ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ κι έχω δώσει στις έντεκα ραντεβού μπροστά στη Νέα Εθνική Πινακοθήκη. Πηγαίνω με τα πόδια. Οι δρόμοι ψιλοάδειοι. Έχει ήλιο και νιώθω ευχάριστα μετά από καιρό. Όχι ακριβώς χαρούμενη. Ένας χρόνος πανδημίας με έχει μάθει να είμαι επιφυλακτική με τα συναισθήματά μου: για το δικό μου καλό, δεν τα πολυεμπιστεύομαι. Όμως, περνώντας απ’ το Καλλιμάρμαρο και συνεχίζοντας ευθεία για την Πινακοθήκη, έρχομαι σε επαφή με μια νέα διάθεση που από καιρό μού διαφεύγει. Αισθάνομαι άνθρωπος. Οι δίαυλοι επικοινωνίας που με συνδέουν με τον έξω κόσμο έχουν ξεμπουκώσει και λειτουργούν. Κάπως σαν να συνέρχεσαι από αρρώστια, το είδος του άβολου ενθουσιασμού που έχεις όταν πετυχαίνει η απόφραξη του νεροχύτη.
Η ουρά μπροστά απ’ τη Νέα Εθνική Πινακοθήκη είναι μεγάλη. Μου δίνει χρόνο να θαυμάσω το επιβλητικό κτίριο και τα γλυπτά που κοσμούν τον εξωτερικό χώρο. Το φως στήνει παιχνίδια με την πρόσοψη. Ο αντικατοπτρισμός αυτής της γωνιάς του Παγκρατίου, απλωμένος πάνω στο κτίριο της Νέας Εθνικής Πινακοθήκης, με διασκεδάζει ώσπου φτάνει η σειρά μου. Στο εσωτερικό είναι εύκολο να κρατήσεις αποστάσεις και όλοι φορούν μάσκες. Θαυμάζω έργα που μου είχαν λείψει. Η Αθήνα εισβάλλει στον χώρο απ’ τα παράθυρα. Στρέφομαι από τα έργα στα κίτρινα ταξί ή στους φοίνικες του δρόμου και πίσω στα έργα. Φυσικά, η εμπειρία δεν έχει καμία σχέση με το να κοιτάζεις πίνακες απ’ την οθόνη του λάπτοπ, τώρα κάνω επιτέλους αυτό που πρέπει να κάνει κανείς όταν θέλει όντως να έρθει σε επαφή, όχι το υποκατάστατο του αληθινού πράγματος, έχω βγει απ’ το δωμάτιό μου (έχω βγει;). Πλησιάζω σε πράσινες, μπλε και ροζ πινελιές που μου φέρνουν γαλήνη. Παίρνω φόρα και πηγαίνω στα σύγχρονα έργα του τελευταίου ορόφου. Οι απαιτήσεις μου είναι αυξημένες. Απαιτώ την ομορφιά εδώ και τώρα. Αισθάνομαι τη θεραπευτική επίδραση μιας νεκρής φύσης με κυδώνια. Παραδόξως, δεν με πιάνει αγοραφοβία. Στις φωτεινές αίθουσες γίνομαι πάλι κάποια που μπορεί να ανατριχιάζει από τα χρώματα.
Η Αθήνα έχει ακόμα τις δόσεις καταστροφής, σαπίλας, αλήθειας και φωτός που χρειάζονται για να προκληθεί το ειλικρινές ενδιαφέρον καλλιτεχνών και φιλόμουσων από διάφορα μέρη του κόσμου.
Μέσα σε μια μανία που με καταλαμβάνει για πίνακες, γλυπτά και εξερεύνηση, βρίσκομαι, το ίδιο Σαββατοκύριακο, στο κομψό Μουσείο Γουλανδρή. Στο Παγκράτι πάλι. Εκπλήσσομαι ευχάριστα απ’ την καλοσύνη των φυλάκων. Πάντα σκέφτομαι τι μπορεί να σκέφτονται όσοι στέκονται όρθιοι πλάι σε έναν Βαν Γκογκ. Το μυστήριο σπάει όταν ένας επισκέπτης βγάζει τη μάσκα του και ο φύλακας τού ζητάει να τη φορέσει πάλι. Την ώρα που πηγαίνω, το πλήθος είναι υποφερτό. Η συλλογή πολύ καλή. Κοιτώντας έναν Kλέε νιώθω ξανά συνδεδεμένη με άλλους τόπους, με άλλους ανθρώπους, με κάποιου είδους κοινή ανθρώπινη ουσία. Μετά από έναν χρόνο καταθλιπτικής, υποχρεωτικής παραμονής στο ίδιο μέρος αισθάνομαι ξανά πως υπάρχουν κι άλλα μέρη και πως τα χρώματα, οι ομορφιές και ο καλλιτέχνες τους μας αφορούν.
Το lockdown ήταν η τιμωρία των αισθήσεων. Η απαγόρευση του αγγίγματος. Η ακύρωση της όσφρησης. Η όραση καταδικασμένη να περιεργάζεται τα ίδια (εσωτερικά) τοπία. Το άνοιγμα των μουσείων είναι η ανάκτηση όσων είχαν χαθεί. Ο κόσμος στις ουρές έξω απ’ τις πινακοθήκες αποδεικνύει ότι το φλερτ με την τέχνη δεν ήταν μια λύση ανάγκης «επειδή όλα τα άλλα είναι κλειστά», αλλά αναγκαίο συστατικό μιας ζωής με νόημα.
Η Αθήνα μπορεί και πρέπει να είναι ο απόλυτος προορισμός για καλλιτέχνες και λάτρεις της τέχνης. Επειδή το κόστος ζωής παραμένει κάπως χαμηλό σε σχέση με άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, είναι μια σχετικά ελκυστική πόλη για καλλιτέχνες (παρόλο που εδώ δεν δίνεται η στήριξη που, αυτονοήτως, παρέχεται σε άλλα μέρη). Η βαλκανίλα και η γήινη ειλικρίνεια της Αθήνας εμποδίζουν την πλήρη κατάκτηση της πόλης από διεθνείς και εγχώριους χίπστερ που κάνουν την τέχνη «τέχνη» και τα ενδιαφέροντα μέρη ακριβές γειτονιές για «ειδικούς» των χρηματοοικονομικών που θέλουν να εργάζονται στους ανακυκλώσιμους, ξύλινους πάγκους των κουλ καφέ. Η Αθήνα έχει ακόμα τις δόσεις καταστροφής, σαπίλας, αλήθειας και φωτός που χρειάζονται για να προκληθεί το ειλικρινές ενδιαφέρον καλλιτεχνών και φιλόμουσων από διάφορα μέρη του κόσμου.
Μπροστά σε πίνακες του Γκίκα ένα ζευγάρι παθαίνει νευρικό γέλιο. «Σ’ αρέσει ο κυβισμός;» λέει το αγόρι και η κοπέλα επιμένει να φύγουν επιτέλους, να βγουν έξω. Με κοιτούν αυτάρεσκα, περιφρονητικά, μέσα στην παντοδυναμία της ένωσής τους. Μου είχε λείψει να είναι αυτό το πρόβλημά μου, η φασαρία των άλλων μπροστά σε έναν πίνακα με στέγες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.