ΣΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ, στην οποία περιλαμβάνουν και τον Κασσελάκη, μια ελληνική εκδοχή του τραμπισμού δηλαδή, ακούγονται άπειρες προτάσεις για να βρεθεί από κοινού το αντίπαλο δέος που θα αντιμετωπίσει τον Μητσοτάκη και στις επόμενες εκλογές θα καταφέρει να αντιπαρατεθεί με ικανοποιητικό τρόπο μαζί του. Σχεδόν κάθε στέλεχος των κομμάτων που αθροίζουν την κεντροαριστερά προτείνει κάτι διαφορετικό, όλοι επικαλούνται τη μοναδική αλήθεια που οι ίδιοι γνωρίζουν.
Στις δημόσιες συζητήσεις –γιατί τα κόμματα αποφεύγουν να μιλήσουν εσωτερικώς με ειλικρίνεια και οι διαδικασίες αναλώνονται σε μια ομιλία του «φωτισμένου» ηγέτη τους– καθένας πετάει και ένα όνομα ή μια ιδέα. Ανάμεσα στις τελευταίες, η πιο ανέφικτη είναι αυτή που ακούστηκε τελευταία από τον Νίκο Παππά του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ζήτησε συμπόρευση ΣΥΡΙΖΑ με ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία κάποιου που θα εκλεγεί από τη βάση! Κάτι έπρεπε να πει για να θυμίσει την παρουσία του.
Δεν ζούμε εποχές χαρισματικών ηγετών ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τις ευρωεκλογές στις Βρυξέλλες αναζητούν πρόσωπα χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό βεληνεκές για να καλύψουν τις ηγετικές θέσεις – μια Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τη θέση που είχε κάποτε ο Ζακ Ντελόρ.
Στην πολιτική το άθροισμα δυνάμεων δεν φέρνει το ίδιο αποτέλεσμα όπως στα μαθηματικά. Ένα κι ένα δεν κάνουν πάντα δύο, μπορεί περισσότερα ή, το πιο πιθανό, λιγότερα. Αν, θεωρητικά, με έναν μαγικό τρόπο που δεν είναι εύκολο να φανταστεί κάποιος πώς μπορεί να συμβεί, οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, που αποτελούν τις ισχυρότερες ομάδες του χώρου, αποφάσιζαν να βρουν έναν κοινό τόπο, παραμέριζαν φιλοδοξίες και πολιτικές εγωπάθειες και συμφωνούσαν σε ένα κοινό πρόσωπο που θα ηγούνταν της κοινής προσπάθειας αλλά και σε ένα πρόγραμμα, αυτό δεν θα σήμαινε απαραίτητα ότι το άθροισμα των δυνάμεών τους θα ήταν αντίστοιχο του αθροίσματος των ποσοστών επιρροήςτους.
Οι ψηφοφόροι, στην πλειονότητα τους τουλάχιστον, δεν αποτελούν πειθαρχημένους στρατούς που ακολουθούν τις αποφάσεις οι οποίες παίρνονται σε κάποια κομματικά γραφεία. Αλλά ακόμα και στο απίθανο ενδεχόμενο κατά το οποίο συνέβαινε κάτι τέτοιο, το άθροισμα των ποσοστών των δυο αυτών κομμάτων θα υπολειπόταν του αντίστοιχου ποσοστού της ΝΔ.
Το πρόβλημα της κεντροαριστεράς δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, παρά τις ιδιαιτερότητες που έχει η χώρα μας. Σε όλη την Ευρώπη ο σχετικός χώρος, με τις αντίστοιχες εκφράσεις του, ιδιαίτερα αυτός της σοσιαλδημοκρατίας, που κυριάρχησε περασμένες δεκαετίες, εδώ και χρόνια βρίσκεται σε κρίση την οποία αδυνατεί να ξεπεράσει· η επιρροή του συνεχώς μειώνεται και ωφελημένες δυνάμεις είναι οι συντηρητικές, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια οι ακροδεξιές και λαϊκιστικές.
Γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί δηλαδή η κεντροαριστερά πείθει ολοένα και λιγότερους το εξηγεί ο Γάλλος διανοητής Ντιντιέ Εριμπόν με έναν σαφή τρόπο, συνδέοντάς το με τα χρόνια που η κεντροαριστερά βρέθηκε στην εξουσία. Από τότε «ξεκίνησε μια βαθιά μετάλλαξη της σοσιαλιστικής αριστεράς που μεγάλωνε χρόνο με τον χρόνο. Μ’ έναν ύποπτο ενθουσιασμό, η αριστερά άρχισε να τίθεται υπό την επιρροή νεοσυντηρητικών διανοουμένων οι οποίοι, με το πρόσχημα της ανανέωσης της αριστερής σκέψης, βάλθηκαν να διαγράψουν καθετί αριστερό από την αριστερά. Δεν γινόταν πλέον λόγος για εκμετάλλευση και αντίσταση αλλά για “αναγκαίο εκσυγχρονισμό” και “κοινωνική επανίδρυση”. Δεν γινόταν πλέον λόγος για ταξικές σχέσεις αλλά για “συνύπαρξη”. Δεν γινόταν πλέον λόγος για κοινωνικό πεπρωμένο αλλά για “ατομική ευθύνη”».
Το πρόβλημα είναι δομικό, ιδεολογικό και συνδέεται με την αδυναμία του χώρου να προωθήσει ένα πρόγραμμα με έμφαση στη δεύτερη έννοια του όρου (αριστερά), το οποίο θα γίνει ελκυστικό σε αριθμητικά μεγάλες κοινωνικές ομάδες που προφανώς δεν επηρεάζονται ως προς την πολιτική τους επιλογή μόνο από ένα ξεκάθαρο πρόγραμμά αλλά και από τα πρόσωπα που θα κληθούν να το εφαρμόσουν.
Όμως δεν ζούμε εποχές χαρισματικών ηγετών ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τις ευρωεκλογές στις Βρυξέλλες αναζητούν πρόσωπα χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό βεληνεκές για να καλύψουν τις ηγετικές θέσεις – μια Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τη θέση που είχε κάποτε ο Ζακ Ντελόρ. Όμως επίσης ξεκάθαρο είναι ότι στην εποχή μας ένα κόμμα και ένας πολιτικός ηγέτης χαμηλών προσδοκιών μπορεί να κάνει τη δουλειά με ικανοποιητικό τρόπο.
Ο Κ. Μητσοτάκης, για παράδειγμα, χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερα προσόντα και χαρίσματα, κατάφερε να ηγηθεί του συντηρητικού χώρου γιατί το ήθελαν οι καιροί και οι συνθήκες. Αν και έχει μεγάλη σημασία ποιος μπορεί να ηγηθεί ενός ενιαίου σχήματος της κεντροαριστεράς, μεγαλύτερη έχει ποιο εναλλακτικό κυβερνητικό πρόγραμμα έχει αυτός να προτείνει, το οποίο θα εκφράσει μεγάλες μάζες, κυρίως σε έναν κόσμο που ολοένα περισσότερο βιώνει τεράστιες δυσκολίες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.