ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΑΥΤΕΣ έχουν την τραγωδία στον Λίβανο και φυσικά πολύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, όμως, φαίνεται πως έχει ριζώσει στη δημοσιότητα και η «βία μεταξύ ανηλίκων», με τον φακό στραμμένο σε καθημερινά επεισόδια, στον ξυλοδαρμό μιας δεκατετράχρονης, σε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και ομαδικά πεσίματα σε πλατείες και δρόμους. Ξέροντας φυσικά πώς λειτουργεί η πατέντα των σχετικών ρεπορτάζ και το στυλ αυτής ειδικά της θεματολογίας, μπαίνουμε στον πειρασμό να «προσπεράσουμε».
Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι εδώ έχουμε ακόμα έναν ηθικό πανικό που ψάχνει νοσηρότητες για να τραφεί ένα έμφοβο και ζαλισμένο κοινό ενηλίκων και γερόντων. Κάπως έτσι το θέμα διευθετείται σαν εκ του πονηρού υπερβολή που υπηρετεί τη συντηρητική ατζέντα (ατζέντα που τη χρειάζεται και η κυβέρνηση για να αντισταθμίσει κάποιες απώλειες εκ δεξιών). Κάποιοι επιπλέον αναζητούν στατιστικά στοιχεία και συγκριτικά δεδομένα για να οδηγηθούν στο συμπέρασμα πως απλώς σήμερα καταγράφονται καλύτερα τα κρούσματα ή πως έχουν αυξηθεί οι αστυνομικές παρεμβάσεις και όχι τα περιστατικά (αυτή είναι και η δήλωση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη).
Η συνολική έκταση της βαναυσότητας δεν είναι άσχετη με κοινωνικά προβλήματα ή παθολογίες ανταγωνιστικών μικρόκοσμων. Γι’ αυτό και αν δεν επανεισάγουμε κοινωνικά συναισθήματα στους αντίποδες του ψυχρού ατομικισμού, δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε βήμα πέρα από τον φαύλο κύκλο τιμωρητικού λαϊκισμού και δημαγωγικής υπερπροστασίας.
Τι μπορούμε να σκεφτούμε για το φαινόμενο, πέρα από τους καθησυχαστικούς ή συναγερμικούς τόνους; Νομίζω πως είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το τι συμβαίνει αν έχει κατά νου είτε να τρομάξει τον κόσμο είτε να τακτοποιήσει τα επώδυνα ερωτήματα με μια υψηλή κοινωνιολογική διάγνωση. Είναι αλήθεια πως ο «συντηρητικός» πολίτης καταφεύγει στην εικόνα του μπάχαλου και της αστυνομίας και πως η σκέψη του κατακλύζεται από αυτό το δίπολο αταξίας και τάξης, ένα ζεύγος που το προβάλλει διαρκώς στον καθρέφτη των φόβων του. Διακρίνω όμως και στην άλλη πλευρά (στην ευρύτερη αριστερή και ριζοσπαστική γνώμη) σχήματα που σηκώνουν πολλά ερωτήματα.
Επειδή, για παράδειγμα, η ρητορική περί ασφάλειας και παραβατικότητας έχει κατοχυρωθεί περισσότερο στα δεξιά, κάποιος αισθάνεται την ανάγκη να αρνηθεί και την πραγματικότητα ή την έκταση του φαινομένου. Ίσως όμως πρέπει να μιλήσουμε για πολλαπλές μορφές βαναυσότητας –η οποία είναι κάτι πιο ευρύ από τη βία– που αναμφισβήτητα επεκτείνονται. Αυτές δεν είναι απαραίτητα οι πιο κραυγαλέες εκδοχές καβγά, χτυπημάτων, συγκρούσεων, σαν αυτές που απασχολούν τη δημοσιότητα. Έχει περισσότερο νόημα να μας απασχολήσει η σκληρή αδιαφορία, η κυνική αποστασιοποίηση και ιδίως ένας συναισθηματικός αναλφαβητισμός που μετατρέπει κάποια παιδιά (πολλά, λίγα;) σε «καθάρματα».
Δεν πρόκειται, φυσικά, για κάποια άμεση και ευθύγραμμη φασιστικοποίηση των ατόμων. Παρ' όλα αυτά, το κατεξοχήν γνώρισμα αυτής της διάχυτης βαναυσότητας είναι οι φαντασιώσεις δύναμης. Μια γενιά (και όλοι μας πλέον) καλείται να συνηθίσει στην ιδέα ότι η καλή και ωραία ζωή ανήκει σε όποιον είναι δυνατός, πλούσιος, γεμάτος ενέργεια, ικανός να προκαλεί φόβο ή έναν «σεβασμό» μέσω του φόβου. Στην αιχμή της βαναυσότητας βρίσκεται έτσι ο ανταγωνισμός για τα gadgets, για τα «κτήματα» και τις επικράτειες. Η κατοχή αντικειμένων και άλλων προσώπων επιρροής ή υποτέλειας.
Η δύναμη εδώ είναι αδιαχώριστη από τη μνησίκακη αντίδραση του ταπεινωμένου και φοβισμένου «ιδιοκτήτη». Μικροϊδιοκτήτες των γυναικών τους ή των γκάτζετ, φύλακες μιας επικράτειας και έμπρακτοι, αξιολύπητοι μηδενιστές. Περιφρόνηση για τη μόρφωση, για την αγάπη που μπορεί να τους κάνει ευάλωτους, για οτιδήποτε τελικά θολώνει κάπως τα σύνορα ενός εμπόλεμου αρσενικού ή μιας μιμητικά πανικόβλητης κοπέλας που θέλει να γίνει κι αυτή συμμέτοχος σε ασκήσεις καταδυνάστευσης και κυριαρχίας.
Προφανώς, η συνολική έκταση της βαναυσότητας δεν είναι άσχετη με κοινωνικά προβλήματα ή παθολογίες ανταγωνιστικών μικρόκοσμων. Γι’ αυτό και αν δεν επανεισάγουμε κοινωνικά συναισθήματα στους αντίποδες του ψυχρού ατομικισμού, δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε βήμα πέρα από τον φαύλο κύκλο τιμωρητικού λαϊκισμού και δημαγωγικής υπερπροστασίας. Το βασικό: να σταματήσουμε πια να αποθεώνουμε τις αξίες της δύναμης και της επιβολής – συχνά μέσα από μια ρητορική υπεροχής και κατανίκησης του άλλου, του πιο ανάξιου ή «άχρηστου». Αυτό, όμως, είναι και το πιο δύσκολο γιατί έχει ανάγκη μια διαφορετική κοινωνική και πρακτική φαντασία. Από καιρό, πάντως, δεν αρκεί ο θυμωμένος σχολιασμός της μίας ή άλλης κτηνωδίας των δελτίων.