Αφγανιστάν, η μία ήττα γεννάει την άλλη
EDITORIAL
Alain Gresh
Διευθυντής του σάιτ Orient XX
Η Καμπούλ έπεσε και οι Ταλιμπάν χρειάστηκαν μόνο λίγες εβδομάδες για να κατατροπώσουν τον αφγανικό στρατό που χρηματοδοτήθηκε και εκπαιδεύτηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες επί είκοσι χρόνια. Υπενθυμίζουμε ότι το κομμουνιστικό καθεστώς είχε επιβιώσει άλλα τρία χρόνια μετά την αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού. Ωστόσο, η αφγανική καταστροφή υπερβαίνει την περιστασιακή ήττα και υπογραμμίζει το φιάσκο του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας".
Tην άνοιξη του 1988 ήμασταν συγκεντρωμένοι στην Καμπούλ. Δια φωνής Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η Σοβιετική Ένωση είχε μόλις ανακοινώσει τη μονομερή απόσυρση των στρατευμάτων της που είχαν εισέλθει στο Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 1979. Για πρώτη φορά, το καθεστώς ανοιγόταν σε μια ομάδα 150 ξένων, Δυτικών κυρίως, δημοσιογράφων, των οποίων οι γνώσεις γύρω από την ιστορία και τον πολιτισμό του Αφγανιστάν άγγιζαν επικίνδυνα το μηδέν. Συνοψίζονταν δε σε ένα στοιχειώδες αξίωμα: ο πόλεμος γινόταν μεταξύ των ένδοξων μουτζαχεντίν και ενός κομμουνιστικού κόμματος - του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος, που είχε καταλάβει την εξουσία στις 27 Απριλίου 1978 - το οποίο δεν ήταν παρά μία σοβιετική μαριονέτα.
Το βράδυ, κλεισμένοι στο ξενοδοχείο, μια ώρα πριν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μας προσκάλεσε ο Αμερικανός επιτετραμμένος, ο οποίος μας ανέλυσε, με τη βοήθεια επιτελικών χαρτών και την αυτοπεποίθηση ενός στρατηγού που διέβλεπε μια μεγάλη νίκη, πώς οι αντάρτες επρόκειτο να καταλάβουν την Καμπούλ μόλις θα έφευγαν και οι τελευταίοι Σοβιετικοί στρατιώτες. Οπλισμένοι με βεβαιότητες και εντυπωσιασμένοι από τις "πληροφορίες" αυτές, οι δημοσιογράφοι περιπλανήθηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας αναζητώντας μια εικόνα που να συμβολίζει την αναπόφευκτη ήττα της ΕΣΣΔ, όπως αυτή ενός τανκ που είχε ανατραπεί σε ένα ποτάμι της πόλης, αδιάψευστη απόδειξη της διάλυσης του καθεστώτος.
Εκείνη την εποχή, κανείς δεν νοιαζόταν για το μέλλον των Αφγανών γυναικών. Ωστόσο, στην πρωτεύουσα, μόνο οι μισές από αυτές φορούσαν το τσαντρί, το πέπλο που τις καλύπτει ολόκληρες, από την κορυφή ως τα νύχια, αφήνοντας μόνο ένα στενό, δικτυωτό, άνοιγμα στο επίπεδο του προσώπου, και μπορούσες να τις συναντήσεις στους διαδρόμους των υπουργείων και των διοικήσεων. Είχαν πρόσβαση τότε στην εκπαίδευση, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις.
Η σύγκρουση, που γινόταν αντιληπτή ως μια αντιπαράθεση Ανατολής/Δύσης, μεταξύ του Κακού και του Καλού, περιλάμβανε όμως και άλλους παράγοντες εκτός από τους Δύο Μεγάλους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Αφγανιστάν, βαθιά διαιρεμένο και με πολλές τάσεις στο εσωτερικό του, είχε, αν και περιορισμένη, πραγματική επιρροή στα "σύγχρονα" στρώματα -ιδιαίτερα στους αξιωματικούς και τους στρατιώτες- καθώς και στις μειονότητες, γεγονός που το οδήγησε να κατακτήσει την εξουσία χωρίς την υποστήριξη των Σοβιετικών, οι οποίοι είχαν άριστες σχέσεις με τον ανατραπέντα πρόεδρο Μοχάμαντ Νταούντ Χαν. Είχα συναντήσει τότε κάποια από τα στελέχη του κινήματος και διαπίστωσα την αποφασιστικότητά τους να μην παραδώσουν την εξουσία αμαχητί.
"Να ματώσουν οι Ρώσοι"
Η αφγανική αντίσταση ήταν διασπασμένη σε ένα πλήθος ομάδων, και οι ριζοσπαστικές τάσεις (δεν ονομάζονταν ακόμη τζιχαντιστές) είχαν ενισχυθεί όσο προχωρούσε ο πόλεμος και ο Κόκκινος Στρατός διέπραττε εγκλήματα. Αλλά για τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν και τη Δύση, ήταν "μαχητές της ελευθερίας" που πολεμούσαν την "αυτοκρατορία του Κακού". Τους αποδίδονταν όλες οι αρετές των γενναίων, και τόσο συγκινητικών μέσα στις παραδοσιακές τους φορεσιές, ιπποτών.
Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1995, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Selig S. Harrison και ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ για το Αφγανιστάν, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισημερινού Diego Cordovez έγραφαν: "Αν η Μόσχα ήταν ο κακός, δεν υπήρχαν ήρωες" σε αυτή την ιστορία. Ωστόσο, για την Ουάσινγκτον, έπρεπε να "πολεμήσει μέχρι κι ο τελευταίος Αφγανός", ώστε "οι Ρώσοι να ματώσουν". Η στρατηγική αυτή είχε ήδη καθοριστεί το 1980 από έναν νεαρό ερευνητή που επρόκειτο να ενταχθεί στη διοίκηση του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν, τον Φράνσις Φουκουγιάμα, το βιβλίο του οποίου Το τέλος της ιστορίας (The End of History and the Last Man, 1992) δεν τον είχε κάνει ακόμη διάσημο. Στο όνομα μιας μανιχαϊστικής θεώρησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σαμποτάριζαν, στη διάρκεια των ετών, τις προσπάθειες του ΟΗΕ για την εξασφάλιση μιας ειρηνικής μετάβασης βασισμένης στην αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού.
Είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί επιτελείς, και όχι μόνο αυτοί, ερμήνευσαν τη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν ως απόδειξη ενός ασταμάτητου επεκτατισμού - την αναζήτηση πρόσβασης στις θερμές θάλασσες, ένα απλό στάδιο προς την κατάκτηση του κόσμου. Ο πάντα οξυδερκής φιλόσοφος Ζαν Φρανσουά Ρεβέλ ανακοίνωνε το τέλος των δημοκρατιών, οι οποίες αδυνατούσαν να πολεμήσουν "τον πιο τρομερό από τους εξωτερικούς αυτούς εχθρούς, τον κομμουνισμό, την σύγχρονη παραλλαγή και το ολοκληρωμένο μοντέλο του ολοκληρωτισμού"...
Κατασκευάζοντας τους τζιχαντιστές
Ωστόσο, αυτό το "ολοκληρωμένο μοντέλο" είχε μόνο λίγα χρόνια ζωής και τα τανκς του Κόκκινου Στρατού δεν ήταν έτοιμα να αλώσουν τα Ηλύσια Πεδία. Ο πόλεμος που χρηματοδοτήθηκε από την Ουάσινγκτον ελάχιστα συνέβαλε στην κατάρρευση ενός ήδη θνησιγενούς συστήματος, αλλά έδωσε απροσδόκητη δύναμη στις πιο εξτρεμιστικές τάσεις των ανταρτών που οι ΗΠΑ και το Πακιστάν χρηματοδοτούσαν κατά προτεραιότητα: μήπως αυτές δεν πολεμούσαν καλύτερα; Στη συνέχεια αυτής της μακράς και θανατηφόρας αντιπαράθεσης θα δημιουργηθεί μια γενιά Αφγανών και Αράβων τζιχαντιστών, οι οποίοι θα στραφούν ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως θα δούμε με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Αν η Ουάσινγκτον δεν δημιούργησε την Αλ Κάιντα, όπως θέλουν να πιστεύουν ορισμένοι, συνέβαλε σε αυτήν με την τύφλωσή της.
Ας επιστρέψουμε στην Καμπούλ εκείνης της άνοιξης του 1988. Σε αντίθεση με τις ψευδαισθήσεις του Αμερικανού διπλωμάτη, το καθεστώς επέζησε άλλα τρία χρόνια μετά την αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού και αντιστάθηκε πολύ καλύτερα από την αφγανική εξουσία που εγκατέστησε η Ουάσιγκτον. Χρειάστηκε η απόφαση της Ρωσίας, η οποία διαδέχθηκε τη Σοβιετική Ένωση, να σταματήσει να προμηθεύει όπλα στους πρώην συμμάχους της, παράλληλα με την αποστασία του στρατηγού Abdul Rachid Dostom, ουζμπεκικής καταγωγής - ο οποίος έχει επιβιώσει από όλες τις φάσεις του πολέμου μέχρι σήμερα - για να πέσει το καθεστώς. Το αποτέλεσμα ήταν ένας πολυετής εμφύλιος πόλεμος και η αύξηση της δύναμης των Ταλιμπάν, των "μαθητών θρησκευτικών σχολείων" που χρηματοδοτούνται και υποστηρίζονται ενεργά από το Πακιστάν, σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Έβαλαν τέλος στον εμφύλιο πόλεμο που διεξήγαγαν μεταξύ τους οι διάφορες ομάδες των μουτζαχεντίν, και κατέλαβαν την Καμπούλ το 1996, εγκαθιστώντας ένα σκοταδιστικό καθεστώς και δίνοντας στον Οσάμα Μπιν Λάντεν μια ασφαλή βάση. Αλλά για την Ουάσιγκτον, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το Αφγανιστάν δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα. Και η μοίρα των Αφγανών γυναικών, που μερικές φορές χρησίμευσε ως δικαιολογία για την αμερικανική εισβολή, ξεχάστηκε γρήγορα.
Ο "πόλεμος κατά της τρομοκρατίας", ένας φαύλος κύκλος
Ωστόσο, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν μια νέα σταυροφορία, τον "πόλεμο κατά της τρομοκρατίας", εισβάλλοντας στη χώρα. Όμως, όπως και οι Σοβιετικοί, επρόκειτο να εγκλωβιστούν σε μια σύγκρουση χωρίς τέλος ή ελπίδα νίκης. Τα "χειρουργικά πλήγματα" σκότωναν πολλούς αθώους ανθρώπους δίπλα στους Ταλιμπάν· οι επιθέσεις προκαλούσαν αντίποινα από τα οποία δεν γλίτωναν οι άμαχοι· και η "ειρήνευση" οδηγούσε όλο και περισσότερους Αφγανούς στην εξορία ή στις μεγάλες πόλεις.
Όσο για την υπόσχεσή τους να εγκαθιδρύσουν τη δημοκρατία, αυτή παρέμεινε νεκρό γράμμα. Όπως σημείωνε ήδη από το 2002 το Human Rigths Watch, "όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εκδίωξαν τους Ταλιμπάν τον Νοέμβριο του 2001, δόθηκε στους Αφγανούς η υπόσχεση για μια νέα εποχή δημοκρατίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων... Οι ελπίδες τους όμως δεν εκπληρώθηκαν".
Διχασμένοι και διεφθαρμένοι, εξαρτώμενοι από πολιτοφυλακές των οποίων οι καταχρήσεις ήταν ευρέως αποδεδειγμένες, οι νέοι ηγέτες που επιβλήθηκαν από τους ξένους εμφανίστηκαν γρήγορα ως υποτακτικοί των Ηνωμένων Πολιτειών, προκαλώντας την πρώτη αντίσταση και στη συνέχεια την πρώτη καταστολή. 'Ενας ατελείωτος φαύλος κύκλος, παρόμοιος με τον εφιάλτη που είχε γνωρίσει ο Κόκκινος Στρατός.
Το τέλος των αυτοκρατοριών και των πολέμων που δεν δύνανται να κερδηθούν
Το 1969, πολύ πριν από τη σοβιετική και την αμερικανική επέμβαση, ένας Αφγανός πανεπιστημιακός έγραφε σε ένα μικρό βιβλίο που παρουσίαζε τη χώρα του: "Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των Αφγανών είναι η αδάμαστη αγάπη τους για την ανεξαρτησία. Οι Αφγανοί θα αποδεχθούν υπομονετικά την κακοτυχία τους ή τη φτώχεια, αλλά κανείς δεν θα τους αναγκάσει να συμφιλιωθούν με μια ξένη δύναμη, όσο φωτισμένη και προοδευτική κι αν είναι." Τρεις φορές στην πρόσφατη ιστορία, το 1842, το 1881 και το 1919, η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε αυτή την καταστροφική εμπειρία. Οι δύο πρώτες ήταν για να "αποτραπεί" η προέλαση του Τσάρου στην Ασία, η οποία απειλούσε την Ινδία, το στολίδι του στέμματος· η τρίτη ήταν για να ανακόψει την ανάπτυξη του αντιαποικιακού εθνικιστικού κινήματος στη χώρα αυτή. Η ΕΣΣΔ δοκίμασε την τύχη της αργότερα, για να "αποτρέψει" τις "ιμπεριαλιστικές βλέψεις"· και σήμερα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που αποσύρονται στο τέλος του μακροβιότερου πολέμου στην ιστορία τους, που διεξήχθη στο όνομα της αναγκαίας συντριβής της τρομοκρατίας.
Αν οι αυτοκρατορικές αποτυχίες του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα είχαν κάτι το έκτακτο, καθώς οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες κυριαρχούσαν ακόμη στον πλανήτη, οι ήττες που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν πάνω απ' όλα τον θάνατο της ίδιας της ιδέας της αυτοκρατορίας, τη νίκη της εθνικής ανεξαρτησίας αυτών των λαών που κάποτε χαρακτηρίζονταν "ήσσονες".
Σε μια πρόσφατη ανασκόπηση του φημισμένου Center for Strategic & International Studies της Ουάσιγκτον, ένας από τους κύριους αναλυτές του, ο Antony Cordesman, διαπιστώνει: "Εξετάζοντας το κόστος του πολέμου και την απουσία σαφούς και συνεπούς στρατηγικής λογικής για τη συνέχισή του, δεν είναι καθόλου προφανές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να διαθέσουν τους πόρους που ξόδεψαν για μια σύγκρουση που δεν είχε καμία στρατηγική προτεραιότητα που να δικαιολογεί δύο δεκαετίες σύγκρουσης".
Ωστόσο, μία "στρατηγική προτεραιότητα" είχε πράγματι εφευρεθεί για την επέμβαση στο Αφγανιστάν: "ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας", πίσω από τον οποίο συσπειρώθηκαν πολλές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της γαλλικής (μετά από αρχική απροθυμία). Αυτός ο "εικοσαετής πόλεμος" κατατάσσει κάθε σύγκρουση, κάθε εξέγερση, κάθε διαμαρτυρία σε ολόκληρο τον πλανήτη σε έναν εσχατολογικό αγώνα κατά του Κακού, κατά μιας άπιαστης και άφθαρτης χίμαιρας: της τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία δεν είναι ένας "εχθρός", αλλά μια μορφή δράσης που έχει χρησιμοποιηθεί σε όλη την ιστορία από κινήματα τόσο διαφορετικά όσο ο αναρχισμός, ο σιωνισμός, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA), η βασκική ΕΤΑ και η Αλ Κάιντα, αλλά - και αυτό συζητείται πολύ λιγότερο - κι από κράτη (η Γαλλία στην Αλγερία ή το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή). Είναι αμφίβολο αν θα εκλείψει.
Η αμερικανική ήττα στο Αφγανιστάν σφραγίζει επομένως πάνω απ' όλα το φιάσκο ενός από αυτούς τους πολέμους που δεν κερδίζονται και των διαφόρων παραλλαγών τους, από το Σαχέλ μέχρι το Κουρδιστάν, από την Παλαιστίνη μέχρι την Υεμένη, οι οποίοι τροφοδοτούν αυτό που ισχυρίζονται ότι πολεμούν. Πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να αντληθούν τα διδάγματα;
Ο Alain Gresh ειδικεύεται στην Εγγύς Ανατολή. Είναι ο διευθυντής του γαλλικού σάιτ Orient XXI (άρθρα του οποίου μεταφράζονται και σε έξι άλλες γλώσσες).