«ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΤΕ στο μεγαλύτερο και πιο προηγμένο εργοστάσιο στη Γη! Βρίσκεται σε ένα ποτάμι στην οροσειρά Σιέρα Νεβάδα, με άγρια άλογα να τρέχουν ελεύθερα» έγραψε κάποια στιγμή ο Ίλον Μασκ στο Τwitter σε μια διαφήμιση για ένα gigafactory της Tesla και σκέφτηκα τη ζωή σε ένα εργοστάσιο στην έρημο ‒ από τις τζαμαρίες οι εργαζόμενοι θα έβλεπαν τα άλογα να χάνονται στον κόκκινο ορίζοντα.
Με την πανδημία η ζωή στο γραφείο μοιάζει σαν ένα μακρινό όνειρο, ένα μέρος όπου πηγαίναμε κάποτε, φορώντας τακούνια, και συναντούσαμε άλλους ανθρώπους ή κάναμε τελετουργίες που μας ανακούφιζαν: μετρούσαμε τις φυσαλίδες στο νερό του ψύκτη, κοιτάζαμε το τάπερ να στριφογυρίζει στο microwave. A, και μερικές φορές δουλεύαμε.
Δεν μπορεί παρά να απορήσει κανείς βλέποντας εταιρείες γνωστές για το κακό εργασιακό τους περιβάλλον και κυρίως για την κακοπληρωσιά τους να βραβεύονται ξανά και ξανά σε διοργανώσεις εταιρικών βραβείων με φανταστικούς τίτλους και κατηγορίες που δεν μπορούσε κανείς ποτέ να φανταστεί ότι υπάρχουν.
Τα γραφεία είναι φριχτά και υπέροχα ταυτόχρονα, όπως απέδειξε η καλύτερη σειρά όλων των εποχών, το «Οffice» του Ρίκι Ζερβέ. Στην Ελλάδα έχουμε ενσωματώσει τα πιο παράξενα κομμάτια της αμερικανικής εταιρικής κουλτούρας: η ορολογία, οι διαδικασίες, oι λίστες. Στη σπάνια περίπτωση που το γραφείο έχει κάποιο perk, αυτό διαφημίζεται ασταμάτητα, σαν να δουλεύει κανείς στο campus της Google. To τραπέζι του πινγκ-πόνγκ, οι δωρεάν καφέδες σε κάψουλες, τα κουλούρια, ακόμα και οι νέον ταμπέλες στην είσοδο με τσιτάτα από τραγούδια που θυμίζουν στον ιδιοκτήτη τα νιάτα του, όπως «Ι am a firestarter, wicked firestarter», είναι όλα αποδείξεις ότι εδώ δεν είναι όπως στις άλλες δουλειές, που είναι βαρετούληδες, εδώ είναι αλλιώς, έχουν και μαξιλάρες στα γραφεία.
Παράλληλα, έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη βιομηχανία πληρωμένου μάρκετινγκ γύρω από τους εργασιακούς χώρους. Εκδόσεις με απίθανους τίτλους: «Τα πιο χαρούμενα μέρη για να δουλεύεις στην Ελλάδα» (Μάντεψε! Είναι αυτά που μας έδωσαν διαφήμιση), «Τοπ ηγέτες» (όλοι άντρες άνω των 55 και μια γυναίκα που κάνει corporate comms για ξεκάρφωμα) και «Οι τοπ 13 μάνατζερ της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας» (πόσες γαλακτοβιομηχανίες έχει η Ελλάδα;). Δεν μπορεί παρά να απορήσει κανείς βλέποντας εταιρείες γνωστές για το κακό εργασιακό τους περιβάλλον και κυρίως για την κακοπληρωσιά τους να βραβεύονται ξανά και ξανά σε διοργανώσεις εταιρικών βραβείων με φανταστικούς τίτλους («Βραβεία αρχιτεκτονικής κτιρίων υγείας», «Βραβεία ηγεσίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα») και κατηγορίες που δεν μπορούσε κανείς ποτέ να φανταστεί ότι υπάρχουν («Βραβείο πατητής τσιμεντοκονίας», «Βραβείο κατασκευαστή κολάρων για ζωάκια συντροφιάς»).
Ο χειρότερος εργασιακός χώρος όπου έχω δουλέψει ποτέ συνόψιζε όλες τις κακοδαιμονίες της ελληνικής εταιρικής κουλτούρας. Ήταν μια πολύ μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση που είχε δει και καλύτερες μέρες. Κόσμος απολυόταν καθημερινά, χωρίς καμία εξήγηση. Την ίδια στιγμή, ολόκληρα τμήματα της εταιρείας είχαν κλείσει χρόνια πριν, αλλά κάποιοι από τους υπαλλήλους παρέμεναν στη μισθοδοσία και μπαινόβγαιναν ανύποπτες ώρες σε κάτι υπόγεια γραφεία που μύριζαν γατίλα, χωρίς να γνωρίζει κανείς τι ακριβώς κάνουν. Η δουλειά του line manager μου ήταν οι διαδικασίες: ασχολούνταν αφηρημένα με το μάνατζμεντ, συμπληρώνοντας ατέλειωτα φύλλα excel. Η αγαπημένη του ασχολία ήταν τα ατέλειωτα meetings, στα οποία μιλούσε ακατάπαυστα και εμψυχωτικά με πολεμικούς όρους και αγγλικές λέξεις. («Η εταιρεία πρέπει να δώσει τη μάχη των growth initiatives»). Κανείς δεν ήθελε να φύγει πριν από αυτόν κι έτσι όλοι ξημεροβραδιάζονταν στα γραφεία τους, κουτσομπολεύοντας στο messenger και κάνοντας το εικοστό διάλειμμα της ημέρας για τσιγάρο. Στην εταιρεία επικρατούσε τόση παράνοια, που πριν στείλεις οποιοδήποτε e-mail (κάθε e-mail είχε τουλάχιστον είκοσι αποδέκτες γιατί όλοι φυλάγονταν, από κάθε πιθανή κατεύθυνση) έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο και να ειδοποιήσεις αυτόν που θα λάμβανε το e-mail, γιατί προφανώς ήταν πολύ λογικό να παίρνεις πενήντα δύο τηλέφωνα τη μέρα και να λες «σου στέλνω ένα e-mail, πλύσου, χτενίσου και περίμενέ το». Ένα απόγευμα, χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου μου από τα κεντρικά και ένας άγνωστος μου είπε το εξής αμίμητο: «Γεια σας, κυρία Τριβόλη, είμαι ο Χ. Είμαστε σε σύσκεψη εδώ με τον κύριο Άγνωστο 1 και τον κύριο Άγνωστο 2 και σας έχουμε βάλει σε ανοιχτή ακρόαση. Ήθελα να συζητήσω μαζί σας το ενδεχόμενο να κάνουμε μερικές απολύσεις φέτος. Αλλιώς, να δούμε πώς μπορούμε να κόψουμε x χιλιάδες ευρώ από το μπάτζετ μέχρι την επόμενη εβδομάδα».
Το πιο παράξενο είναι πως πρόκειται ακριβώς για εταιρείες σαν κι αυτήν, που μιλάνε ακατάπαυστα για soft skills, αξιοποίηση δυνατοτήτων και στυλ μάνατζμεντ, ενώ την ίδια στιγμή στα παρασκήνια εκτυλίσσονται σαπουνόπερες βυζαντινής ίντριγκας με ιπτάμενα τασάκια και τσιρίδες, κάτι σαν τα ζευγάρια που διαφημίζουν ασταμάτητα την ευτυχία τους στα social media λίγο πριν πάρουν διαζύγιο. Και, φυσικά, είναι πάντα σε κάτι τέτοια μέρη που ακούγεται η περίφημη ελληνική ατάκα: «Εδώ είμαστε μια οικογένεια». Ας τους πει κάποιος πως αυτό δεν είναι διαφήμιση αλλά δυσφήμιση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στο σπίτι σας με ένα κλικ.