν την αίσθηση του επείγοντος λόγω του κλίματος χαλαρότητας και επιστροφής στην κανονικότητα που κυριαρχούσε τις προηγούμενες μέρες, ενώ ένα τμήμα του πληθυσμού επηρεάζεται από την παραπληροφόρηση και τις θεωρίες συνωμοσίας, με κάποιους σε αυτή την κατηγορία να θεωρούν την άρνησή τους να εμβολιαστούν ως «αντίσταση στο σύστημα» που προσπαθεί να τους επιβληθεί.
Ο πρωθυπουργός, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», δήλωσε ότι δεν μπορεί να καταστήσει τον εμβολιασμό υποχρεωτικό και ότι «η χώρα δεν θα ξανακλείσει για να προστατευτούν λίγοι ανεμβολίαστοι και να πληρώσει το μάρμαρο η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού, που είναι εμβολιασμένη». Η δήλωση αυτή δέχτηκε κριτική από ορισμένους και από την αντιπολίτευση, που τη βρήκαν διχαστική.
Ίσως όμως ο πρωθυπουργός να μην το είπε και πολύ αυθόρμητα αυτό, καθώς, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες που θέλουν το Μαξίμου να διαθέτει μετρήσεις κοινής γνώμης για τα πάντα, γνωρίζει ότι οι αρνητές του εμβολίου δεν ανήκουν στο δικό του εκλογικό κοινό αλλά κυρίως στα κόμματα της αντιπολίτευσης και στην αποχή. Γι’ αυτό και αρκετά στελέχη της αντιπολίτευσης κλείνουν το μάτι στο συγκεκριμένο κοινό, αμφισβητώντας και οι ίδιοι τα εμβόλια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ, βλέποντας τη μεγάλη διαφορά που έχουν στις δημοσκοπήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, μοιάζει να μην έχουν το άγχος του λάθους, παραβλέποντας τους κινδύνους από την υποτίμηση του αντιπάλου και για τους ίδιους αλλά και για την ποιότητα της δημοκρατίας και της διακυβέρνησης. Στον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, προσπαθούν να διευρύνουν την απήχησή τους, χωρίς αποτέλεσμα για την ώρα. Η Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο κατέδειξε ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παραμένει σε κλίμα ηττοπάθειας.
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ, που πιστεύει ότι ο πρωθυπουργός θα προσφύγει σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο, κατέστησε σαφές το σχέδιό του. Εξήγησε ότι πρέπει να αξιοποιήσουν τις επόμενες εκλογές, που θα γίνουν με απλή αναλογική, και να χαλάσουν τα σχέδια Μητσοτάκη, που θέλει να μην προκύψει κυβέρνηση, για να πάει σε δεύτερες εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης.
Για τον Τσίπρα οι εκλογές της απλής αναλογικής πρέπει να αποτελέσουν την ευκαιρία για να επιστρέψουν στην εξουσία, ακόμα και αν δεν βγουν πρώτοι, όπως θα εύχονταν, σχηματίζοντας κυβέρνηση με το ΚΙΝ.ΑΛ. και το ΜέΡΑ25. Στη Συνδιάσκεψη δεν ανέφερε αν υπάρχει κάποια συνεννόηση με τα κόμματα αυτά, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ξεχώρισε με την παρέμβασή του, καθώς ήταν από τους λίγους που παραβίασαν τη γραμμή να μη γίνει κριτική στη Συνδιάσκεψη, παρότι την άσκησε με μέτρο, ζητώντας να πείσουν τον κόσμο ότι όσα λένε δεν είναι μόνο καλά αλλά και εφαρμόσιμα. Επέμεινε στη σημασία της έννοιας του κόμματος που λειτουργεί ως συλλογικός νους, με σαφή αιχμή για τον τύπο του αρχηγικού κόμματος.
Ο Τσακαλώτος εξήγησε ότι δεν τον βρίσκει σύμφωνο να μην μπορούν να κάνουν αυτοκριτική, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να συζητήσουν «τα πράγματα που ήμασταν δεσμευμένοι στο Μνημόνιο, για ποια πράγματα δεν είμαστε τώρα δεσμευμένοι, ποια πάλι θα είναι δύσκολα, δεδομένου του συσχετισμού δύναμης στην Ευρώπη, και ποια αξίζει να τα παλέψουμε».
Στο ίδιο περίπου κλίμα και ο Νίκος Φίλης, που επισήμανε στη Συνδιάσκεψη ότι η κυβέρνηση «επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τον αστισμό σε κοινωνικό - οικονομικό επίπεδο αλλά και σε πολιτισμικό - ιδεολογικό. Με το πρόγραμμά της και την ιδεολογική μάχη που δίνει», ότι «η ριζοσπαστική δεξιά συγκροτεί γύρω της συμφέροντα, διαμορφώνει προσδοκίες και προωθεί τη νεοσυντηρητική ηγεμονία σε αντιστοιχία με τις ανάλογες παγκόσμιες εξελίξεις» και ότι «δεν είναι υπόθεση μόνο πέντε οικογενειών και “αρπαχτής”» κι επίσης ότι «αξιοποιεί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ και αντί-Τσίπρα ρεύμα που υπάρχει στην κοινωνία».
Ο Νίκος Φίλης, μιλώντας την αριστερή ψυχή του κόμματος, άσκησε έντονη κριτική στη στάση του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά το Ελληνικό, τη Fraport, την υπερψήφιση της αγοράς των Rafale, «που απογείωσαν την Ελλάδα στην πρώτη θέση των δαπανών στο ΝΑΤΟ σε σχέση με το ΑΕΠ» κ.ά., και δήλωσε ότι «χρειαζόμαστε ένα κόμμα που θα διευρύνει τη δημοκρατική του λειτουργία».
Οι ομιλίες των δύο αυτών στελεχών θεωρήθηκε ότι εξέφρασαν την καρδιά του ΣΥΡΙΖΑ. Το χάσμα με τα πασοκογενή στελέχη παραμένει μεγάλο και είναι ένας ανοιχτός λογαριασμός που δεν θεωρείται πιθανό να κλείσει μέχρι τις εκλογές. Μετά τις εκλογές, όμως, όλα θα είναι ανοιχτά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.