Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΥΡΟΥΤΣΙΚΑΣ και ο Στάθης Τσιτλακίδης, νέοι άνθρωποι της Πολεμικής Αεροπορίας, έχασαν τη ζωή τους με τη συντριβή του Phantom με το οποίο πετούσαν. Ο συγκεκριμένος θάνατος γέννησε μια λαϊκή συγκίνηση, μια σπάνια μορφή συναισθηματικής σύγκλισης των πιο διαφορετικών ανθρώπων. Μια στιγμιαία άρση των άλλων χασμάτων και της πολιτικής διαίρεσης.
Όχι σε όλους φυσικά. Υπάρχει πάντα ένας κόσμος που δεν μπορεί να καταλάβει τα αποθέματα κύρους και ψυχικής ταύτισης που έχει ακόμα η ιδέα της πατρίδας ή όσων την υπερασπίζονται. Κόσμος που δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι, απ’ όσο μάθαμε, γι' αυτούς τους δυο «επαγγελματίες στρατιωτικούς» ήταν απολύτως ζωντανή μια ιδέα αποστολής και όχι απλώς μια επαγγελματική ιδιότητα. Αυτό για κάποιους φαντάζει σκάνδαλο.
Υπάρχει πάντα ένας κόσμος που δεν μπορεί να καταλάβει τα αποθέματα κύρους και ψυχικής ταύτισης που έχει ακόμα η ιδέα της πατρίδας ή όσων την υπερασπίζονται.
Τέτοιες εκδοχές περιφρόνησης όμως δεν επικοινωνούν με τα δημόσια συναισθήματα. Γιατί οι πολλοί που συγκινούνται από τον θάνατο των δύο πιλότων αντιλαμβάνονται καλά τις κρίσιμες διαφορές: τη διαφορά του «καραβανά» από τον άνθρωπο της αποστολής, τη διαφορά του πατριωτισμού από τον κούφιο δωρεάν εθνικισμό, τη διαφορά του νέου που μπαίνει ενσυνείδητα σε αυτόν τον κίνδυνο από κάποιον άλλο που σχολιάζει, εκ του ασφαλούς, τις αυταπάτες «Ελλήνων και Τούρκων» (εξισώνοντας ως συνυπαίτιους τον Ερντογάν και την ελληνική κυβέρνηση).
Σε κοινωνίες σαν και τις δικές μας όπου, όπως λέμε συχνά, βασιλεύει το ιδιωτικό συμφέρον, προκαλείται πάντα κάποια αναστάτωση όταν κάποιος αποδεικνύεται ικανός για αυτοθυσία. Ο άνθρωπος που είναι έτοιμος να πράξει κατά της αυτοσυντήρησής του εμφανίζεται ύποπτος. Κάτι θα έχει αυτός, λένε διάφοροι, για να θέλει να γίνει πιλότος. Τι; Πάθος για την ταχύτητα, τρέλα των αιθέρων, αδρεναλίνη.
Και οι άλλοι από δίπλα μπορεί να προσθέτουν: του πήραν το μυαλό με τον φτηνό πατριωτισμό τους, τσάμπα πήγε το παιδί. Λες και οι πιλότοι αυτοί –και οι άλλοι που έχουν πεθάνει με τον ίδιο τρόπο– ήταν απλώς άγουροι έφηβοι που καβαλούν μια μηχανή για κόντρες στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Ή σαν να ήταν μέλη κάποιας ομαδούλας που γράφει πατριωτικά συνθήματα στους τοίχους.
Σκανδαλίζει το ότι δεν είναι όλα «συμφέρον». Η κοινωνία έχει μέσα της διαφορετικές ποιότητες ατόμων και κοινωνικών δεσμών, διαφορετικές κλίμακες αφοσίωσης και εγωισμού. Η καθημερινότητα τα σκεπάζει όλα κάτω από τη σφαίρα των αναγκών. Φυσικά η οικονομία της αυτοσυντήρησης έχει το πάνω χέρι στις αποχρώσεις της ειρηνικής ζωής. Η κανονικότητα, ακόμα και αυτή η διασαλευμένη και ανάστατη από τις κρίσεις κανονικότητα, παραμένει πιο ασφαλής από τη ζωή ενός Μάριου Μιχαήλ Τουρούτσικα ή ενός Στάθη Τσιτλακίδη.
Αυτοί (και οι άλλοι σαν αυτούς) πετούσαν πάνω απ' όλες τις κανονικές ζωές με τα παράπονα και τις αντιθέσεις μας. Προστάτευαν την όλη επικράτεια όπου γίνεται εφικτή η ελευθερία μας. Στην περίπτωσή τους το βασικό αξίωμα στάθηκε η διάσωση των άλλων, όλων των άλλων, πλην των ίδιων. Το έσχατο συμφέρον τους είχε συμφιλιωθεί με την πιθανότητα του προσωπικού τους θανάτου. Και αυτό κάνει όλη τη διαφορά.
Πώς συμβιώνουμε όμως με κάτι ψηλότερο από το μπόι μας; Να ένα καλό ερώτημα για όσους και όσες ζούμε αναγνωρίζοντας το γεγονός πως υπάρχουν και άνθρωποι της αποστολής, άνθρωποι ικανοί για θυσία. Πώς συγκατοικούμε μαζί τους; Όχι προσπαθώντας να μειώσουμε την ύπαρξη και τον θάνατό τους. Όχι επιχειρώντας να δούμε παντού ψώνια, τρέλες, ιδεοληψίες. Όχι ανεμίζοντας τη σημαία του συμφέροντος που τάχα κυβερνά όλο τον κόσμο και κάθε πτυχή της ζωής μας, άρα και τη δική τους. Όλα αυτά μοιάζουν με τη φτηνή πραμάτεια μιας έλλειψης κατανόησης ή με φορτία μνησικακίας και μικρότητας.
Ο Μάριος Μιχαήλ Τουρούτσικας και ο Στάθης Τσιτλακίδης πέθαναν έχοντας πλήρη συνείδηση ότι το επάγγελμά τους δεν ήταν σαν τα άλλα, ότι ο δικός τους ουρανός δεν ήταν τουριστικός, αναψυχής, ποιητικό στερέωμα ή για extreme sports. Κι αν μας συντρίβει η απώλειά τους είναι γιατί βλέπουμε πως αυτός ο ουρανός (ο δικός τους) εγγυάται τη δική μας γη, το δικό μας ταπεινό έδαφος με όλες τις πράξεις και τα λόγια με τα οποία το γεμίζουμε.
Υπάρχουν θάνατοι που έχουν δημόσιο, συλλογικό και υπερβατικό νόημα. Θάνατοι θνητών και απολύτως ανθρώπινων παιδιών που έχουν ένα άλλο ύψος. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν το προνόμιο να μας αγγίζουν περισσότερο, αφήνοντας απέξω το κρύο αίμα των αμέτοχων.