“Mi papá, el torturador”
"Ο μπαμπάς μου, ο βασανιστής": η σπαρακτική μαρτυρία της κόρης ενός γενοκτόνου, η οποία έκοψε τις επαφές της με τον πατέρα της και απορρίφθηκε από την οικογένειά της.
Η Analía Kalinec, καθηγήτρια, ψυχολόγος και μέλος της συλλογικότητας Historias Desobedientes [Ιστορίες ανυπακοής -σ.σ.], αποφάσισε να βάλει τέλος στη σχέση της με τον πατέρα της, πρώην στρατιωτικό, καταδικασμένο σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Μετά απ' αυτό, ο Eduardo Kalinec, γνωστός ως "Doctor K", κατέθεσε αγωγή εναντίον της για "αναξιότητα", επιδιώκοντας να την εμποδίσει να λάβει την κληρονομιά της μητέρας της. Η Infobae παρουσιάζει αποσπάσματα από το βιβλίο Θα φέρω το όνομά του, στο οποίο αφηγείται τη ζωή της εν μέσω δακρύων και αντιφατικών σκέψεων, λαχταρώντας για την αλήθεια παρά τις οικογενειακές προσταγές.
Juan Manuel Mannarino
Infobae - 21.07.2021
"Ίσως φταίει η στιγμή που διάλεξα. Ίσως είναι η ιδέα ότι άλλοι γράφουν αυτή την ιστορία, που είναι η δική μου ιστορία, που με κάνει να νιώθω άβολα και με παρακινεί να γράψω. Δεν νομίζω ότι αυτή η ανάμνηση μπορεί να γραφτεί, να αφηγηθεί ή να ερμηνευτεί από άλλους, ούτε νομίζω ότι μπορεί να γίνει κατανοητή. Μου αρκεί η αφήγησή της, αλλά προτιμώ να την αφηγηθώ η ίδια. Μέσα στο δάκρυ. Στην αντίφαση. Στην αγωνία. Σε αυτή την προσπάθεια να κατανοήσω το ακατανόητο. Σε αυτή την ιδέα που είχα να προσπαθήσω να εξαγνίσω τη θλίψη μέσω των λέξεων... και που δεν εξαγνίζεται.
Γεννήθηκα στις 31 Οκτωβρίου 1979 στην Κόρδοβα . Ήταν Τετάρτη. Η μητέρα μου ήταν 22, ο πατέρας μου 27. Η αδελφή μου Claudia ήταν ήδη 2 ετών. Γεννήθηκα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αλλά δεν ήξερα καν ότι είχα γεννηθεί. Η Titi γεννήθηκε ένα χρόνο αργότερα, την ημέρα της Παναγίας -Παναγία με κεφαλαίο "Π", μου έμαθε η μαμά μου-, και μετά γεννήθηκε η Ale, επίσης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, το 82. Κορίτσια και οι τέσσερις. Κρίμα που δεν ήμασταν αγόρια. Ο πατέρας μου ήθελε αγόρι. Θα τον έλεγαν Martín, όπως ο Άγιος Μαρτίνος. Τι θα γίνει με το επώνυμο; Έπρεπε να ήμασταν αγόρια. Τέσσερα κορίτσια, και τα τέσσερα στη μέση της δικτατορίας, και ένας αστυνομικός για πατέρας. Ο μπαμπάς μου με γαργαλάει.
Μου λέει την ιστορία του Colita de Algodón, του λαγού που δεν ακούει και όλο του τυχαίνουν αναποδιές. Πρέπει να ακούς, πρέπει να υπακούς. Είμαι το μικρό του κουταβάκι, όταν φτάνει πάω μπουσουλώντας να κρεμαστώ από το παντελόνι του, με σηκώνει στην αγκαλιά του, με σφίγγει, με φιλάει και γελάει με τα δοντάκια μου. Ο μπαμπάς μου είναι καλός. Δεν θέλω να θυμώσει, γι' αυτό τον ακούω. Στο σχολείο με μαθαίνουν να προσεύχομαι. Πιστεύω στον Θεό πατέρα παντοδύναμο δημιουργό του ουρανού και της γης. Πηγαίνουμε για ψάρεμα και μαζεύουμε μύδια στην παραλία. Ο μπαμπάς μού κρατάει το χέρι και πηδάμε μέσα στα κύματα. Φοβάμαι τα κύματα, είναι μεγάλα και με τραβάνε κάτω. Αλλά είμαι με τον μπαμπά μου, μου κρατάει το χέρι και με προσέχει. Με γαργαλάει".
Να είσαι κόρη ενός γενοκτόνου. Να γίνεις η ανυπάκουη κόρη ενός γενοκτόνου. Αυτό αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο η Analía Kalinec στο βιβλίο της Llevaré su nombre, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Marea, και το οποίο παρουσιάζει αποκλειστικά η εφημερίδα μας.
Όταν έγινε 40 ετών, το 2019, ο πατέρας της κατέθεσε αγωγή εναντίον της για "αναξιότητα", επιδιώκοντας να την εμποδίσει να λάβει την κληρονομιά της μητέρας της. Ο Eduardo Kalinec, γνωστός ως "Δόκτωρ Κ", φόβος και τρόμος για τα θύματά του στα παράνομα κέντρα βασανιστηρίων, είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για απαγωγές, εξαφανίσεις και δολοφονίες. Η Analía, μέλος της συλλογικότητας Historias Desobedientes, ήταν η μόνη από τις τέσσερις κόρες του που τον αποκήρυξε δημοσίως. Και έτσι, μετά από αυτή την οικογενειακή διαμάχη, αποφάσισε να τα πει όλα με το δικό της βιβλίο. Ένα βιβλίο που, περισσότερο από αυτοβιογραφία, είναι ένα είδος μαρτυρίας για την Ιστορία, τη συλλογική μνήμη.
"Στην πραγματικότητα άρχισα να το γράφω χωρίς να το καταλάβω", λέει η Analía, υπενθυμίζοντας πώς απέκτησε φωνή μέσα από την αφήγηση. Το 2002 έκανα τραυλίζοντας τις πρώτες μου πολύ προσωπικές εξερευνήσεις, σκεπτόμενη συγκεκριμένα ότι οι αποδέκτες θα ήταν τα παιδιά μου, τα οποία εκείνη την εποχή δεν είχαν γεννηθεί ακόμη και τώρα είναι έφηβοι. Τώρα όμως, εκ των υστέρων, συνειδητοποιώ ότι στην πραγματικότητα δεν είχα κανένα πραγματικό ίχνος της δικής μου ιστορίας, ότι θα έπρεπε να με είχαν ενθαρρύνει να την αντιμετωπίσω και όχι να σκέφτομαι ότι τα παιδιά μου θα μπορούσαν να την ολοκληρώσουν.
Η Analía ήξερε τότε ότι η αναδρομή στο οικογενειακό τούνελ θα ήταν επώδυνη. Έψαξε στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, στο "κουτί των αναμνήσεών" της - κυριολεκτικά ένα κουτί παπουτσιών που πήρε από το σπίτι των γονιών της την ημέρα που παντρεύτηκε - που περιλάμβανε γράμματα, φωτογραφίες, κάρτες, σημειώσεις, ημερολόγια και αντικείμενα. Λέει ότι το 2008 ένιωσε μια "επιτακτική" ανάγκη να αποδεσμευτεί από τα βάρη της και να ασχοληθεί μια και καλή με το γράψιμο: είχε ήδη γεννηθεί το δεύτερο παιδί της και ο πατέρας της δικαζόταν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
"Σταματάω να σκέφτομαι ότι οι μόνοι αποδέκτες αυτών των ιστοριών θα είναι τα παιδιά μου. Και αρχίζω να διαισθάνομαι ότι αυτή η προσωπική ιστορία παρεμβάλλεται και συσχετίζεται με την ιστορία μιας χώρας που απαιτεί Μνήμη, Αλήθεια και Δικαιοσύνη". 'Ετσι αναστοχάζεται τώρα την επίπονη δημιουργική της προσπάθεια, η οποία λειτούργησε με μια μετατόπιση από τον προσωπικό χώρο στην κοινωνική σφαίρα. Η Analía δεν έψαξε μόνο στο οικογενειακό αρχείο, αλλά συνέλεξε, σαν δημοσιογραφική ερευνήτρια, μια σειρά από πηγές: τους φακέλους της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, μαρτυρίες όσων γνώριζαν τον πατέρα της πριν γεννηθεί, και όσα προβλήθηκαν στη δίκη όπου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας το 2010.
Παράλληλα, κρατούσε ένα είδος προσωπικού ημερολογίου στο οποίο κατέγραφε τα συναισθήματά της. Κάποια στιγμή, ωστόσο, έκανε μία παύση. Μετά την καταδίκη του πατέρα της, λέει ότι δεν άντεξε τις επιπτώσεις- επικεντρώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της και στην εργασία της ως ψυχολόγος. Πέντε χρόνια αργότερα η μητέρα της πέθανε και αποφάσισε να ανακτήσει τις δημοσιογραφικές σημειώσεις, τα προσωπικά της ενθύμια και τις ημερολογιακές της καταχωρήσεις. Από τότε, δεν σταμάτησε ποτέ.
"Ο μπαμπάς είναι στη φυλακή, μη φοβάσαι. Είναι 31 Αυγούστου 2005, ημέρα του San Ramón Nonato, προστάτη των παιδιών και των εγκύων γυναικών.
Και ο μπαμπάς είναι στη φυλακή. Δεν καταλαβαίνω, κλαίω. Δεν ξέρω. Και πάλι δεν καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να καταλάβω. Δεν θέλω να καταλάβω. Θέλω να παραμείνω στην Ιερή Οικογένεια. Μια ερώτηση, ο φόβος μ' εμποδίζει να την κάνω. Φόβος της απάντησης. Πιστεύω στον Θεό Πατέρα Παντοδύναμο, τον δημιουργό του Ουρανού και της Γης.
Ένας πατέρας στη φυλακή κατηγορούμενος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η λανθάνουσα αλήθεια, ισχυρή, επιμένει. Τα μάτια κλειστά, με δύναμη πιεσμένα. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν θέλω να είμαι ικανή.
Τι σχέση έχουν τα βασανιστήρια, οι απαγωγές, οι εξαφανίσεις με τον πατέρα μου; Καμία. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι λένε; Δεν καταλαβαίνω. Ο μπαμπάς μου είναι καλός, είναι ο μπαμπάς μου. Η αλήθεια επιμένει. Το να ξέρεις πονάει.
Είναι ο μπαμπάς μου, αγαπώ τον μπαμπά μου, δεν είναι αυτός. Υπάρχει λάθος εδώ, κάνετε λάθος, είναι ο μπαμπάς μου. Δεν καταλαβαίνουν. Εγώ καταλαβαίνω, μου εξηγεί ο μπαμπάς μου. Πιστεύω, και μου έμαθαν να προσεύχομαι. Και μου έμαθαν τις εντολές. Να τιμάς τον πατέρα σου... Η αλήθεια επιβάλλεται. Πονάει, πολύ... για πάντα.
Και ο Bruno γεννιέται. Παντρευόμαστε και κάνουμε παιδιά. Δύο παιδιά, και τα δύο αγόρια. Δεν φέρουν το επώνυμό μου. Τι θα απογίνει το επώνυμό μου; Έχω ήδη συνειδητοποιήσει ότι γεννήθηκα σε μια δικτατορία, και ότι υπήρχε μια δικτατορία στην Αργεντινή. Είμαι 28 ετών. Και γεννήθηκε ο Bruno. Και ο Gino είναι 4 ετών.
Είμαι μητέρα, είμαι δασκάλα και σπουδάζω ψυχολογία. Και ο πατέρας μου είναι στη φυλακή και αρχίζω να καταλαβαίνω. Δεν ξέρω αν θέλω να καταλάβω. Η υπόθεση οδηγείται σε δίκη, τον Ιούνιο του 2008. Παράνομα κέντρα, βασανιστήρια, θάνατος, εξευτελισμός, ληστείες, απαγωγές, φυλακές, βιασμοί, υπόγεια, βία, απειλές, μαρτύρια, πτήσεις θανάτου, εξαφανίσεις. Ένα ψευδώνυμο, ένας doctor Κ. Ένας βασανιστής με το πρόσωπο του μπαμπά. Δεν αντέχω άλλο. Κανείς δεν με αγκαλιάζει, υπάρχει σιωπή γύρω μου και κάνει κρύο.
Και πονάει. Η αλήθεια πονάει, η αδικία πονάει ακόμα περισσότερο. Και πολύ περισσότερο η ατιμωρησία. Και είναι ο πατέρας μου. Τι θα πω στα παιδιά μου; Ο Gino μου λέει ότι του λείπει... Κι εμένα μου λείπει. Δεν με γαργαλάει πια, δεν μου λέει ότι με αγαπάει. Πού είναι ο μπαμπάς μου; Αυτός που ήταν καλός, αυτός που με γαργαλούσε... αυτός που μου τραγουδούσε τραγούδια και μου έλεγε ιστορίες. Αυτός που με πήγαινε για ψάρεμα και μου έλεγε ότι είμαι το κορίτσι του. Πού είναι;
Πού είναι;
Μου λέει ότι ήταν πόλεμος, ότι δεν υφίστανται οι τριάντα χιλιάδες [εξαφανίσεις -σ.σ.]. Μιλάει για ανατρεπτικά στοιχεία, για montoneros και βρώμικο πόλεμο. Μιλάει για την υπεράσπιση της πατρίδας. Δεν είναι ο μπαμπάς μου. Δεν καταλαβαίνω. Ρωτάω. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω. Δεν πιστεύω πια. Κλαίω. Δεν θέλω να προσεύχομαι.
Τι έκανες, μπαμπά; Πώς μπόρεσες; Γιατί;
Πού είναι;
Δεν υπάρχει απάντηση, μόνο ερωτήσεις. Φρικτή σιωπή και σπαρακτικές μαρτυρίες. Μια δίκη. Ένας πατέρας καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Έτος 2010. Δικαιοσύνη".
Γράφεις με όλο σου το σώμα, λέει η Analía, η οποία γνωρίζει το κόστος των ανακαλύψεών της. Από τη φυλακή της Ezeiza, ο 69χρονος πατέρας της προσπάθησε να την εξαιρέσει από την οικογενειακή κληρονομιά -σε μια αστική δίκη που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί- και ταυτόχρονα ζήτησε τον κατ' οίκον περιορισμό του, ο οποίος απορρίφθηκε. Κάθε φορά που ο πατέρας της πήγαινε στο δικαστήριο, η Analía αποφάσιζε να μιλήσει στον κόσμο ως μέλος της συλλογικότητας Historias Desobedientes (Ιστορίες ανυπακοής). Στα τέλη του 2019, του χορηγήθηκε προσωρινή αποφυλάκιση με την αιτιολογία της "κοινωνικής και οικογενειακής επανένταξης", αλλά το μέτρο ανατράπηκε το επόμενο έτος, όταν προστέθηκε στην αγωγή η συμμετοχή του συλλόγου Historias Desobedientes ως "φίλου του δικαστηρίου". Σε εκείνη την ακροαματική διαδικασία, η Analía Kalinec πήρε το λόγο και ζήτησε να μην χορηγηθεί στον πατέρα της κανένα ελαφρυντικό λόγω "της σοβαρότητας των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν, της έλλειψης μεταμέλειας και της άρνησης του πατέρα της να παράσχει πληροφορίες στην κοινωνία σχετικά με την τύχη των εξαφανισμένων και των μωρών που γεννήθηκαν στην αιχμαλωσία".
"Μπορεί ο πατέρας μου να με αποκληρώσει από τις αναμνήσεις; Μπορεί να με αποκληρώσει από αυτή την ιστορία, από τη ντροπή, από τη θλίψη;" γράφει η Kalinec και λέει ότι θεωρεί το βιβλίο ως μια διακήρυξη αρχών. Μέσα στην απόλυτη μοναξιά, η Analía αισθάνεται ότι πλήρωσε το τίμημα για να σπάσει την εντολή της σιωπής. Διέρρηξε τους οικογενειακούς δεσμούς, κατηγορήθηκε, απειλήθηκε και αποξενώθηκε από την οικογένεια. Οι αδελφές της - οι περισσότερες από τις οποίες υπερασπίστηκαν τον πατέρα της - δεν μπορούσαν να την καταλάβουν.
Η ιστορία της Mariana D., η οποία παρουσιάστηκε ως η πρώην κόρη του βασανιστή Miguel Osvaldo Etchecolatz, εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης. Η Analía δεν άλλαξε το επώνυμό της, και αναγνωρίστηκε αμέσως.
Οι λέξεις κύλησαν σαν χειμαρρώδες ποτάμι, χωρίς όχθες. "Μόλις το 2017 συνάντησα άλλα παιδιά και συγγενείς γενοκτόνων που επίσης αρνήθηκαν να σιωπήσουν και να γίνουν συνένοχοι της φρίκης. Δημιουργήθηκε η ομάδα Historias Desobedientes και αρχίσαμε να υψώνουμε τη φωνή μας, να καταθέτουμε, να διεκδικούμε το δικαίωμα να καταθέσουμε εναντίον των δικών μας γενοκτόνων πατέρων".
Ο Eduardo Emilio Kalinec καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το 2010 για απαγωγές, βασανιστήρια και δολοφονίες που διαπράχθηκαν στα μυστικά κέντρα Atlético, Banco και Olimpo, τα οποία λειτουργούσαν υπό τις διαταγές του Carlos Guillermo Suárez Mason, επικεφαλής του Πρώτου Σώματος Στρατού. Οι επιζώντες τον περιέγραψαν ως ένα επικίνδυνο άτομο, γνωστό ως "Δόκτωρ Κ", ο οποίος δεν δίσταζε να επιδεικνύει σκληρότητα χτυπώντας γυναίκες και υποβάλλοντας τους κρατούμενους σε βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ. Σήμερα, και παρά την τελεσίδικη καταδίκη του, κατέχει την ιδιότητα του "συνταξιούχου αρχιφύλακα" της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, καθώς δεν εκδιώχθηκε ποτέ από το σώμα.
"Ως κόρη ενός γενοκτόνου, απαιτώ και καταγγέλλω ότι οι υπεύθυνοι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Δυνάμεων Ασφαλείας και πρέπει να εξαιρεθούν από αυτούς τους θεσμούς", εξηγεί η Analía, διευκρινίζοντας τη θέση της.
- Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν διάφορες πρωτοβουλίες από τους γιους και τις κόρες των δραστών της γενοκτονίας. Παίρνουν το λόγο και εκφράζονται πάνω σε ένα πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία της χώρας. Ποια είναι η δική σας οπτική γωνία και πως πιστεύετε ότι το βιβλίο σας συμβάλλει σε αυτό το πλαίσιο;
- Το βιβλίο πραγματεύεται ένα πεδίο που ελάχιστα αξιοποιείται στην κοινωνία, δηλαδή τις συνέπειες των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας μέσα στις ίδιες τις οικογένειες των δραστών. Ως μέλος και συνιδρύτρια της συλλογικότητας Historias Desobedientes, και ως κόρη ενός ανθρώπου που καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αισθάνομαι το καθήκον και την ανάγκη να διαδοθεί αυτή η ιστορία με την πεποίθηση ότι μπορεί να συνεχίσει να ευαισθητοποιεί κι άλλους συγγενείς γενοκτόνων, οι οποίοι συχνά υφίστανται τις συνέπειες της σιωπής χωρίς καν να το γνωρίζουν. Και από θεωρητική και ακαδημαϊκή άποψη, μου φαίνεται ότι μια ιστορία όπως αυτή αποτελεί εξαιρετικά πολύτιμο υλικό για τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται σήμερα τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας, της διαγενεακής ψυχανάλυσης, της σημειωτικής της μετάδοσης και της κοινωνιολογίας της μνήμης, σε σχέση με τους θύτες και τους συγγενείς τους. Τέλος, πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει μια μεγάλη συμβολή στην αποσαφήνιση ενός από τα πιο σκοτεινά πεδία της ιστορικής μνήμης: αυτό των παιδιών των δραστών εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Οι υποψίες, οι μηχανισμοί άμυνας, η επιθυμία και ο φόβος για την αλήθεια, η ανάγκη για μια ηθική θέση και, πάνω απ' όλα, η πολιτική διάσταση. Για όλα αυτά μιλάει ετούτο το βιβλίο.
Είμαι μητέρα, είμαι δασκάλα, είμαι ψυχολόγος, είμαι η κόρη του, είναι ο μπαμπάς μου. Δεν μου μιλούσε πια. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσω. Έπρεπε να σωπάσω, να μην σκέφτομαι, να μην αισθάνομαι, να μην ξέρω.
Να υπακούω. Δεν μπορούσα. Δεν βγαίνει από μέσα μου. Φαίνεται ότι δεν είμαι άξια κόρη του. Δεν είμαι άξια κόρη ενός γενοκτόνου πατέρα. Όχι. Έχω αμαρτήσει πολύ σε σκέψεις, λόγια, πράξεις και παραλείψεις. Λάθος μου, λάθος μου, μεγάλο μου λάθος... Δεν προσεύχομαι πια, ας πάει στο διάβολο ο Θεός. Μαζί με όλα τα υπόλοιπα.
Έπρεπε να τιμώ τον πατέρα μου και δεν έπρεπε να έχει σκοτώσει. Και θα έχω ορθογραφικά λάθη και θα γράφω όπως θέλω.
Πού είναι ο μπαμπάς μου; Αυτός που μύριζε εισαγόμενο άρωμα τις καθημερινές και μύριζε ψητό μοσχάρι και κόκκινο κρασί τις Κυριακές... Πού είναι... Γιατί νομίζει ότι με παρέσυραν ομάδες ακτιβιστών στη Σχολή Ψυχολογίας; Γιατί δεν με κοιτάζει στα μάτια και δεν μου λέει τι έκανε; Γιατί δεν μου λέει πού είναι; Πού είναι ο μπαμπάς μου; Υπάρχει; Αυτός που ήταν καλός, αυτός που μου έλεγε ότι με αγαπάει. Γιατί δεν μπόρεσα να σωπάσω;
Γιατί επέμενα να ρωτάω, να μαθαίνω; Γιατί δεν μπόρεσα να κλείσω τα μάτια μου, να κλείσω το στόμα μου, να κλείσω την ψυχή μου; Γιατί πονάει τόσο πολύ; Γιατί ο μπαμπάς μου έγινε αστυνομικός; Πώς μπόρεσε; Πονάει, πονάει πολύ. Δεν θέλω να πονάει. Δεν θέλω να τον αγαπώ, πονάει.
Πονάει. Τι του συμβαίνει και θυμώνει; Δεν καταλαβαίνει την ανυπακοή. Δεν του εξήγησαν ότι πρέπει να είσαι ανυπάκουος μπροστά σε αυτό που βλάπτει και πονάει; Δεν κατάλαβε.
Να μην υπακούει σε εγκληματικές εντολές. Δεν ήξερε; Δεν ήθελε; Δεν μπορούσε; Δεν σκεφτόταν τις κόρες του όταν απήγαγε, όταν βασάνιζε; Δεν σκεφτόταν τα εγγόνια του; Μέσα στην ντροπή, μέσα στη διαπόμπευση, τι σκεφτόταν; Πώς μπόρεσε να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο; Πώς μπορεί ένας βασανιστής να έχει το πρόσωπο του πατέρα μου; Γιατί; Τι θα πω στα παιδιά μου; Τι θα γίνει με το όνομα της οικογένειας;
Νεκρική σιωπή τώρα που είναι πεθαμένη, αλλά και πριν. Σιωπή που δηλητηρίασε το αίμα της. Ποτέ δεν μίλησε, ποτέ δεν ρώτησε, ποτέ δεν έκλαψε. Απλά αρρώστησε και πέθανε. Η μητέρα μου πέθανε στη ζωή. Και τώρα πέθανε και στο θάνατο, η καημένη. Δεν μίλησε ποτέ. Και τώρα;
Έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια. Περισσότερα από όλη μου τη ζωή. Περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια ατιμωρησίας. Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή. Γιατί δεν μιλάει; Πού είναι; Αφήστε τον να πει αυτά που ξέρει, ξέρω ότι ξέρει. Ξέρει ότι ξέρω ότι ξέρει. Κρύβεται στο θυμό του, στο μίσος του. Δεν μου λέει πια ότι είμαι το κορίτσι του, ούτε με γαργαλάει. Μου λέει ότι είμαι μία ανάξια, μία ανατρεπτική.
Ξέρει ότι ξέρω, ότι δεν με ξεγελάει, ότι δεν θα μπορούσε να ξεγελάσει τη δικαιοσύνη, ούτε την κοινωνία που τον καταδίκασε. Ως καταπιεστής, ως γενοκτόνος. Είναι ο πατέρας μου, είμαι η κόρη του. Με ξεγέλασε για λίγο, πίστεψα σ' αυτόν, στη στοργή του, στην τρυφερότητά του. Μου είπε ότι ήμουν το κορίτσι του. Πηγαίναμε για ψάρεμα και μου έλεγε ιστορίες και μου τραγουδούσε τραγούδια. Τον πίστεψα, είναι ο μπαμπάς μου.
Πώς θα μπορούσα να αμφισβητήσω τον πατέρα μου; Πώς θα μπορούσε να μου λέει τόσα ψέματα;
Γιατί δεν λέει αυτά που ξέρει; Γιατί δεν λέει αυτά που νιώθει; Γιατί σιωπά; Με πληγώνει. Δεν καταλαβαίνει ότι με πληγώνει; Δεν τον νοιάζει; Δεν είμαι πια το κορίτσι του, φαίνεται, δεν είμαι πια η "vizcachita" του [είδος λαγού που συναντιέται στη Νότια Αμερική -σ.σ.], δεν μου σφίγγει το χέρι ούτε μου λέει ότι με αγαπάει.
Πού είναι ο μπαμπάς μου, ο παππούς των παιδιών μου; Αυτός που με αγκάλιαζε και με γαργαλούσε. Τον ψάχνω. Μου λείπει. Τον περιμένω. Τον ονειρεύομαι. Τον αγκαλιάζω στα όνειρά μου και μου μιλάει. Και μου λέει αυτά που ξέρει. Ξέρει και είναι σιωπηλός. Γιατί είναι σιωπηλός;
Όλοι ξέρουμε ότι ξέρει. Στα όνειρά μου μιλάει, και με αγκαλιάζει επίσης. Και κλαίει. Και κλαίμε μαζί. Πού είναι ο μπαμπάς μου; Αυτός που μου αγόρασε "ροζ παπουτσάκια", αυτός που μου είπε ότι είμαι το μικρό του κουνελάκι, θυμάται με τρυφερότητα τα πρώτα μου δόντια.
Πού να τον ψάξω; Ο μπαμπάς μου δεν είναι εδώ. Κρύβεται. Θυμώνει. Μισεί. Καταπιέζει. Καταπιέζει.