Μπαίνοντας στο, ασφυκτικά γεμάτο με «ντιζάιν» θησαυρούς, στούντιο του Στέργιου Δελιαλή, κάπου στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης, εκτός απ' τον ίδιο, με υποδέχεται και μια κάμερα. Το συνεργείο ενός νέου ντοκιμαντέρ με θέμα τον Δελιαλή είναι ήδη εκεί και θα καταγράψει όλη τη συνέντευξη που δίνει ο designer και ιδρυτής του Μουσείου Design της Θεσσαλονίκης στο LIFO.gr. Έχω χρόνια να βρεθώ στο στούντιό του - τελευταία φορά ήταν τη δεκαετία του '90 όταν, όχι με την ιδιότητα του θείου αλλά του ειδικού, με βοήθησε σε ένα πρότζεκτ για τον Andy Warhol.
Το 2016 θα είναι η χρονιά του Δελιαλή. Τον Ιούλιο θα τιμηθεί στο ICTVC Παγκόσμιο Συνέδριο Τυπογραφίας και Οπτικής Επικοινωνίας και μια μεγάλη αναδρομική έκθεση της δουλειάς του θα παρουσιαστεί στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης και θα έχει τίτλο: «1960–2015 | 55 Χρόνια Graphics, Χώροι, Κατασκευές, κι ένα Μουσείο Design». Επίσης το ντοκιμαντέρ που γυρίζει ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Καμπούρογλου ο οποίος εδρεύει στη Νέα Υόρκη και πηγαινοέρχεται ειδικά για τα γυρίσματα θα ολοκληρωθεί και θα προβληθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, παρουσιάζοντας την ιστορία του Στέργιου, την τωρινή ζωή του, το στήσιμο της αναδρομικής του και τις περιπέτειες του μοναδικού Μουσείου Design που κατόρθωσε να μεγαλουργήσει παρότι άστεγο.
Επίτιμα μέλη της Ένωσης Γραφιστών Ελλάδας ανακηρύσσονται με απόφαση γραφίστες ή πρόσωπα που έχουν διακριθεί στο χώρο της οπτικής επικοινωνίας ή έχουν προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες για την ευόδωση των σκοπών της Ένωσης. Το 2005 ήταν η σειρά του Στέργιου Δελιαλή και του Κάρολου Τσίζεκ
Πώς ξεκίνησαν όμως όλα αυτά; «Να το πιάσω απ' την αρχή αρχή;» λέει. «Καταρχήν ως μικρό παιδάκι ζωγράφιζα όπως όλα τα παιδάκια. Μισοαντέγραφα και απ' τα παιδικά βιβλία, τα βιβλία του σχολείου, τις εφημερίδες, από πίνακες που έβλεπα στο σπίτι και σε άλλα σπίτια. Μία μεγάλη χαρά που πήρα ως παιδί ήταν όταν είχα ζωγραφίσει κάτι, οτιδήποτε, και η μαμά μου το είδε και μου έδωσε χαρούμενη ένα μεγάλο φιλί. Μια άλλη μεγάλη χαρά ήταν όταν στην τάξη, δευτέρα δημοτικού ίσως, είχα γράψει κάτι στον πίνακα, πχ. "Μαρία σ' αγαπώ" και η δασκάλα μού έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Κι εγώ χάρηκα, γιατί κατάλαβα πως αναγνώρισε τον γραφικό μου χαρακτήρα.» Από τότε δεν σταμάτησε να σχεδιάζει.
Κανένα πλάνο δεν είχε για τα επαγγελματικά του. Διάβαζε και σκίτσαρε. Ήταν καλός στο να κάνει χάρτες, και έτσι, μαθητής, έβγαλε το πρώτο του χαρτζιλίκι. Ένας γνωστός του πατέρα του ήταν τυπογράφος και πήγαινε και χάζευε για να δει πώς γίνεται η δουλειά, ενώ μετά άρχισε να ζωγραφίζει τα φόντα για έναν κύριο που έκανε γιγαντοαφίσες για τις ταινίες του κινηματογράφου. Σύντομα ξεκίνησε να μαθαίνει γραμμικό σχέδιο κοντά σε άλλο οικογενειακό φίλο.
Ήταν 15 ετών όταν έφυγε απ' το σπίτι και παράτησε το σχολείο. «Δεν ήταν μόνο ότι κέρδιζα κάποια χρήματα... Ήμουν λιτός και ένιωθα ότι η υπόλοιπη ζωή -εκτός σχολείου- ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Διάβαζα μετά μανίας, από εγκυκλοπαίδειες μέχρι κόμικς και από κλασική λογοτεχνία μέχρι ρομάντζα, και αισθανόμουν ότι λάμβανα τις γενικές γνώσεις που χρειαζόμουν. Εντάξει, επίσης βαριόμουν πολύ το σχολείο. Οπότε το παράτησα... Φεύγοντας απ' το σπίτι, έφηβος ακόμα, βρήκα ένα μικρό χώρο κοντά στους δικούς μου και τον έκανα υπνοδωμάτιό και στούντιο για να διαβάζω και να σχεδιάζω.» (Τον διαβεβαιώνω πως αυτό είναι το όνειρο πολλών 15χρονων παιδιών, να ζουν μόνα τους από δική τους επιλογή, και πως πρέπει να ήταν ασυνήθιστη η περίπτωσή του, ειδικά μια και μιλάμε για πριν από 50 χρόνια.)
Τότε ήταν περίπου που τύπωσε το πρώτο του σκίτσο στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς, σχεδίασε σακούλες για δισκάδικο, έστησε βιτρίνες για ρουχάδικα... «Και μετά πήγα στρατό. Όμως ζωγράφιζα όλα τα στρατόπεδα, κι έτσι δεν ένιωσα φαντάρος. Σχεδίαζα τις εκκλησίες, τα ΚΨΜ, τους λοχαγούς, τους ταγματάρχες - και τους άρεσαν τα σχέδιά μου και μου έδιναν άδειες και επέστρεφα συχνά στη Θεσσαλονίκη να κάνω τα δικά μου.»
Γνωρίζω ότι μετά το στρατό μετακόμισε στην Αθήνα, όπου είχε μεγαλώσει, για να δουλέψει. Τον ρωτώ πώς και κατέβηκε εκεί. «Με ωτοστόπ» απαντά κυριολεκτώντας. (Με ωτοστόπ γύρισε και τη μισή Ελλάδα, ζωγραφίζοντας, ως αντάλλαγμα, τους πλοιάρχους, τους οδηγούς, τους ταξιδιώτες.) Με το που κατέβηκε λοιπόν, το 1966, έμαθε για τη συνεργασία του Μαρινόπουλου με την γαλλική Prisunic, χτύπησε την πόρτα των Γάλλων, τους έδειξε τη δουλειά του και συμφώνησαν αμέσως. Έφτιαξε δύο μαγαζιά μαζί τους, κι η εμπειρία της δημιουργίας τεράστιων γαλλικών σούπερμάρκετ λειτούργησε σα μεγάλο σχολείο.
Συνεχίζει κάνοντας εκτός των άλλων λογότυπα, αλλά και χειροποίητες διαφημιστικές αφίσες κατά παραγγελία, μεταξύ των οποίων ήταν και μια ασπρόμαυρη για τις εμφανίσεις του Σαββόπουλου στο Ροντεο.
«Την βλέπει ο κύριος Πατσιφάς», λέει εννοώντας τον ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα, «και μετά από μερικούς μήνες κάνω το εξώφυλλο του δεύτερου δίσκου του Σαββόπουλου. Αρχίζω λοιπόν μια συνεργασία με τη Λύρα, αλλά και την Κολούμπια και την Πόλυντορ. Έκανα διάφορα εξώφυλλα, πχ. θυμάμαι των Poll, που είχε μέσα 16 σελίδες κόμικ που έκανα με ήρωες τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος - ο δίσκος είχε λευκό εξώφυλλο, αναφορά στο λευκό άλμπουμ των Beatles. Έκανα και τα «Απέραντα Χωράφια» του Τουρνά, δίσκους του Πλέσσα που ηχογραφούσε για την Αμερική, θεατρικά έργα, παιδικούς δίσκους.»
Στη συνέχεια πηγαίνει για δύο χρόνια στο Λονδίνο, αναλαμβάνοντας ακομπλεξάριστα ό,τι σχεδιαστική δουλειά του τύχαινε, βλέποντάς τα όλα ως μεγάλη πρόκληση και ευκαιρία για να εξελιχθεί. «Μου άρεσε ο Milton Glaser, ήταν τα χρόνια της ψυχεδέλειας, άλλοτε με επηρέαζε η Art Déco άλλοτε η Art Nouveau, μου άρεσε ο Πίτερ Μαξ... Δεν χρειαζόμουν πολλά λεφτά. H προτεραιότητα ήταν τσιγάρα, χαρτί και μολύβια, ψωμοτύρι, βιβλία. Και δίσκοι.»
Τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Θεσσαλονίκη. Καθώς περνούσε ο καιρός, αντιλαμβανόταν πως τα χρηστικά αντικείμενα της δουλειάς του τον ενδιέφεραν όλο και περισσότερο. «Το μολύβι μου ήταν Caran d'Ache, επέλεγα να μην είναι Φάμπερ, αλλά ήξερα και την ιστορία του Φάμπερ. Η λάμπα μου ήθελα να είναι συγκεκριμένη. Η καρέκλα μου ήθελα να είναι τροχήλατη και να μοιάζει κάπως συγκεκριμένα, μετά άρχισα να κάνω λίστες με καρέκλες, άρχισα να ψάχνω τις νέες τεχνολογίες και τις καινοτομίες στα χρηστικά αντικείμενα, ανακάλυπτα πώς λειτουργούν τα πράγματα. Και έτσι, σιγά σιγά άρχισα να συλλέγω. Και ταξίδευα για να δω τι καινούργιο κυκλοφόρησε, τι νέο χτίστηκε. Πήγα ας πούμε με τη Μαριάνα [τη γυναίκα του] ένα πρωί του 1984 στη Στουτγάρδη για λίγες μόνο ώρες, για να δω τη Νέα Κρατική Γκαλερί που μόλις είχε φτιάξει ο Στέρλινγκ, ο Εγγλέζος αρχιτέκτονας. Και εκεί πρόσεξα πως στην μεγάλη αυλή οι καρέκλες που είχε βάλει για τους επισκέπτες ήταν, να τέτοια», δείχνει μια καρέκλα δίπλα μας, «και θυμάμαι ότι αυτή ήταν η πρώτη μου καρέκλα που πήρα για να την βλέπω.»
Η συλλογή του έγινε σιγά σιγά γνωστή και τον πλησίαζαν φοιτητές για να την αξιοποιήσουν στη διπλωματική τους, ενώ πανεπιστήμια τον καλούσαν για να μιλήσει με αφορμή αυτήν. Αγαπούσε πολύ τα μουσεία design που είχαν ανοίξει σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, και γύρω στο 1990 αποφάσισε ότι θα είχε ενδιαφέρον να κάνει τη συλλογή του προσβάσιμη στο κοινό. Το 1993 μια παιδική του φίλη του προσέφερε ένα κατάστημα στην Μητροπόλεως κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους. Τον βοήθησαν πολλοί φίλοι και γνωστοί και στα διαδικαστικά. (Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή στο σπίτι είχαμε τις κεραίες μας ανοιχτές για παλιά χρηστικά αντικείμενα που μπορεί να βλέπαμε οπουδήποτε γιατί «ίσως θα αρέσει στον Στέργιο!»)
Γκραν σουξέ. Διεθνής αναγνώριση - το Μουσείο Ντιζάιν της Θεσσαλονίκης ήταν ένα απ' τα μόλις 14 του κόσμου τότε. Μετακλήσεις, εκθέσεις εντός Ελλάδας αλλά και εκτός -όπως στη Νέα Υόρκη-, για πρώτη φορά ήρθε για το στήσιμο έκθεσης επιμελητής απ' το MOMA της Νέας Υόρκης, μετά από πρόσκληση του Δελιαλή. Θυμάμαι διάφορες εκθέσεις αντικειμένων ή και πόστερ. Σε μία απ' αυτές, στην κοινή έκθεση των Milton Glaser και Tony Palladino είδα ένα πόστερ του δεύτερου που ακόμα και σήμερα παραμένει απ' τα πιο έξυπνα πράγματα που έχω δει.
Το 1998 το Μουσείο φεύγει απ' τη Μητροπόλεως, με μεγάλα σχέδια. Μετά από απόφαση της Πολιτείας να δοθεί η πρώτη προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης για να γίνουν πολιτιστικοί χώροι, θα γινόταν εκτός των άλλων Μουσείο Φωτογραφίας, και Κινηματογράφου (έγιναν) και θα έβρισκε επιτέλους και μόνιμη στέγη το Μουσείο Ντιζάιν. «Σχεδιάζω το έργο» θυμάται ο Δελιαλής, «τελειώνουμε πρώτοι απ' όλα τα Μουσεία την κατασκευή -κι ο εργολάβος μάλιστα παίρνει κι ένα πριμ επειδή τελείωσε νωρίς, έχουμε φτιάξει το πρόγραμμα, υπογράφουμε το συμφωνητικό με το Υπουργείο Πολιτισμού και υπαγόμαστε στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Είναι όλα έτοιμα, αμπαλαρισμένα, και περιμένουμε να μπούμε, αλλά... Δεν μας το δίνουν. Ξεκινούν μια άλλη έκθεση. Νοικιάζουμε λοιπόν αποθήκες, μεταφέρουμε τα πράγματα. Για μεγάλο διάστημα περιμένουμε απάντηση. Ζητάμε απάντηση.»
—Τι εξήγηση δώσανε λοιπόν;
«Δεν έδωσαν. Δεν έμαθα ποτέ τι συνέβη. Είχαν έρθει οι Υπουργοί, τους είχα ξεναγήσει, τους είχε αρέσει... Και μετά σιωπή.
Το θέμα ήταν πως το μουσείο παρέμενε γνωστό στην Ευρώπη και ο κόσμος ρωτούσε τι γίνεται. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά γράφανε, ρεπορτάζ στην τηλεόραση...
Και αρχίζουμε να κάνουμε δράσεις και να φτιάχνουμε εκθέσεις που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, χωρίς να έχουμε καν δικό μας χώρο.»
Το μουσείο ήταν -και είναι ακόμα, σχεδόν 20 χρόνια μετά- άστεγο. Τα αντικείμενά του φυλάσσονται σε ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους που θέλουν χρήματα και ασφάλεια και συνεχή έλεγχο και ο Στέργιος πληρώνει αναγκαστικά τους λογαριασμούς, ενώ πληρώνει και την εφορία για το Μουσείο χωρίς φυσικά να έχει κάποιο έσοδο. Ίσως χρειαστεί, λέει, να πουλήσει κάποια αντικείμενα, είτε διπλά ή μονά, ιδανικά σε κάποιον που ξέρει και δεν θα τα έπαιρνε ως «μπιμπελό», για να βρει πόρους για να συντηρήσει τα υπόλοιπα...
Παρ' όλα αυτά, σήμερα το ενδιαφέρον για τον Δελιαλή και το έργο ζωής του είναι εξαιρετικά αυξημένο κι ο ίδιος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δημιουργική φάση. Λίγες μέρες πριν βρεθούμε ήταν επίσημος καλεσμένος και ομιλητής στην έναρξη του πρώτου έτους στη Σχολή Αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο. Καθώς μιλάμε γυρίζεται το ντοκιμαντέρ για το έργο του, ενώ αυτές τις μέρες ετοιμάζει τη μεγάλη αναδρομική έκθεση των 55 χρόνων δουλειάς του που θα παρουσιαστεί στο Παγκόσμιο Συνέδριο Τυπογραφίας και Οπτικής Επικοινωνίας.
«Άλλο σοκ κι αυτό», λέει ξερά, χωρίς να μπορεί όμως να κρύψει τον σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό του. «Προετοιμάζουμε ήδη την έκθεση. Θα έχει τα πάντα: Από τα σκιτσάκια που έκανα μικρός, μέχρι ό,τι σχεδίασα από graphics, κατασκευές, χώρους, αντικείμενα, και φυσικά θα έχει και το Μουσείο Ντιζάιν.»
Τον ρωτώ ποια είναι τα συναισθήματά του σχετικά με την όλη εμπειρία του και των περιπετειών του. «Τα καλύτερα» λέει κατευθείαν. Εγώ στη θέση του θα ένιωθα πικραμένος πολύ, του λέω, μπορεί να στράβωνα και με τη συλλογή και να την πουλούσα κιόλας. «Όχι, όχι», λέει σχεδόν αυστηρά. «Δεν θα τα παρατούσα. Αυτή είναι η δουλειά μου, αυτό μ' αρέσει να κάνω, αυτό είναι το παιχνίδι μου. Ο Άλαν Φλέτσερ έλεγε ότι το ντιζάιν δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ζωής, και συμφωνώ απόλυτα.» Μα δεν ξενέρωσε καθόλου με όσα έγιναν; «Ήταν οδυνηρό συναισθηματικά, δεν αντιλέγω, αλλά αν κάτι με στεναχωρεί είναι η απογοήτευση φίλων και γνωστών εκτός Ελλάδας, αλλά και όσων αξιοποιούσαν αυτά που προσέφερε το μουσείο. Η δημιουργικότητα όμως δεν στερεύει ποτέ. Σαν μικρά παιδιά, θα συνεχίσουμε να παίζουμε μ' αυτά που μας αρέσουν, μ' όποιο τρόπο μπορούμε. Για πάντα.»
Φεύγοντας τον ρωτώ ποιο είναι κατά τη γνώμη του το πιο καλοσχεδιασμένο αντικείμενο όλων των εποχών. «Ίσως ο αναπτήρας Zippo», λέει, ανάβοντας τσιγάρο. «Και συμβολικά και σχεδιαστικά. Είναι το σχήμα του, το πιάσιμό του, ο ήχος του, ότι μπορείς, ξερωγώ, να χτυπήσεις και ωραία γροθιά, ότι δε σβήνει, ότι έχει σώσει ζωές στον πόλεμο - στο Μουσείο Zippo είδα χτυπημένους από σφαίρες αναπτήρες που έσωσαν ανθρώπους. Μ' αρέσει να δωρίζω Zippo. Ακόμα και σ' αυτούς που δεν καπνίζουν». Στην πόρτα με αποχαιρετά ρωτώντας: «Καπνίζεις;» Όχι πια, απαντώ. «Πάρτον παρ'όλα αυτά» λέει και μου τον σπρώχνει στη χούφτα και λίγο μετά στο ταξί κοιτάζω τον Zippo σαν να βλέπω πρώτη φορά. Και δεν βλέπω πια έναν αναπτήρα, αλλά ένα -σχεδόν εξωγήινο- σύγχρονο έργο τέχνης.