TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Η "Μεγάλη φωτιά" του Τσέζαρε Παβέζε και της Μπιάνκα Γκαρούφι

Η Μεγάλη φωτιά του Τσέζαρε Παβέζε και της Μπιάνκα Γκαρούφι



Fuoco grande (1959)



Η Μεγάλη φωτιά του Τσέζαρε Παβέζε Facebook Twitter
Η Μπιάνκα Γκαρούφι στο εξώφυλλο της Τριλογίας Libro postumo-Fuoco grande-Il fossile. Ediz. critica - Edizioni dell' Orso (2018)



Philippe Renard

Pavese - Presses de la Sorbonne Nouvelle - 1996

 

Παράλληλα με τους Διαλόγους, ο Παβέζε έγραψε δύο άλλα έργα: το Fuoco grande (Μεγάλη φωτιά), σε συνεργασία με την Μπιάνκα Γκαρούφι, και το Il Compagno (Ο σύντροφος). Αλλά, πριν περάσουμε σε αυτές τις δύο ιστορίες, πρέπει να πούμε δυο λόγια για τα ποιήματα της συλλογής La terra e la morte. Τα εννέα αυτά ποιήματα γράφτηκαν στη Ρώμη μεταξύ 27 Οκτωβρίου και 3 Δεκεμβρίου 1945, λίγο πριν από το La belva (Το θηρίο), το πρώτο κειμένο των Διαλόγων.

Έχουν άμεση σχέση με τον έρωτα του Παβέζε για την Μπιάνκα Γκαρούφι, έναν αισθησιακό και βασανιστικό έρωτα που έρχεται σε αντίθεση με εκείνον που διαδέχεται, τον ανεκπλήρωτο έρωτα για την Φερνάντα Πιβάνο. [...]

Τα ποιήματα στο Γη και Θάνατος αποτελούν μέρος της προετοιμασίας γι' αυτή τη στιγμή της χάρης: θα ήθελαν να είναι σαν μια απελευθέρωση από τα περιττά στοιχεία που επιπλέουν, σαν ένας εξαγνισμός πριν από το έργο. Συνδέονται επίσης άρρηκτα με τον έρωτα για την Μπιάνκα - μετά την εγκατάλειψη του Η Δουλειά κουράζει, ο Παβέζε θα θεωρήσει την ποίηση σαν μια διαχυτικότητα και θα γράφει μόνο για γυναικεία ονόματα- αυτό το είχε ήδη διακρίνει στις 12 Αυγούστου 1940 (γνώριζε ήδη τη Φερνάντα): "Ο έρωτας και η ποίηση συνδέονται μυστηριωδώς, γιατί είναι και οι δύο η επιθυμία του να εκφραστείς, να πεις, να επικοινωνήσεις. Δεν έχει σημασία με ποιον. Μια οργιαστική επιθυμία, που δεν έχει υποκατάστατα. Το κρασί προκαλεί μια τέτοια ψεύτικη κατάσταση, και πράγματι ο μεθυσμένος μιλάει, μιλάει, μιλάει." Στην πραγματικότητα, ο Παβέζε, ο οποίος είχε κάνει τα πάντα στο Η Δουλειά κουράζει, για να απαλλαγεί από τον λυρισμό, δεν επρόκειτο στη συνέχεια να γράψει παρά μόνο λυρική ποίηση. Όταν στις 7 Δεκεμβρίου 1945 συνέδεσε τρία αρχικά (T. Tina- F. Fernanda- B. Bianca) με το ποιητικό του έργο, ξέχασε ότι τα περισσότερα από τα ποιήματα του στο Η Δουλειά κουράζει δεν οφείλουν τίποτα στην Tina. Ιδανικά θα μπαίναμε στον πειρασμό να προσθέσουμε ένα ακόμη Τ και κυρίως ένα C. (Constance Dowling), επειδή ήταν αυτή που ενέπνευσε τους τελευταίους στίχους του Παβέζε: Verrà la morte e avrà i tuoi occhi (Ο θάνατος θα έρθει και θα έχει τα μάτια σου) που γράφτηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1950. [...]

Δεν θα άξιζε να αναφερθούμε στο Fuoco grande αν το κείμενο δεν μαρτυρούσε, κάτω από ένα "ρεαλιστικό" προσωπείο, μια ακόμη επιστροφή στον Ντ' Ανούντσιο. Γραμμένο "για τέσσερα χέρια" με τη συνεργασία της Μπιάνκα Γκαρούφι, παρουσιάζει τα εναλλασσόμενα κεφάλαια του Τζιοβάνι και της Σύλβια, δύο εραστών σε κρίση. Οι αντιδράσεις του Τζιοβάνι είναι γραμμένες από τον Παβέζε, της Σύλβια από την Μπιάνκα Γκαρούφι. Η τεχνητή αυτή διαδικασία είναι κάτι σαν μοντάζ και παιχνίδι κατασκευών: οι δύο συν-συγγραφείς αναγκάζονται να επαναλάβουν τα επεισόδια από διαφορετική οπτική γωνία. Το ενδιαφέρον είναι πολύ περισσότερο ψυχολογικό (πιο πολύ στο επίπεδο των συγγραφέων παρά των χαρακτήρων) παρά λογοτεχνικό. Σίγουρα, ο Τζιοβάνι δανείζεται πολλά χαρακτηριστικά από τον ίδιο τον Παβέζε και η Μπιάνκα Γκαρούφι διασκεδάζει παρουσιάζοντας ένα αληθοφανές πορτρέτο του εραστή της. Δεν θα εμμείνουμε σε αυτήν την πτυχή του έργου και στις εικασίες που προκαλεί. Το romanzo bisessuato μοιάζει με συγκαλυμμένη εξομολόγηση, με μια διεστραμμένη επιθυμία να αποκαλυφθεί ο αντίπαλος-συνεργάτης, αλλά ένα μυθιστόρημα πρέπει να γραφτεί!

Αυτό όμως που κάνει εντύπωση είναι οι συγκρατημένες αναφορές στον Ντ' Ανούντσιο. Οι καταστάσεις προέρχονται όλες από τον μάγο: η επιστροφή στις "μητέρες", η καταβύθιση στον κόσμο της αιμομιξίας (η Σύλβια ήταν ερωμένη, όχι του πατέρα της, είναι αλήθεια, αλλά του Ντίνο, του πεθερού της, από τον οποίο απέκτησε τον Τζιουστίνο, τον οποίο εγκατέλειψε πριν από δέκα χρόνια και ο οποίος αργοπεθαίνει στη Μαρατέα), ο βράχος με τα γεράκια όπου η Σύλβια παιδί μάζευε φτερά, ο έρωτας-μίσος των δύο εραστών, ο θάνατος, το σεξ, ο μεγαλοκτήμονας, όλα εκείνα που θυμίζουν τα μυθιστορήματα του "αναζητητή των σπασμών". Θα μπορούσαμε να τα αναφέρουμε: L’innocente (Ο Ααθώος) για το θάνατο του παιδιού, Il trionfo della morte  (Ο θρίαμβος του θανάτου) για την επιστροφή στις "μητέρες" και το μίσος των εραστών, Le vergini delle rocce  (Οι Παρθένοι των βράχων) για το σκηνικό και την οικογένεια της Σύλβια, Forse che si forse che no ('Ισως ναι, ίσως όχι) για την αιμομιξία. Όλα μιλούν για την υπερβολή, την προσδοκία της καταστροφής, την υγρή θέρμη των βίτσιων, τα αποπνικτικά πάθη. Είναι αλήθεια ότι δεν βρίσκουμε εδώ ούτε την προμηθεϊκή έξαρση, ούτε τον ευτελή νιτσεϊσμό, ούτε τον ρατσισμό, ούτε την εξύμνηση του ισχυρού, ούτε το μίσος για τη δημοκρατία, που αποτελούν κι αυτά την πάστα του έργου του Ντ' Ανούντσιο. Κυρίως βρίσκουμε το αντίθετο της γραφής του "ήρωα". Η Μπιάνκα Γκαρούφι αναμειγνύει ελεύθερα τα υφολογικά τικ της εποχής της (το περίφημο repented  που άρεσε στον Vittorini) στα παβεζιανικά υφολογικά σχήματα λόγου μέσα σε έναν ενθουσιασμό συμβολικής φωτιάς που δεν φτάνει στην "επιφοίτηση", την "αποθέωση", την "ανάληψη" της φωτιάς που περιγράφεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πολεμιστή-ποιητή. Ο Παβέζε, από την άλλη πλευρά, αρκείται στο να συγκεντρώνει όλα τα θέματά του και να τα οξύνει: μοναξιά, μίσος για τις γυναίκες, παιδική επαφή με το κτήνος... αλλά τον φέρνει σε αμηχανία το μυστήριο που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί αμέσως: ο Τζιοβάνι δεν πρέπει να γνωρίζει ότι ο Τζιουστίνο είναι γιος της Σίλβια, γεγονός που αναγκάζει τον συγγραφέα να παίξει με τον αναγνώστη, ο οποίος, εκτός κι αν πάσχει από νοητική ανεπάρκεια, έχει καταλάβει από καιρό. Οι κροτίδες είναι βρεγμένες και το μυστήριο δεν πείθει!

Όχι πως λείπουν τα ενδιαφέροντα κομμάτια. Τα συναντάμε συχνά στην περιγραφή αυτού του Νότου, ξένος τόπος για τον αφηγητή όπως και για τον συγγραφέα των στίχων της Φυλακής: "Περπάτησα ανάμεσα στους θάμνους και τις σειρές των συκιών: όλη αυτή η γη, η μυρωδιά της, η σκληρή της μεγαλοπρέπεια, μου προκαλούσε δυσφορία, με απωθούσε. Την κοιτούσα με μουδιασμένη περιέργεια, όχι αλλιώς. Έφτασα σε μια διακλάδωση του δρόμου με έναν σταυρό, σε μια μικρή κοιλότητα, και δεν μπόρεσα να αποφασίσω. Έτσι κάθισα σε μια πέτρα και περίμενα, καπνίζοντας." Το πιο αποκαλυπτικό, ωστόσο, είναι η απρόθυμη παράδοση του Παβέζε στη γραφικότητα που συναντάται στον Ντ' Ανούντσιο: έτσι, η περιγραφή του θανάτου του παιδιού συμπυκνώνει σε μία σελίδα τα βάρβαρα έθιμα που ο Ντ' Ανούντσιο αναφέρει εκτενώς στον Θρίαμβο του θανάτου. Διαβάζεται σαν μια στενογραφική περιγραφή ενός χρέους που πρέπει να πληρωθεί για να σβηστεί: "Ανεβήκαμε επάνω για να δούμε το νεκρό παιδί και δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήταν ο αδελφός της Σύλβια, η σάρκα της [δεν είχε αποκαλυφθεί ακόμα στον Τζιοβάνι η αλήθεια]. Το είχαν περιβάλλει ολόκληρο με βρύα και κλωνάρια με κίτρινα πέταλα - έμοιαζε με φάτνη - και το είχαν σκεπάσει με ένα σεντόνι κεντημένο με μπλε μικρά λουλούδια·  πάνω στο κομό υπήρχαν αναμμένα κεριά και ένας μεγάλος σταυρός."

Το πάθος είναι κακός σύμβουλος στην τέχνη· δεν επιτρέπει πλέον τον αυτοέλεγχο, και ο Παβέζε το γνωρίζει αυτό, όταν γράφει στο διήγημά του τους λόγους της δικής του αποτυχίας: θέλησε να αναμετρηθεί με το άγριο (το σεξ και το αίμα) άμεσα και όχι μέσα από το διάφραγμα της μνήμης, όπως το έκανε, ή της μυθολογίας, όπως το κάνει τώρα:

"Και τώρα που νόμιζα ότι είχα νικήσει τη σάρκα, ότι δεν ήμουν πια σκλάβος του αίματός της ή οποιουδήποτε άλλου, εδώ ξαναβρήκα παιδικές αναμνήσεις, πέρα από τις αλλέες, πέρα από τα σπίτια, φανταστικές και ανάλαφρες αναμνήσεις, όπως όταν ονειρεύεται κανείς ένα πεπρωμένο και έναν ορίζοντα που δεν είναι ούτε λόφος ούτε το σύννεφο, αλλά το αίμα, η γυναίκα, της οποίας τα σύννεφα και οι λόφοι δεν είναι παρά ένα σημάδι. Η Σύλβια, την οποία είχα βγάλει από πάνω μου και είχα πνίξει, ήταν, αντίθετα με την όλη αντικομφορμιστική της εμφάνιση, ένα άγριο πράγμα του σεξ και του αίματος."

Full text

 

Η "Μεγάλη φωτιά" του Τσέζαρε Παβέζε και της Μπιάνκα Γκαρούφι Facebook Twitter


 

Τσέζαρε Παβέζε και Μπιάνκα Γκαρούφι: η οδυνηρή τρυφερότητα 

Biagio Riccio
Gli Stati Generali - 04.08.2019


Το καλοκαίρι του 1945, ξεκίνησαν να αλληλογραφούν ο Τσέζαρε Παβέζε και η Μπιάνκα Γκαρούφι, αμφότεροι συντάκτες του εκδοτικού οίκου Einaudi.
Η Μπιάνκα άσκησε μεγάλη επιρροή στη λογοτεχνική παραγωγή του Παβέζε: πιστεύεται ότι, χάρη στη σημαντική παρουσία της, ο Παβέζε έγραψε το I Dialoghi con Leucò και τα εννέα ποιήματα της συλλογής La terra e la morte.
Η Μπιάνκα αντιπροσωπεύει για τον Παβέζε τη "νέα Κίρκη", η οποία φέρνει στο νου "προϊστορικά γκράφιτι", κάτι το "τελετουργικό, μυθολογικό", με την εφηβική και τυπικά μεσογειακή ομορφιά της.
Είναι η "φλόγα της που ζεσταίνει αλλά πρέπει να προστατεύεται από τον άνεμο".
Είναι ένα ποτάμι στο οποίο πρέπει να αφεθεί κανείς: "Αφήνομαι σε σένα, εσύ χωρίς να το ξέρεις έχεις τη δύναμη να με παρασύρεις".
"Αν νυστάζεις, θα ήθελα τουλάχιστον να είμαι το χέρι που σε προστατεύει, κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω με κανέναν και με σένα μου είναι τόσο φυσικό όσο και η αναπνοή".
"Ξέρεις ότι για μένα η παρουσία σου είναι καθαρή χαρά, τόσο μεγάλη χαρά που μερικές φορές κινδυνεύω να ξεχάσω ότι ίσως υποφέρεις. Δεν έχω συνηθίσει ποτέ μια επαφή σαν τη δική μας. Έχω πάντα αγωνιστεί μόνος με αυτά τα πράγματα. Θα μπορούσα να πω ότι είμαι γεμάτος σημάδια και κουρασμένος" (Ρώμη 21 Οκτωβρίου 1945).
"Αφησέ με εμένα και τις ιστορίες μου στην ησυχία μου, αλλά κι εσύ μετέχεις σ' αυτό και μαζί σου έχω αξίες που είναι κάτι περισσότερο από ένα πάθος".
Η Μπιάνκα του έγραψε: "Αλλά εσύ με περίμενες και μαζί σου η ζωή μου όπως ήταν πάντα, χωρίς ιατρικό, χωρίς τέλος, μια ζωή στην όχθη του ποταμού, δεν ξέρω πώς να σου το πω... Είχα αρχίσει μάλιστα να φαντάζομαι ότι κάποια μέρα θα σε έβρισκα στη ζωή μου, τόσο πολύ που αναλογιζόμουνα την παρουσία σου, όπως εκείνα τα πράγματα που ακούσια παίρνει κανείς υπόψη του: πού γεννήθηκες, πότε, τι γλώσσα μιλάς, το χρώμα των ματιών σου, όλα αυτά που είσαι, αναπόφευκτα" (Ρώμη 21 Οκτωβρίου 1945).


Σε ένα όμορφο ποίημα, η Μπιάνκα είναι "πλούσια σαν μνήμη, σαν την άγονη ύπαιθρο, εσύ η σκληρή και γλυκιά λέξη, αρχαία για το αίμα που μαζεύεται στα μάτια· νέα, σαν φρούτο που είναι μνήμη και εποχή".
"Η ανάσα σου αναπαύεται κάτω από τον αυγουστιάτικο ουρανό, οι ελιές του βλέμματός σου γλυκαίνουν τη θάλασσα, και εσύ ζεις, ξαναζείς χωρίς να εκπλήσσεσαι".
"Είσαι μια κλειστή σιωπή που δεν υποχωρεί, είσαι σκοτεινά χείλη και μάτια. Είσαι ο αμπελώνας".
"Έχεις πρόσωπο από λαξευτή πέτρα, αίμα από σκληρή γη, έχεις έρθει από τη θάλασσα. Όλα τα υποδέχεσαι και τα εξετάζεις και τα απορρίπτεις όπως η θάλασσα. Στην καρδιά σου έχεις σιωπή, έχεις καταπιεί τις λέξεις. Για σένα η αυγή είναι η σιωπή. Δεν υπάρχει καμία λέξη που μπορεί να σε κυριεύσει ή να σε σταματήσει. Αρπάζεις σαν τη γη τους κραδασμούς και τους κάνεις ζωή, ανάσα που χαϊδεύει, σιωπή".


Η αλληλογραφία τους άρχισε όταν η Μπιάνκα έφυγε από τη Ρώμη και πήγε διακοπές στη Σικελία της, στο μεγάλο σπίτι της μητέρας της στο Λετογιάννη, βόρεια της Ταορμίνας.
"Κάθε φορά το ξαναζείς σαν κάτι αρχαίο και άγριο, που η καρδιά ήδη γνώριζε και το κρατούσε".
Όπως έγραψε η Mariarosa Masoero - η οποία επιμελήθηκε την αλληλογραφία μεταξύ των δύο συγγραφέων-, ο Τσέζαρε Παβέζε και η Μπιάνκα Γκαρούφι ήταν "ένα όμορφο, δυσαρμονικό ζευγάρι".
Πράγματι, υπάρχουν και επιστολές στις οποίες ο συγγραφέας από το Πιεμόντε κατηγορεί την Γκαρούφι κυρίως για έλλειψη αυστηρότητας, σταθερότητας.
Οι καταθλιπτικές κρίσεις έπληξαν και τους δύο και η Μπιάνκα, μετά την παραίτησή της από τον εκδοτικό οίκο, αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, τις οποίες ο ίδιος ο Παβέζε αναπλήρωσε με οικονομικά δάνεια.
Όμως είναι ωραίο να τους βλέπουμε ερωτευμένους ίσως στη Μαρατέα, όπου θα διαμορφωθεί η πλοκή του όμορφου μυθιστορήματος που έγραψαν και οι δύο, το οποίο ο Ίταλο Καλβίνο, άλλος ένας των εκδόσεων Einaudi, θα φέρει στο φως το 1958 μετά το θάνατο του Παβέζε με τον τίτλο Fuoco Grande και το οποίο η Γκαρούφι θα συνεχίσει με ένα άλλο μυθιστόρημά της το 1962, το Il fossile.
Στο Fuoco Grande το όνομα του Παβέζε είναι Τζιοβάνι, ενώ της Μπιάνκα είναι Σύλβια.
Έτσι περιγράφεται η ερωτική συνάντηση στο σπίτι της Σύλβια στη Μαρατέα.
"Ήμουν σαν άρρωστος που ο πυρετός του έχει πέσει. Ήμουν νωθρός και αδρανής, αλλά στο βάθος της καρδιάς μου τραγουδούσε μια σπαρακτική επιθυμία. Θα μπορούσα να σκεφτώ ένα αύριο χωρίς τη Σύλβια. Αν κάποιος έβλεπε μέσα στην καρδιά μου, θα έβρισκε μια οδυνηρή τρυφερότητα για τα πράγματα και τις παρουσίες εκείνης της εποχής, για τον ζεστό πλούτο εκείνης της ζωής και τις σιωπές, τα βλέμματα, τα γέλια, τις συναντήσεις - έναν ενθουσιασμό γεμάτο ελπίδα - και στο κέντρο ένα κενό, μια απογοήτευση, μια αγωνία - η δική μου Σύλβια, η πραγματική Σύλβια.
Σκέφτηκα ξανά ότι ήμουν ευτυχισμένος και ίσως να ήμουν ευτυχισμένος ξανά απόψε. Ίσως αυτό να ήταν η ευτυχία, αυτή η θλιβερή ελπίδα.
Μπήκα χωρίς να χτυπήσω. Το φως ήταν αναμμένο και η Σύλβια σε αυτό το μικρό κρεβάτι, με τα μαύρα μαλλιά της ανακατεμένα. Είχε ένα χαμόγελο στη φωνή της, ένα χαμόγελο ανακούφισης, σχεδόν γιορτινό, σχεδόν σαν να με περίμενε".
Η Σύλβια ήταν η Μπιάνκα και ο Τζιοβάνι ο Παβέζε: οδυνηρή τρυφερότητα.

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ