1. ΠΟΛΛΑ, ΛΕΝΕ, ΘΥΜΙΖΟΥΝ τους «παλιότερους καιρούς». Εικόνες μιας δημοκρατίας καταναλωτών, άνοδος των ιδιωτικών καταθέσεων και φυσικά η πληρότητα των τουριστικών προορισμών. Ίσως και ο αριθμός όσων ταξίδεψαν αυτές τις βδομάδες σε χώρες της Ευρώπης, στην Αμερική ή στην Ανατολική Ασία. Όποιος, από την άλλη, θέτει ερωτήματα και αμφιβάλλει για κάποια βιαστικά συμπεράσματα κατακεραυνώνεται ως μίζερος και εχθροπαθής. Η σκηνική ομοιότητα δεν συνιστά ωστόσο ισχυρή απόδειξη. Μπορεί να σκεφτεί κανείς μια άλλη εκδοχή των πραγμάτων, κάπως πιο απομυθοποιητική για τους ορκισμένους οπαδούς της ανακτημένης κανονικότητας: οι άνθρωποι ξοδεύουν πια ό,τι τους βρίσκεται, δεν οργανώνουν τη ζωή τους στη βάση κάποιου μέλλοντος και, συχνά, αναβάλλουν μια (άχαρη) οφειλή –λ.χ. την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας– για χάρη ενός τριημέρου στο βουνό. Υπάρχει επίσης ένας νεανικός κόσμος που ξέρει να ανακαλύπτει φτηνές ρωγμές για τη διεθνική μετακίνησή του. Ο φοιτητής, ας πούμε, που θα πάει Άμστερνταμ ή θα πεταχτεί Γερμανία έχοντας λύσει, με κάποιον τρόπο, το ζήτημα της διαμονής και κάποιων άλλων εξόδων. Αυτό που παίζει λοιπόν ως λούπα κανονικότητας είναι περισσότερο η τεχνογνωσία τού να ζεις και να παίρνεις ανάσες σε έναν κόσμο αβεβαιότητας και θολού μέλλοντος. Είναι μάλλον η «ακύρωση του μέλλοντος» (Μαρκ Φίσερ) που έχει κάνει πολύτιμο πόρο το διαθέσιμο παρόν σαν ένα σύνολο ευκαιριών και κινήσεων διαφυγής.
2. Η «παλιά εποχή», παρ' όλα αυτά, επιμένει στοιχειώνοντας τους νέους του 2025 με τα «Υπάρχω» της. Ο Καζαντζίδης, τα κλαρίνα και οι ζουρνάδες στα ψησίματα στο κέντρο της πόλης ή σε πανηγύρια, μια αγορά διαφόρων συμβόλων πατροπαράδοτης λαϊκότητας, φυτρώνουν δίπλα στην αμφισβήτηση και στις λόγιες αποδομήσεις τους. Όπως η αστική κανονικότητα επιστρέφει με λούπες αναβίωσης, έτσι επανέρχονται και τα σημάδια μιας Ελλάδας που έχει αποσυρθεί, αλλά έχει ακόμα την ικανότητα να παράγει συγκινήσεις, αρνήσεις, νοσταλγικές πιένες ή μίνι πολιτισμικούς πολέμους. Θα έλεγε κανείς ότι η «παλιά εποχή» ζει, έχοντας πεθάνει. Συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο που οι «παλιές δεκαετίες» κυκλοφορούν ελεύθερα στις τεράστιες αποθήκες διαδικτυακού vintage.
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρξει μια άλλη πρόταση συνοχής και συλλογικής αξιοπρέπειας από αυτήν που παίζει σε λούπες είτε την πρώιμη, ριζοσπαστική, είτε την ύστερη, καταναλωτική Μεταπολίτευση. Ένας κριτικός, λαϊκός μοντερνισμός που θα αντισταθεί στις επιδημίες νοσταλγίας και μαζί στον κενό και φαφλατά φουτουρισμό όσων εκθειάζουν τη «μετα-Ελλάδα» σαν επενδυτικό αντικείμενο.
3. Oι λούπες κανονικότητας μάς ταξιδεύουν κατά βάση στη δεκαετία του ’90 και στις δυο κύριες ιδεολογικές της περιοχές: τον φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό και τον συντηρητικό κοινοτισμό. Το σήμερα όμως διαφέρει βαθιά από τις ψυχικές και οικονομικές διαστάσεις της δεκαετίας του ’90. Η λούπα επιμένει σε ηχητικές και οπτικές παραισθησίες ομοιότητας, κάνοντας freeze frame σε σκηνικά ευμάρειας. Ούτε όμως το διεθνές περιβάλλον, ούτε η συνθήκη της τωρινής μεσαίας τάξης είναι σε θέση να υποσχεθούν αντίστοιχα φαινόμενα. Ο συντηρητικός κοινοτισμός επανεξοπλίζεται περισσότερο ως μνησίκακο πλάνο και συνωμοσιολογική υπερδιέγερση. Ο φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός έχει μετατραπεί σε ιδεολογία των apps και της εκάστοτε τεχνοκρατικής διευθέτησης κάποιων υπερβολών (από τις τεχνικές ρυθμίσεις για τον ψηφιακό εθισμό των εφήβων έως την ψηφιοποίηση της κρατικής γραφειοκρατίας). Η υπόσχεση για εκπλήρωση ενός εθνικού ονείρου, είτε μέσα από τον εξωστρεφή ευρωπαϊσμό είτε μέσα από την ανάκτηση της χαμένης ιδιοπροσωπίας έχει εξαντληθεί από τις επαναλήψεις της.
4. Κερδίζει πάλι έδαφος η ιδέα της νησίδας σε έναν άγριο ωκεανό ανασφάλειας. Η ιδέα δηλαδή μιας χώρας όπου οτιδήποτε «ανώμαλο» και καταστροφικό (ακόμα και οι μεγάλες φυσικές καταστροφές) εξισορροπείται από το γλαυκό της λιακάδας, από μια ήρεμη φωτεινότητα μαζί με την απόλαυση της επιφάνειας των πραγμάτων που έχει το δικό της βάθος. Γι’ αυτό και όσες αναφέρονται σε κοινωνικά δεινά εγκαλούνται σαν φωνές μιας βαρυχειμωνιάς που εμποδίζουν τη φυσική διαδικασία της λήθης, του «πάμε παρακάτω» και των νέων επιτυχιών. Το ότι με την κλιματική κρίση το μοτίβο της ευτυχούς ελληνικής εξαίρεσης γίνεται εύθραυστο και ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκθέσει τους διαφημιστές του δεν μετράει. Ο μοναχικός τρομοκράτης που σκορπάει τον θάνατο στην Αμερική, οι βόμβες και τα χαλάσματα στη Γάζα, οι εικόνες θεομηνιών και τα σπαράγματα πολιτικού χάους σε διάφορα μέρη του πλανήτη μας ενισχύουν την ιδέα της Ελλάδας ως χωριστής, ευνοημένης νησίδας εν μέσω χαλασμού.
5. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρξει μια άλλη πρόταση συνοχής και συλλογικής αξιοπρέπειας από αυτήν που παίζει σε λούπες είτε την πρώιμη, ριζοσπαστική, είτε την ύστερη, καταναλωτική Μεταπολίτευση. Ένας κριτικός, λαϊκός μοντερνισμός που θα αντισταθεί στις επιδημίες νοσταλγίας και μαζί στον κενό και φαφλατά φουτουρισμό όσων εκθειάζουν τη «μετα-Ελλάδα» σαν επενδυτικό αντικείμενο. Όποια και αν είναι η απάντηση, περνά μέσα από την κοινωνική-πολιτική δράση. Η τετριμμένη φράση πως η λύση εξαρτάται από την παιδεία είναι σωστή μόνο όταν διευρύνουμε την περίμετρο της παιδείας και εντάξουμε σε αυτή μαθήσεις του συνολικού πρακτικού βίου και κυρίως μια νέα τέχνη για τη σχέση της ατομικότητας με συλλογικούς στόχους.
6. Οι δυνάμεις της αποθάρρυνσης και της ψευδεπίγραφης θετικότητας, οι μηδενισμοί και οι γερασμένες εκδοχές «θετικής σκέψης» συμπλέουν στην ίδια κρίση. Η απελευθέρωση από την αποθάρρυνση δεν έρχεται έτσι όταν αγοράζουμε τις συνταγές «αυτοπεποίθησης των νικητών», όσων ουσιαστικά κινούνται άνετα μέσα στον διάκοσμο των προνομίων τους. Ούτε ηττημένοι ούτε νικητές, για να παραφράσω εκείνο το ιστορικό «ούτε δήμιοι ούτε θύματα». Θα μπορούσε να είναι μια ηθική ευχή για το 2025, αλλά και για όλα τα χρόνια που έρχονται.