TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Βλέποντας από μακριά τον Λίβανο να φλέγεται

Βλέποντας από μακριά
τον Λίβανο να φλέγεται


Δύο εξορίες, δύο πόλεμοι, δύο γενιές, και η ιστορία του Λιβάνου επαναλαμβάνεται, χωρίς σταματημό, πενήντα χρόνια μετά.

 

 

Βλέποντας από μακριά τον Λίβανο να φλέγεται Δύο εξορίες, δύο πόλεμοι, δύο γενιές, και η ιστορία του Λιβάνου επαναλαμβάνεται, χωρίς σταματημό, πενήντα χρόνια μετά. Facebook Twitter
Βηρυτός, Οκτ. 1989. © Σπύρος Στάβερης

 

Gilles Khoury
L’Orient-Le Jour - 28.09.2024

"Ήταν στα τέλη του 1975 ή στις αρχές του 1976"; Διστάζει λίγο κάθε φορά που μου διηγείται την ίδια ιστορία. "Το μόνο που ξέρω είναι ότι ήταν σε κάποιο επεισόδιο από τον  πόλεμο των ξενοδοχείων", λέει, κάπως μπερδεμένος και σαν να τον βαραίνουν οι ανάκατες αναμνήσεις του. "Λοιπόν, πρέπει να ήταν τον Δεκέμβρη του 1975 ή τον Μάρτιο του 1976. Είδαμε και ζήσαμε τόσα πολλά πράγματα, ξέρεις, που νομίζω μερικές φορές πως τα έχω ξεχάσει όλα". Δεν θυμάται ακριβώς την ημερομηνία, αλλά τότε ο παππούς μου βρίσκεται στο Παρίσι για να δει τις κόρες του που μόλις είχε φροντίσει να τακτοποιηθούν στη Γαλλία, μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο που στραγγάλιζε ήδη τη Βηρυτό εδώ και μερικούς μήνες. Κάθε βδομάδα, με τη γιαγιά μου, τους υπόσχονται: "Θα επιστρέψουμε σε λίγο. Θα επιστρέψουμε σε δύο βδομάδες, στο τέλος του μήνα, όταν θα ηρεμήσουν τα πράγματα." Η εξορία, με κάποια διαλείμματα, διήρκησε τελικά δεκαπέντε χρόνια. Για να πάει να τις δει, σ' εκείνο το ταξίδι, χρειάστηκε ο παππούς μου να κάνει μερικά τηλεφωνήματα σε φίλους με πολιτικές διασυνδέσεις. 'Ενας οδηγός τον είχε αφήσει στη μια πλευρά της καυτής διαχωριστικής γραμμής, στο ύψος του Εθνικού Μουσείου, όπου είχε ίσως βρεθεί κοντά σε ελεύθερους σκοπευτές, και αληθινά στον θάνατο. 'Επειτα, ένας άλλος είχε πάρει την σκυτάλη για να τον οδηγήσει, μέσα από νάρκες και πυροβολισμούς, στο αεροδρόμιο όπου κάποια λίγα αεροπλάνα συνέχιζαν να απογειώνονται μέσα στο σκοτάδι. 'Ηταν πριν από πενήντα χρόνια. Είναι σήμερα.

Ακόμα κι αν δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία αυτής της ιστορίας, ο παππούς μου δεν έχει ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια. Θυμάται το καφενείο στο Παρίσι όπου είχε καθίσει όπως όλα τα άλλα πρωινά, μακριά από το Λίβανο, με το ίδιο αυτό είδος αγωνίας που μας εμποδίζει να είμαστε πλήρως ζωντανοί. Θυμάται το κρύο, το γκρίζο που τύλιγαν αυτό το πρωινιάτικο Παρίσι. Θυμάται το τραπέζι που καθόταν και τι είχε παραγγείλει για να πιεί και να φάει. Θυμάται κυρίως να έχει δει ξαφνικά στα χέρια κάποιου αγνώστου στο διπλανό τραπέζι το τσαλακωμένο πρωτοσέλιδο μιας γαλλικής εφημερίδας με τον τίτλο: "Η Βηρυτός φλέγεται." Δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το πρωτοσέλιδο, πεταμένο στη μέση ενός όμορφου και απελπιστικά επίπεδου Παρισιού, και κυρίως, κάτω από τον πηχαίο τίλο, τη φωτογραφία του φλεγόμενου μαγαζιού με είδη ραπτικής της γιαγιάς μου στην οδό Clemenceau, το ονειρό της και το τρίτο της μωρό. Που έγινε στάχτη. Δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το καυτό και παγερό ρίγος που είχε διατρέξει την πλάτη του. Δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτή τη στιγμή.

Σαν τρελός είχε μπει στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο που βρέθηκε μπροστά του και είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τη Βηρυτό. Μια φορά, δυό φορές, χωρίς αποτέλεσμα. Και ξαφνικά, μια φωνή που ερχόταν από την άλλη πλευρά του κόσμου, από το καταραμένο και γλιστερό προσωπό του, είχε απαντήσει και του είχε ίσως πει με αυτά τα ρω που τραβιούνται και αυτή την άθικτη, παρ' όλα αυτά, μουσικότητα: "Αγαπημένε μου, αντέχουμε. Είναι δύσκολα, αλλά αντέχουμε. Πρόσεχε τον εαυτό σου." Αυτήν την ιστορία από το μακρινό παρελθόν θυμήθηκα την Τετάρτη το πρωί καθώς περνούσα μπροστά από ένα περίπτερο κάτω από το σπίτι μου στο Παρίσι, με τις εφημερίδες στη σειρά να λένε για τον Λιβανό μου που φλέγεται πάλι, πάντα, πενήντα χρόνια μετά. "Λίβανος. Κάντε να σταματήσει ο πόλεμος", ήταν ο τίλος της Libération εκείνης της μέρας. Και παρότι παρακολουθούσα εδώ και μέρες στην οθόνη μου τα νέα από τον Λίβανο, σχεδόν κάθε δευτερόλεπτο, και αγκάλιαζα με τα χέρια μου, με τη σκέψη, το Νότο και τη Μπεκάα και τη Βηρυτό, το ένα χωριό μετά το άλλο, τη μία συνοικία μετά την άλλη, το προφανές που απωθούσα γινόταν πραγματικότητα. Και πενήντα χρόνια μετά, είχα γίνει ο παππούς μου που βλέπει από μακριά τον Λίβανο να φλέγεται. Πενήντα χρόνια μετά, τα ίδια πράγματα, το ίδιο μοτίβο, η ίδια ιστορία που επαναλαμβάνεται και σου φέρνει ναυτία. 'Εχοντας αποσπατεί βίαια και χωρίς να το θέλω από το σπίτι μου, με αυτή την αγωνία που δεν με αφήνει να είμαι μέσα στη ζωή, και την ενοχή που βρίσκομαι μακριά.

Πενήντα χρόνια μετά, και ενώ η μητέρα μου επιστρέφοντας σε μία ήρεμη περίοδο, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, όπως όλα τα παιδιά του πολέμου, ότι τα δικά της παιδιά δεν θα βιώναν όσα αυτή είχε περάσει, νάμαι πάλι να επαναλαμβάνω την ίδια πορεία ζωής. Διερευνώντας χιλιοστό προς χιλιοστό την ίδια πανοπλία συναισθημάτων που είχε νιώσει στην αναγκαστική της εξορία. Πενήντα χρόνια μετά, να ξυπνάω κάθε πρωί μην τολμώντας να κοιτάξω την οθόνη του κινητού μου. Πενήντα χρόνια μετά, όπως ο παππούς μου και η μητέρα μου, να παρακολουθώ λεπτό προς λεπτό αυτόν τον πόλεμο, να γνωρίζω κάθε ανατροπή, κάθε ελπίδα και κάθε απογοήτευση, να ξέρω τα πάντα για τα πάντα, και συγχρόνως να μην καταλαβαίνω τίποτα. Πενήντα χρόνια μετά, μετρώντας τους σκοτωμένους και να μην βρίσκω τις λέξεις. Πενήντα χρόνια μετά, να αναρωτιέμαι πότε και κυρίως αν θα μπορούσα ποτέ να επιστρέψω ακόμα στο σπίτι μου. Και σε τι θα μοιάζει το σπίτι την επόμενη φορά που θα το ξαναβρώ.

Πενήντα χρόνια μετά, να πρέπει να διαλέγεις είτε να σώσεις τη ζωή σου, είτε να παραμείνεις κοντά στις ρίζες σου. Πενήντα χρόνια, μετά να σηκώνεις τη σημαία σου και την κομματιασμένη σου καρδιά σε διαδηλώσεις στην πλατεία του Τροκαντερό που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, πιστεύοντας ότι θα είναι χρήσιμες σε κάτι. Πενήντα χρόνια μετά, σε κάθε επίθεση, σε κάθε βόμβα που πέφτει, να αρπάζω το κινητό μου, να καλώ το σπίτι και να ακούω μία φωνή μακρινή να μου λέει ψέματα, και να με διαβεβαιώνει ότι "εντάξει όλα, αντέχουμε". Πενήντα χρόνια μετά, να κλαίω σαν ηλίθιος κάθε φορά που ακούω μία μουσική που μου θυμίζει τη Βηρυτό. Πενήντα χρόνια μετά, να νιώθω στενοχώρια όταν ακούω από μακριά, πίσω από μένα, μία λιβανέζικη προφορά στο δρόμο. Πενήντα χρόνια μετά, να μην κοιμάμαι, να μην τρώω, να μην μιλάω, να μην πίνω και να σκέφτομαι τον Λίβανο. Πενήντα χρόνια μετά, να βρίσκω την κανονικότητα που με περιβάλλει παράλογη και κάποιες φορές εξοργιστική.

Πενήντα χρόνια μετά, όπως ο παππούς μου και η μητέρα μου, να ονειρεύομαι ένα μόνο πράγμα, να μπορέσω να γυρίσω πίσω. Πενήντα χρόνια μετά, να κοιτάω από μακριά αυτό το τοσοδά κομματάκι γης, που όμως είναι τα πάντα για μένα, να φλέγεται στη μέση μιας κανονικότητας ενός κόσμου που συνεχίζει, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ενός κόσμου παράλογου και σχεδόν εξοργιστικού...
 

Βλέποντας από μακριά τον Λίβανο να φλέγεται Δύο εξορίες, δύο πόλεμοι, δύο γενιές, και η ιστορία του Λιβάνου επαναλαμβάνεται, χωρίς σταματημό, πενήντα χρόνια μετά. Facebook Twitter
Βηρυτός, Οκτ. 1989. © Σπύρος Στάβερης
Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ