ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΤΟΥΣ, καθ’ οδόν προς τις εκλογές, επιδιώκουν να προσελκύσουν την προσοχή των ΜΜΕ. Ενδιαφέρονται και βρίσκουν τρόπους να πάρουν περισσότερο χώρο και χρόνο στα διάφορα μέσα, παραδοσιακά και νέα, έντυπα και ψηφιακά, προκειμένου να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και να αναδείξουν τις θέσεις τους στο κοινό.
Αυτό που κυρίως μετρά για τα κόμματα και όσους/-ες διεκδικούν την ψήφο των πολιτών είναι να κερδίσουν ορατότητα ώστε η παρουσία τους να εντυπωθεί στους εκλογείς και τα ίδια, κόμματα και υποψήφιοι, να καταστούν επιλέξιμες επιλογές όσο οι εκλογικές γνώμες θα διαμορφώνονται στον δρόμο προς την κάλπη.
Προφανώς και υπάρχουν εκλογείς που έχουν οριστικοποιήσει τις εκλογικές τους επιλογές χωρίς τη διαμεσολάβηση των εργαλείων της πολιτικής επικοινωνίας, πριν χρειαστεί να εμφανιστούν ενώπιον της κάλπης. Αυτοί οι ψηφοφόροι, ωστόσο, γίνονται πια δυσεύρετοι, με το είδος του σταθερού εκλογέα να βαίνει ολοένα μειούμενο, αν κρίνουμε από τον μεγάλο και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των αναποφάσιστων αλλά και από τα υψηλά ποσοστά όσων δεν συμμετέχουν στις εκλογές.
Για μια μεγάλη γκάμα ψηφοφόρων η κυρίαρχη τάση είναι εκείνη της διεύρυνσης του αριθμού των δυνητικά επιλέξιμων κομμάτων, το γεγονός δηλαδή ότι όλο και λιγότερα κόμματα μπαίνουν σε μια «μαύρη λίστα» που ο εκλογέας εκ των προτέρων αποκλείει ότι θα τα ψήφιζε.
Ακόμη κι αν η ορατότητα δεν συνοδεύεται από θετικές συνδηλώσεις αλλά ακολουθείται από αρνητικά στερεότυπα «περί χαμένης ψήφου», «περιθωριακής επιλογής» κ.λπ., πάντα θα βρεθούν θετικοί αποδέκτες στο εκλογικό σώμα οι οποίοι ψηφίζουν με κριτήρια αρνητικά, αντισυστημικά, τιμωρητικά.
Αντίθετα, με μια διαβάθμιση πιθανοτήτων, μεγαλώνει ο αριθμός των κομμάτων στα οποία θα μπορούσε ο εκλογέας να δώσει την ψήφο του. Εξάλλου, δεν είναι λίγοι οι εκλογείς που ψηφίζουν διαφορετικά κόμματα σε εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές ή που ψηφίζουν με διαφορετικά κριτήρια τον αντιπρόσωπό τους στο εθνικό Κοινοβούλιο και με διαφορετικά τον δήμαρχό τους.
Το γεγονός, λοιπόν, ότι υπό προϋποθέσεις περισσότερα από ένα κόμματα μπορεί να θεωρούνται επιλέξιμα από κάθε μεμονωμένο εκλογέα είναι ένας σημαντικός λόγος που τα κόμματα και οι υποψήφιοί τους «δίνουν μάχες» για μια θέση σε ένα τηλεοπτικό πάνελ ή σε ένα επιδραστικό podcast, επιχειρώντας να δηλώσουν το «παρών» τους στους εκλογείς.
Το να δοθεί ευρεία και θετική προβολή σε μια θέση πολιτικής ή στη δράση ενός κόμματος, του αρχηγού του ή και μεμονωμένων στελεχών και υποψηφίων του προφανώς και είναι το ζητούμενο και αυτό το οποίο επιδιώκουν τα κόμματα εξουσίας πρώτιστα αλλά και ευρύτερα εκείνα που επηρεάζουν τη διακυβέρνηση.
Τα ήδη γνωστά κόμματα που συγκεντρώνουν ευδιάκριτα εκλογικά ποσοστά και οι επικεφαλής τους όσο πυκνώνουν τη μιντιακή παρουσία τους τόσο αυξάνουν τις πιθανότητες να εδραιώσουν την εκλογική τους δεξαμενή και να επεκτείνουν την επιρροή τους στους ακόμη ταλαντευόμενους και πολλαπλώς διεκδικούμενους εκλογείς. Για τα μικρότερα κόμματα προφανώς έχει μεγάλη σημασία η με θετικό τρόπο ανάδειξή τους από τα media.
Τα ίδια, ωστόσο, πρωτίστως ενδιαφέρονται και διεκδικούν την προβολή της παρουσίας τους και την ευκαιρία να κερδίσουν ορατότητα μέσα στην κομματική αρένα. Καθώς διεκδικούν ένα μικρό μερίδιο εκλογικής υποστήριξης που θα τους φέρει, εν προκειμένω και στην περίπτωση του εκλογικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα, έστω οριακά πάνω από το εκλογικό σκαλοπάτι του 3%, η εκλογική ορατότητα είναι εκείνη που κυρίως μετρά.
Ακόμη κι αν η ορατότητα δεν συνοδεύεται από θετικές συνδηλώσεις αλλά ακολουθείται από αρνητικά στερεότυπα «περί χαμένης ψήφου», «περιθωριακής επιλογής» κ.λπ., πάντα θα βρεθούν θετικοί αποδέκτες στο εκλογικό σώμα οι οποίοι ψηφίζουν με κριτήρια αρνητικά, αντισυστημικά, τιμωρητικά, με αποτέλεσμα μικροσκοπικά κόμματα, διαμαρτυρίας ή των άκρων, να λειτουργήσουν ως εκλογικές εναλλακτικές για ένα τμήμα των ψηφοφόρων.
Καθ’ οδόν προς τις βουλευτικές εκλογές του 2012 η αύξηση της ορατότητας της Χρυσής Αυγής, που ως έναν βαθμό ήταν αποτέλεσμα της μιντιακής ελκυστικότητας που δημιουργούσε σε ένα ισχυρά ματαιωμένο τμήμα του εκλογικού σώματος ένα μόρφωμα πρόθυμο να παράγει brutal εικόνες και να επιδεικνύει την εμπλοκή του σε βίαιες πρακτικές, βοήθησε σημαντικά στην εκλογική της ενίσχυση.
Παρότι η άνοδός της θεωρείται αποτέλεσμα της παρουσίας μεταναστών στα «κάστρα» της στο κέντρο της Αθήνας και εν συνεχεία της οικονομικής κρίσης στη χώρα, ήταν κυρίως οι πρακτικές πόρτα-πόρτα που την έκαναν γνωστή στον κόσμο και εν συνεχεία η προβολή της από τα tabloid έντυπα και τις αλά human-stories τηλεοπτικές εκπομπές που διαμόρφωσαν το πολιτικό brand Χρυσή Αυγή, για το οποίο υπήρξε εκλογική ζήτηση.
Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 διαμορφώνονται συνθήκες διεύρυνσης της ορατότητας του κόμματος Κασιδιάρη. Παρότι οι λόγοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που πυροδότησαν την άνοδο της Χρυσής Αυγής το 2012 και ο στόχος τώρα είναι να μπουν θεσμικά αναχώματα σε μορφώματα που συνδέονται με εγκληματικές οργανώσεις, η διεύρυνση της ορατότητας του κόμματος Κασιδιάρη διευκολύνει την κινητοποίηση μιας εκλογικής δεξαμενής στην οποία στοιβάζονται αυταρχικές, αντικοινοβουλευτικές και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις, κινητοποιήσιμες πρωτίστως από την άκρα δεξιά.
Ο χώρος και η δυναμική του αγνοήθηκαν και υποτιμήθηκαν επί μακρόν τις τελευταίες δεκαετίες. Από την άλλη, ωστόσο, θα ήταν λάθος, στην παρούσα φάση, η οργανωτικά εξασθενημένη άκρα δεξιά να μπει στο επίκεντρο της κομματικής αντιπαράθεσης και να κατακτήσει ευρεία μιντιακή ορατότητα, με συνέπεια τη διεύρυνση της συμβολικής της σημασίας και με ανοιχτό το ενδεχόμενο της μεγέθυνσης της επιρροής της στους εκλογείς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.