ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ της Μεταπολίτευσης ο μικρομεσαίος τομέας θεωρούνταν «ραχοκοκαλιά της οικονομίας». Ήταν η εποχή της αφήγησης των «μικρομεσαίων» του ΠΑΣΟΚ. Στην εποχή των μνημονίων αυτή η αφήγηση αντιστράφηκε ριζικά. Πλέον κυρίαρχη έγινε αυτή που εντοπίζει τον «ένοχο» της ελληνικής κακοδαιμονίας σ’ αυτήν τη «ραχοκοκαλιά». Αυτή την εκφράζει ακριβώς η ηγεμονία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Καμία από τις δυο δεν είναι εντελώς «αθώα». Η «ραχοκοκαλιά» απέκρυπτε τον κρατισμό της και η «τυραννία των μικρομεσαίων» κρύβει πίσω της τον κοινωνικό δαρβινισμό. Σαφής μάρτυρας της στροφής από τους μικρομεσαίους στους ισχυρούς της αγοράς είναι ο καταμερισμός των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας υπέρ των μεγάλων εταιρειών.
Η διαπίστωση πως οι ελεύθεροι επαγγελματίες στη χώρα είναι πάρα πολλοί, αν και σωστή, δεν αρκεί. Το ερώτημα είναι γιατί είναι τόσο πολλοί; Οι αιτίες είναι πολιτικές και ταξικές. Ας ξεκινήσω με τις πολιτικές. Στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια οι αριστεροί δεν είχαν ανοιχτή την πόρτα της ένταξής τους στο δημόσιο τομέα, ενώ και η πόρτα για εργασία σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ήταν κλειστή. Αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να καταφύγουν στα ελεύθερα επαγγέλματα. Έγιναν ελεύθεροι ατομικοί μικρομεσαίοι επαγγελματίες και ελάχιστοι εξ αυτών συνεταιρικοί επιχειρηματίες.
Το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε είτε να γίνει μεγάλος εργοδότης είτε να κλείνει τα μάτια μπροστά στην παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή των «μικρο-επαγγελματιών».
Η Μαρία Σαμπατακάκη στο βιβλίο της «Ασπρό: Οι αγελαδοτρόφοι του Ασπρόπυργου - Αριστερά και Σχέδιο Μάρσαλ» (εκδόσεις Κέδρος) μας δίνει ένα τέτοιο παράδειγμα αριστερών και συνάμα Αρβανιτών του Ασπρόπυργου που κατέφυγαν στο Σχέδιο Μάρσαλ για να στήσουν την επιτυχημένη βιομηχανία γάλακτος Ασπρό. Οι ταξικές αιτίες συνδέονται με την κυριαρχία μιας κρατικιστικής αστικής τάξης στη χώρα η οποία ζούσε από τις συναλλαγές της με το κράτος και όχι από την παραγωγική δραστηριότητά της.
Η ελληνική κοινωνία, μη έχοντας αστική τάξη που να παράγει και να δίνει εργασία, κατέφευγε στο κράτος. Αυτό ήταν υποχρεωμένο, για να αποφευχθεί η κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, να εντάσσει τους εκάστοτε «δικούς μας» στο Δημόσιο και τους υπόλοιπους να τους διευκολύνει, με τη «νόμιμη» φοροδιαφυγή, να βολοδέρνουν ως μικροεπαγγελματίες-μικρομεσαίοι ή αυτοαπασχολούμενοι.
Η μικροϊδιοκτησία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν μια λύση. Είχαμε ένα σύστημα κοινωνικο-ταξικής διάρθρωσης διογκωμένο στο κέντρο του με μεγάλα μεσοστρώματα, κυρίως στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών και της διάθεσης τουριστικών και προϊόντων ειδών πολυτελείας, και εξασθενημένο στα άκρα του που αφορούν τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.
Αυτά, ισχυρίζονται οι θεωρίες του κοινωνικού δαρβινισμού, πρέπει να αλλάξουν. Και μιλώ για κοινωνικό δαρβινισμό όχι γιατί δεν πρέπει ν’ αλλάξει κάτι αλλά γιατί αυτή η αλλαγή πρέπει να γίνει με προϋπόθεση την ύπαρξη ενός ισχυρού Κράτους Πρόνοιας και την ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας και όχι των ολιγαρχών του πλούτου. Για τους υποστηρικτές του κοινωνικού αυτοματισμού αυτά πρέπει να ξεχαστούν, παρά τους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή που ελλοχεύουν, για χάρη της επικράτησης του ισχυρού, από το τραπέζι του οποίου όλο και κάτι ψίχουλα θα πέσουν στο πάτωμα των κατώτερων στρωμάτων (δες τη θεωρία του trickle-down economy).
Όντως οι «ελεύθεροι επαγγελματίες» και οι μικρομεσαίοι μας δεν έχουν προηγούμενο σε καμία άλλη ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα. Πριν από το πρώτο μνημόνιο, σύμφωνα με έρευνα του Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ του 2009 (η σημερινή ΕΛΣΤΑΤ), στο σύνολο των απασχολούμενων οι μισθωτοί ήταν το 64,5%, οι αυτοαπασχολούμενοι το 21,3%, οι εργοδότες το 8,3%, αλλά ένα μεγάλο μέρος εξ αυτών ήταν εργοδότες του εαυτού τους ή το πολύ δύο-τριών ατόμων. Το 6% ήταν συμβοηθούντα μη αμειβόμενα μέλη της οικογένειας.
Το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι αυτοαπασχολούμενοι ανήλθαν στο 29%, έναντι 14% του μέσου όρου των κρατών της Ε.Ε. Τα μνημόνια με την πολιτική μείωσης του κόστους της εργασίας και του ΑΕΠ αύξησαν και δεν μείωσαν τους μικρομεσαίους. Όμως το θέμα δεν μόνο ότι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι αυτοαπασχολούμενοι είναι λίγοι αλλά ότι ταυτοχρόνως δεν υπάρχει προηγούμενο ενός τόσο αντιπαραγωγικού αστισμού.
Υπάρχει άλλο παράδειγμα δυτικής χώρας της οποίας η βιομηχανική ανάπτυξη να στηρίχθηκε στο κράτος και όχι στην αστική της τάξη; Το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε είτε να γίνει μεγάλος εργοδότης είτε να κλείνει τα μάτια μπροστά στην παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή των «μικρο-επαγγελματιών». Ο μεγάλος ένοχος γι’ αυτόν τον κρατισμό ήταν η καχεξία του ελληνικού αστισμού και όχι ο λαϊκισμός, όπως πολλοί διαδίδουν. Ένας «αστισμός» κρατικιστικός.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, αλλάζει και ο χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Δεν χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που ικανοποιούν τον κοινωνικό αυτοματισμό αυτών που θεωρούν πως πρέπει να εξαλείψουμε τους «μικρομεσαίους» αλλά μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγική επιχειρηματικότητα και τον κόσμο της εργασίας.
Μόνο τότε θα είναι δυνατό να αμφισβητηθεί και η ηγεμονία του σημερινού κυβερνώντος κόμματος, πράγμα που σήμερα φαντάζει δύσκολο λόγω της αδιαφορίας και άγνοιας του δεύτερου και του τρίτου κόμματος γι’ αυτά τα θέματα. Ενώ, δυστυχώς, και η Νέα Αριστερά, κολλημένη σε «αριστερούς» βερμπαλισμούς και αποφεύγοντας τη συνάντησή της με τον κόσμο της σοσιαλδημοκρατίας, δείχνει αδύναμη ακόμα να κάνει μια τέτοια υπέρβαση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.