Ο ΠΟΛ ΚΡΟΥΓΚΜΑΝ, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας το 2008, καθηγητής σε κάποια από τα πιο διάσημα πανεπιστήμια του κόσμου, συγγραφέας και σχολιαστής, αποχαιρετά τους New York Times μετά από σχεδόν 25 χρόνια ως τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας, θέση από την οποία επιτέθηκε συχνά στις πολιτικές λιτότητας και λειτούργησε ως επικριτής της πολιτικής τάξης.
Υπήρξε σκληρός επικριτής του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζορτζ Μπους του νεότερου, τόσο για την οικονομική όσο και για την εξωτερική πολιτική του, καταδικάζοντας αυστηρά τον πόλεμο στο Ιράκ. Επέκρινε επίσης περισσότερες από μία αποφάσεις της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα.
Η αποχώρησή του έρχεται λίγο πριν από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, συγκυρία που δεν φαίνεται να αποτελεί σύμπτωση. Ο Κρούγκμαν ανακοίνωσε προχθές δημόσια την απόφασή του σε ένα άρθρο με τίτλο: «Η τελευταία μου στήλη: Βρίσκοντας ελπίδα σε μια εποχή έντονης δυσαρέσκειας».
Ο Κρούγκμαν ξεκίνησε να γράφει στην εφημερίδα στις 2 Ιανουαρίου του 2000, καταθέτοντας τις σκέψεις του για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, κάτι που κάνει και στην αποχαιρετιστήρια στήλη του: «Φαίνεται ότι αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να αναλογιστούμε τι έχει αλλάξει τα τελευταία 25 χρόνια», γράφει. Το ύφος είναι το ίδιο όπως πάντα –άμεσο παρά την πολυπλοκότητα των θεμάτων που συζητούνται, και φειδωλό με τα επίθετα– αλλά ο τόνος έχει αλλάξει: η ελπίδα που ένιωθε στις αρχές του νέου αιώνα έχει αντικατασταθεί από ένα αίσθημα αποθάρρυνσης. «Αυτό που μου κάνει εντύπωση, κοιτάζοντας πίσω, είναι πόσο αισιόδοξοι ήταν τότε πολλοί άνθρωποι, τόσο εδώ όσο και σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, και πόσο αυτή η αισιοδοξία έχει αντικατασταθεί από θυμό και δυσαρέσκεια», γράφει.
Το ευρώ ως νόμισμα επέζησε της ευρωπαϊκής κρίσης που κορυφώθηκε το 2012, η οποία οδήγησε ορισμένες χώρες σε επίπεδα Μεγάλης Ύφεσης. Αυτό που δεν επέζησε είναι η εμπιστοσύνη στους ευρωκράτες και η πίστη σε ένα λαμπρό ευρωπαϊκό μέλλον…
«Και δεν μιλάω μόνο για τα μέλη της εργατικής τάξης που αισθάνονται προδομένοι από τις ελίτ», συνεχίζει. «Μερικοί από τους πιο θυμωμένους και πιο αγανακτισμένους ανθρώπους στην Αμερική αυτήν τη στιγμή –άνθρωποι που έχουν μεγάλη επιρροή στην επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ– είναι δισεκατομμυριούχοι που δεν αισθάνονται ότι τους θαυμάζουν επαρκώς… Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς πόσο καλά ένιωθαν οι περισσότεροι Αμερικανοί στις αρχές του 2000. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ένα επίπεδο ικανοποίησης από την κατεύθυνση της χώρας που μοιάζει σουρεαλιστικό με τα σημερινά δεδομένα. Πού πήγε αυτή η αισιοδοξία; Όπως το βλέπω εγώ, είχαμε μια συντριπτική κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις ελίτ: Το κοινό δεν πιστεύει πλέον ότι οι άνθρωποι που διοικούν τα πράγματα ξέρουν τι κάνουν ή ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ειλικρινείς».
Σημειώνει επίσης ότι η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υπονόμευσε κάθε πίστη του κοινού ότι οι κυβερνήσεις ήξεραν πώς να διαχειρίζονται τις οικονομίες: «Το ευρώ ως νόμισμα επέζησε της ευρωπαϊκής κρίσης που κορυφώθηκε το 2012, η οποία οδήγησε ορισμένες χώρες σε επίπεδα Μεγάλης Ύφεσης. Αυτό που δεν επέζησε είναι η εμπιστοσύνη στους ευρωκράτες και η πίστη σε ένα λαμπρό ευρωπαϊκό μέλλον… Και δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη του κοινού. Είναι εκπληκτικό να κοιτάξει κανείς πίσω και να δει πόσο πιο ευνοϊκά αντιμετωπίζονταν οι τράπεζες πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση».
«Υπάρχει λοιπόν διέξοδος από τη ζοφερή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;», αναρωτιέται στην κατάληξη του τελευταίου άρθρου του για τους New York Times. «Αυτό που πιστεύω εγώ», γράφει, «είναι ότι ενώ η δυσαρέσκεια και η πικρία μπορεί να φέρει κακούς ανθρώπους στην εξουσία, μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να τους κρατήσει εκεί. Κάποια στιγμή το κοινό θα συνειδητοποιήσει ότι οι περισσότεροι πολιτικοί που καταφέρονται εναντίον των ελίτ είναι στην πραγματικότητα ελίτ οι ίδιοι με κάθε έννοια του όρου, και θα αρχίσει να τους καθιστά υπεύθυνους για την αποτυχία τους να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους. Και σε εκείνο το σημείο το κοινό μπορεί να είναι πρόθυμο να ακούσει ανθρώπους που δεν δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά προσπαθούν να πουν την αλήθεια όσο καλύτερα μπορούν. Ίσως να μην ανακτήσουμε ποτέ το είδος της εμπιστοσύνης στους ηγέτες μας που είχαμε κάποτε. Ούτε και θα έπρεπε. Αλλά αν αντισταθούμε στην κακιστοκρατία –την κυριαρχία των χειρότερων– η οποία αναδύεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μπορεί τελικά να βρούμε το δρόμο μας πίσω σε έναν καλύτερο κόσμο».