Ο ΜΑΡΞΙΣΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ Μαρκ Φίσερ (1968-2017) έθεσε ένα κρίσιμο ερώτημα: «Μήπως οι πολιτισμικοί πόροι εξαντλούνται όπως οι φυσικοί πόροι;».¹ Μέσα από μια ανάλυση της πολιτισμικής παραγωγής των τελευταίων πενήντα ετών, υποστήριξε πως η ποπ κουλτούρα των δυτικών κοινωνιών έχει «παγώσει» στον 20ό αιώνα, με το παρόν να χαρακτηρίζεται από αχρονικές επαναλήψεις, αναβιώσεις και μια εντυπωσιακή έλλειψη καινοτομίας.
Σύμφωνα με τον Φίσερ, ο 20ός αιώνας ορίστηκε από την παράλληλη ανάπτυξη τεχνολογικών και πολιτισμικών μορφών: η εμφάνιση καινούργιων τεχνολογιών επέτρεπε μορφικές αλλαγές στην ποπ κουλτούρα, οι οποίες της προσέδιδαν ένα ανεξίτηλο χρονολογικό «στίγμα» (σ. 135). Ως παραδείγματα, μπορούμε να σκεφτούμε το πώς το synthesizer έγινε σήμα κατατεθέν της μουσικής του ’70 και του ’80 ή πώς η «τραχιά» συναρμολόγηση των sampler χαρακτήρισε τη ρέιβ μουσική του ’90.
Όμως, από το 2000 κι ύστερα, αυτή η τάση εκλείπει και η τεχνολογική πρόοδος αποσυνδέεται απ’ την πολιτισμική παραγωγή: η τεχνολογία συνεχίζει να προχωράει με άλματα, αλλά η μαζική κουλτούρα παραμένει στάσιμη, προσκολλημένη στις παλιές μορφές της. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Φίσερ, η ανάδυση νέων τεχνολογιών χρησιμοποιείται συχνά όχι για να παραχθούν νέες πολιτισμικές μορφές, αλλά για να αναπαραχθούν πιστότερα οι παλιές.² Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σήμερα, «οι [τεχνολογικές] καινοτομίες τείνουν να λειτουργούν παρασιτικά πάνω στα παλιά [πολιτισμικά] μέσα» (σ. 136).
Πράγματι, το ΑΙ είναι πολύ ικανό. Το ChatGTP μπορεί να γράψει μια καλή παράγραφο «στο στυλ της Γουλφ», το Midjourney μπορεί να ετοιμάσει μια καλή εικόνα «στο στυλ του Μονέ», το So-VITS-SVC μπορεί να φτιάξει ακόμα και τραγούδια με τη φωνή του Tupac. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να ξεφύγει από το βάρος του παρελθόντος, να εξεγερθεί εναντίον του, να φέρει κάτι νέο.
Μου φαίνεται πως το Generative AI και οι εφαρμογές παραγωγής κειμένου, εικόνας και ήχου τύπου ChatGTP, Midjourney και Soundraw, οι οποίες χρησιμοποιούν τα «δεδομένα» της ανθρώπινης δραστηριότητας για να δημιουργήσουν περιεχόμενο, συνιστούν τρανταχτά συμπτώματα της τάσης που ανιχνεύει ο Φίσερ. Για να γίνει σαφής αυτός ο παραλληλισμός, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τα επιχειρήματα του Φίσερ με μεγαλύτερη προσοχή.
Στα κείμενα που περιλαμβάνονται στην «Ακύρωση του μέλλοντος» ο Φίσερ υποστηρίζει ότι η δυτική κουλτούρα του 20ού αιώνα ήταν κατ’ ουσίαν μοντερνιστική, απορρίπτοντας το παρελθόν και προσπαθώντας να κατακτήσει κάποια μορφολογική πρωτοτυπία. Μάλιστα, σε αντίθεση με τον ελιτίστικο και δυσπρόσιτο μοντερνισμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, η εποχή 1960-2000, που διαμόρφωσε την αισθητική αντίληψη του Φίσερ, χαρακτηρίστηκε από την ανάδυση ενός «λαϊκού μοντερνισμού» (popular modernism) με μαζική απεύθυνση (σ. 195-196). Τα παραδείγματα που δίνει ο Φίσερ προκύπτουν κυρίως από τη βρετανική μουσική, την ψυχεδελική ροκ του ’60, την πανκ του ’70, την ποστ πανκ του ’80 και τη ρέιβ του ’90.
Σε αντίθεση με αυτή την εποχή πρωτοφανούς καινοτομίας, η μαζική κουλτούρα του 21ου αιώνα έχει εξοβελίσει τον μοντερνισμό. Πλέον, οι πολιτισμικές μορφές δεν εξεγείρονται ενάντια στο παρελθόν, αλλά το αγκαλιάζουν και το επαναλαμβάνουν. Έτσι, η παρούσα «μεταμοντέρνα» ή «νοσταλγική συνθήκη» (Φρέντερικ Τζέιμσον) επιδεικνύει μια «μορφική προσκόλληση στις τεχνικές και τις φόρμουλες του παρελθόντος», μια «παραίτηση από τη μοντερνιστική πρόκληση της επινόησης νέων πολιτισμικών μορφών» (σ. 24).
Τα παραδείγματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τεκμηριώσουν την παραπάνω ιδέα είναι ατέλειωτα. Ο Φίσερ αναφέρει την εξαφάνιση του «ρετρό» είδους από τη μουσική, ενός genre που έπαψε να βγάζει νόημα, δεδομένου ότι σήμερα τα πάντα είναι λίγο ρετρό και κατ’ ουσίαν άχρονα. Έτσι, η Adele και η Amy Winehouse –των οποίων οι ηχογραφήσεις «είναι διαποτισμένες από μια αόριστη αλλά επίμονη αίσθηση παρελθόντος»– δεν θεωρήθηκαν ρετρό, αλλά απολύτως σύγχρονες (σ. 28).
Ακόμα, ο Φίσερ θίγει την αδυναμία να ανιχνεύσει κανείς τον χαρακτηριστικό «ήχο» του 2000 ή του 2010, καθώς και τη στείρα οικειοποίηση του ρέιβ από μπάντες όπως οι Black Eyed Peas (σ. 156) ή του mod από συγκροτήματα όπως οι Blur και οι Oasis, επαναλήψεις που ήταν λιγότερο «φόροι τιμής» και περισσότερο «απατεωνίστικα τρικ που δανείζονταν τις πρωτοτυπίες του παρελθόντος και τις παρουσίαζαν πρόχειρα και ξιπασμένα ως καινούργιες» (σ. 191). Στα 2020s, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε το Χόλιγουντ, που μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν oυροβόρο όφι, έτσι όπως αναμασά το ίδιο του το παρελθόν, παράγοντας sequel μετά από sequel, spin-off που κανείς δεν ζήτησε, ατέλειωτα remake.
Πώς εξηγείται, όμως, η εξαφάνιση του λαϊκού μοντερνισμού στον 21o αιώνα; Γιατί έπαψε η ποπ κουλτούρα ν’ αξιοποιεί τη δημιουργικότητα των τεχνολογικών εξελίξεων; Σύμφωνα με τον Φίσερ, ο βασικός λόγος είναι η μετάβαση των δυτικών κοινωνιών από τη σοσιαλδημοκρατία της μεταπολεμικής περιόδου (κοινωνικό κράτος, σχετική ασφάλεια) στη νεοφιλελεύθερη εποχή που ξεκινά με τη Θάτσερ και τον Ρίγκαν (επέκταση της σφαίρας της αγοράς, κυριαρχία της λογικής του management). Αυτή η αλλαγή συντελέστηκε παράλληλα με το πέρασμα από τον φορντικό καπιταλισμό (σταθερή εργασία σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο με περιορισμένο ωράριο) στον μεταφορντικό καπιταλισμό του σήμερα (επισφαλής εργασία μ’ ευέλικτα ωράρια, δουλειά που παίρνεις σπίτι σου και διάχυτο άγχος).
Αυτή η μετάβαση έφερε σημαντικές αλλαγές στην παραγωγή και την κατανάλωση της τέχνης, και ο Φίσερ υποστηρίζει ότι αυτές οι αλλαγές ευθύνονται για τη στασιμότητα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Όσον αφορά την παραγωγή, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός «στέρησε σταδιακά, αλλά συστηματικά από τους καλλιτέχνες τους πόρους που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή του καινούργιου» (σ. 29).
Με τον περιορισμό του κράτους πρόνοιας, της δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και του ιδιωτικού ή δημόσιου χώρου (χαμηλά ενοίκια, καταλήψεις) χάθηκαν οι «έμμεσες πηγές χρηματοδότησης» που επέτρεψαν τον πειραματισμό στην ποπ κουλτούρα του 20ού αιώνα. Πλέον, οι περισσότεροι καλλιτέχνες αναγκάζονται να παραγάγουν κάτι «που φέρνει άμεση [εμπορική] επιτυχία» και καταφεύγουν σε «πολιτισμικά προϊόντα που μοιάζουν με ό,τι είναι ήδη επιτυχημένο» (σ. 29).
Την ίδια, όμως, στιγμή, απ’ την πλευρά της κατανάλωσης, το κοινό της ποπ κουλτούρας καταλήγει να επιθυμεί την αναπαραγωγή γνώριμων πολιτισμικών μορφών, ζητώντας «μια απ’ τα ίδια». Η νεοφιλελεύθερη συνθήκη γενικής αβεβαιότητας μάς παρακινεί ν’ αναζητήσουμε την ασφάλεια στις «καθιερωμένες και οικείες» εκφάνσεις της κουλτούρας, ενώ η «πολιορκία της προσοχής» μας από τις τεχνολογίες του επικοινωνιακού καπιταλισμού μάς κάνει να «απαιτούμε γρήγορες λύσεις», όπως η «εύκολη υπόσχεση μιας ελάχιστης παραλλαγής σε μια ήδη οικεία ικανοποίηση» (σ. 28-29). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει ο Φίσερ, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο βασικός μηχανισμός πίσω απ’ το πάγωμα της ποπ κουλτούρας.³
Νιώθω πως το Generative ΑΙ εκφράζει την αποκορύφωση της εξασθένισης της δημιουργικότητας που ανίχνευσε ο Φίσερ. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι αναχρονιστική απ’ τη φύση της, εξ ορισμού δέσμια στην πολιτισμική παραγωγή του παρελθόντος. Η λειτουργία της είναι ο μεταβολισμός των «δεδομένων» της ανθρώπινης δραστηριότητας (λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική) για να υπολογίσει τους συνδυασμούς λέξεων, πίξελ και ήχων που ανταποκρίνονται ικανοποιητικά σε κάποια οδηγία.
Πράγματι, το ΑΙ είναι πολύ ικανό. Το ChatGTP μπορεί να γράψει μια καλή παράγραφο «στο στυλ της Γουλφ», το Midjourney μπορεί να ετοιμάσει μια καλή εικόνα «στο στυλ του Μονέ», το So-VITS-SVC μπορεί να φτιάξει ακόμα και τραγούδια με τη φωνή του Tupac. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να ξεφύγει από το βάρος του παρελθόντος, να εξεγερθεί εναντίον του, να φέρει κάτι νέο. Παραφράζοντας τον Φίσερ, θα λέγαμε ότι «ο νόμος του [ΑΙ] είναι ότι τα πάντα επιστρέφουν» (σ. 136), είτε πρόκειται για είδη γραφής είτε για εικαστικά στυλ είτε για τους ίδιους τους νεκρούς.
Έτσι, αν εμφανίζονται σήμερα ΑΙ καλλιτέχνες που πουλάνε εικόνες στο διαδίκτυο, αν ο Kanye φτιάχνει βίντεο κλιπ με ΑΙ, αν το Χόλιγουντ σκέφτεται να χρησιμοποιήσει chatbots για να γράψει σενάρια κι αν ήδη ετοιμάζονται περισπούδαστες διατριβές γραμμένες απ’ το ChatGPT, το αποτέλεσμα είναι απολύτως κενό. Το μόνο που μπορεί να κάνει το ΑΙ είναι να καταπιεί ό,τι έχει συμβεί και να το ξεράσει ως φόρμουλα, ως νεκροζώντανες μορφές που δεν λένε να φύγουν. Δεν αποφεύγει απλώς, αλλά αποτρέπει ενεργά, την ανάδυση του νέου.
Καθίσταται γρήγορα σαφές πόσο γελοίο είναι ν’ αναρωτιόμαστε για την ευφυΐα ή τη συνείδηση της τεχνητής νοημοσύνης. Το γεγονός ότι μπορούμε και βρίσκουμε την αντανάκλασή μας στο Generative ΑΙ λέει περισσότερα για εμάς παρά για εκείνο. Η δυνατότητα βιβλίων αυτοβοήθειας ή νεανικής λογοτεχνίας γραμμένων από ΑΙ να σημειώνουν πωλήσεις δεν σημαίνει ότι το ΑΙ γράφει «σαν άνθρωπος», αλλά ότι, εδώ και αρκετές δεκαετίες, πολλοί άνθρωποι γράφουν, σκέφτονται και διαβάζουν σαν μηχανές.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν μιλάμε για την (παρούσα ή μελλοντική, εικονική ή εν ενεργεία) «συνείδηση» του ΑΙ, αυτό δεν λέει τίποτα για την «ευφυΐα» του αλγορίθμου του, μα αποδεικνύει περίτρανα τη δική μας ηλιθιότητα, το πόσο έχουμε απομακρυνθεί από το ίδιο το σώμα μας, την ίδια μας την εμπειρία, τις ίδιες μας τις δυνάμεις, έτσι που βλέπουμε εμάς μες στο 0 και το 1.
Η στιγμή που αποσυνδέουμε τη συνείδηση απ’ την ανάδυση του νέου είναι η στιγμή που παραδινόμαστε στη στείρα αχρονία της καπιταλιστικής α-νοησίας.
1. Μαρκ Φίσερ, Η ακύρωση του μέλλοντος, μτφρ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, εκδ. Αντίποδες, 2024, σ. 135. Οι σελίδες που αναφέρονται στο κείμενο παραπέμπουν στη συγκεκριμένη έκδοση.
2. Ο Φίσερ αναφέρει το παράδειγμα των HD τηλεοράσεων, στις οποίες «βλέπουμε τα ίδια πράγματα όπως παλιά, αλλά πιο φωτεινά και γυαλιστερά» (σ. 136). Στην τρέχουσα δεκαετία, μπορούμε να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο το Χόλιγουντ χρησιμοποιεί το CGI για να κάνει ηλικιωμένους ηθοποιούς νεότερους (πχ. Ρόμπερτ ντε Νίρο) ή να τους αναστήσει εξ ολοκλήρου (πχ. Κάρι Φίσερ).
3. Αν η θεωρία του Φίσερ χάνει κάπου, αυτό είναι η τρομερή έμφαση που δίνει στον νεοφιλελευθερισμό και η αδυναμία της να τον εντάξει στις βαθύτερες τάσεις του καπιταλισμού και τις εναλλαγές ανάμεσα στον αυταρχικό και τον συναινετικό πόλο του κράτους. Έτσι, ενώ ο Φίσερ τονίζει διαρκώς ότι αυτό που προτείνει δεν είναι μια νοσταλγική επιστροφή στη σοσιαλδημοκρατία, τα έργα του (ή, έστω, πολλές αναγνώσεις των έργων του) δεν μπορούν να ξεφύγουν από την αίσθηση ότι τα πράγματα «ήταν καλά τότε» και ότι το βασικό πρόβλημα του σήμερα είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Υποπτεύομαι πως αυτός ήταν ένας απ’ τους λόγους που του επέτρεψαν να υιοθετήσει τη μία αδιέξοδη πολιτική πρόταση μετά από την άλλη: να εμπλακεί στο θεωρητικό πρότζεκτ της επιτάχυνσης (accelerationism) και της αριστερής κυβερνητικής (left cybernetics) στα νιάτα του, να σαγηνευτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ποδέμος και τον Κόρμπιν αργότερα, να επιτεθεί στη «νεο-αναρχική» τάση οργανωτικής οριζοντιότητας και απόρριψης του κοινοβουλευτισμού.