ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΔΡΟΜΕΑ Θανάση Γκαβέλα που δεν βλέπει. Τρέχει, κερδίζει το χρυσό. Κοιτάζω το σώμα του. Με εντυπωσιάζει. «Τώρα, τι δικαιολογία έχεις για να γλιτώσεις την πρωινή γυμναστική;» μου λέω. Τι δικαιολογία έχεις γενικώς μπροστά στην πυκνή ενέργεια που εκπέμπουν οι αθλητές των παραολυμπιακών αγώνων;
Σπανίως το πιστεύω, αλλά μπροστά τους μου γίνεται πειστική η ιδέα ότι με τη θέληση οι άνθρωποι όλα τα μπορούν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν η ζωή σού φέρθηκε σκληρά υποχρεούσαι να υποκρίνεσαι ότι δεν τρέχει τίποτα.
Υποθέτω πως όλοι οι αθλητές έχουν ένα σώμα που υποφέρει. Στην περίπτωση των ανθρώπων σε αμαξίδιο, όμως, μου είναι τόσο εμφανής αυτή η ικανότητα να ζεις με τη δυσκολία και να κάνεις θαύματα με τη δυσκολία.
Μου αρέσει που συγκρούονται. Που είναι ανηλεείς. Θα νόμιζε κανείς πως μερικοί άνθρωποι σε αμαξίδιο θα μαζεύονταν για χαλαρό μπασκετάκι, αλλά όχι, η μάχη είναι σκληρή, οι αθλητές δεν αστειεύονται.
Εμείς έχουμε πει να ζούμε έτσι που στα μπαρ να μην είναι ασφαλές να χορεύουν τυφλοί. Εμείς, οι προσωρινά «υγιείς», φταίμε που στα θέατρα δεν συνωστίζονται αμαξίδια. Εμείς έχουμε αποτύχει, σε αντίθεση με άλλα πολιτισμένα έθνη, να έχουμε μια ασφαλή λωρίδα στον δρόμο για αμαξίδια και ποδήλατα.
Την πρώτη φορά που είδα άνθρωπο σε αμαξίδιο να περνάει καλά βρισκόμουν στο εξωτερικό. Σε ένα μπαρ, ένας νέος άντρας γελούσε δυνατά, μεθυσμένος, μαζί με τους φίλους του. Αυτός στο αμαξίδιο, αυτοί σε σκαμπό.
Στην Αθήνα έχω συναντήσει ανθρώπους σε αμαξίδιο και είχα κάποιους συμφοιτητές που δεν έβλεπαν. Οι συναντήσεις αυτές ήταν σε ένα ελεγχόμενο πλαίσιο. Ο άνθρωπος με την ειδική ικανότητα είχε έρθει να παρακολουθήσει κάποια συζήτηση ή να συμμετάσχει σε κάποια διαμαρτυρία κι έτσι είχα το προνόμιο της γνωριμίας του. Δεν βρήκα νέους ανθρώπους με αμαξίδιο στα μπαρ εδώ. Ή στο χαλαρό, να κόβουν βόλτες. Ίσως να μη συχνάζουμε στα ίδια μέρη κι αυτό είναι άσχημο (για μένα).
Εγώ κινούμαι στο κέντρο. Τα πόδια μου λειτουργούν κι έτσι μπορώ να αποφεύγω τις παγίδες. Δεν βλέπω καλά, αλλά εύκολα διακρίνω τα φανάρια. Ευτυχώς, γιατί μόνο δυο-τρεις διαβάσεις έχουν ήχο. Και φαντάσου να πρέπει να πάρεις τα μέσα μαζικής μεταφοράς που έρχονται μία στο τόσον και όπου πρέπει να ’σαι πραγματικά σε φόρμα, με γερά γόνατα και καλούς πνεύμονες, για να αντέξεις τη διαδρομή (ναι, ακόμα έτσι είναι, με τόσο καιρό πανδημία).
Το κέντρο απευθύνεται στους αρτιμελείς. Ή σε όσους δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους, αλλά έχουν μια οικογένεια και την οικονομική «άνεση» να τους φροντίζει κάποιος. Κάθε φορά που βλέπω έναν νέο άνθρωπο με κινητική δυσκολία να βοηθιέται απ’ τους γονείς του να πάει μια βόλτα ντρέπομαι για λογαριασμό αυτής της αφιλόξενης πόλης.
Είναι αστείο που διάφοροι σχολιαστές των όσων μας συμβαίνουν απορούν που στην Ελλάδα η οικογένεια ή η Εκκλησία έχουν ακόμα τόση δύναμη πάνω στους ανθρώπους. Μα γιατί; Ποιος συντρέχει τους ανθρώπους σ’ αυτήν τη χώρα, όταν τα πράγματα τους πάνε στραβά;
Οι πιο αόρατοι για την πόλη και το κράτος είναι οι άνθρωποι που αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον με άλλον τρόπο από αυτόν της πλειοψηφίας (πράγμα εντελώς τυχαίο). Μιλάνε με τα χέρια. Τρέχουν με τα μάτια κλειστά. Βλέπουν με τα αυτιά και τα χέρια τους. Προχωράνε πάνω σε ρόδες. Το ότι ο κόσμος μας είναι σχεδιασμένος κατά τρόπο που να μην τους περιλαμβάνει είναι απόφαση και όχι αναγκαιότητα.
Εμείς έχουμε πει να ζούμε έτσι που στα μπαρ να μην είναι ασφαλές να χορεύουν τυφλοί. Εμείς, οι προσωρινά «υγιείς», φταίμε που στα θέατρα δεν συνωστίζονται αμαξίδια. Εμείς έχουμε αποτύχει, σε αντίθεση με άλλα πολιτισμένα έθνη, να έχουμε μια ασφαλή λωρίδα στον δρόμο για αμαξίδια και ποδήλατα.
Εμείς ανεχόμαστε αυτό το επίπεδο μεταφορών, που μάς προσβάλλει όλους. Και πάντα μου ’κανε εντύπωση ο τρόπος που επιλέγουμε να θεωρήσουμε κρίσιμη ή επουσιώδη την έλλειψη κάποιου χαρακτηριστικού. Όταν έχεις αποτύχει παταγωδώς να μπεις στη θέση του άλλου, δεν σου υπολείπεται κάτι αναγκαίο; Δεν είσαι λίγος; Και αν ασκείς εξουσία, δεν είσαι και υπόλογος γι’ αυτήν σου την ανεπάρκεια;
Οι αθλητές που κέρδισαν στους Παραολυμπιακούς γυρίζουν σε μια χώρα που τους αδικεί. Μια μόνιμη και διαρκής αδικία. Καθημερινά τους θέτει εμπόδια. Για ποιον λόγο; Τίποτα στον σχεδιασμό μιας πόλης δεν επιβάλλει τον αποκλεισμό. Είναι απόφαση. Τίποτε δεν επιβάλλει την ανεπαρκή φροντίδα την ώρα της κακουχίας σου, είναι απόφαση.
Απόφαση είναι και το να σε πείθουν διαρκώς οι αγενείς συμπολίτες σου, στις προσωπικές συναναστροφές, στον δρόμο, στο ίντερνετ, ότι ο κόσμος δεν σε χωράει, επειδή τα πράγματα δεν σου πάνε συνέχεια καλά. Είναι μια αλληλουχία από λάθος αποφάσεις.