Πριάμου νυκτοπορεία.
Της Νίκης Κόλλια.
Το παρακάτω μικρό αφήγημα γράφτηκε μετά από την ανάγνωση του άρθρου του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη Ο μυθολογικός Καβάφης και η Πριάμου νυκτοπορεία στο περιοδικό Χάρτης (04.1983), επηρεασμένη από τη δολοφονια του Παύλου Φύσσα. Ν.Κ.
Έντεκα μέρες τον έσερναν ξωπίσω τους δεμένο και εκείνος σκάλιζε την άμμο με τα νεκρά του χέρια. Μες την απλωτή σκόνη της τάφρου τον παρατούσαν ύστερα γδαρμένο, ανυπεράσπιστο, περιπλανώμενο νεκρό- ένα μεγάλο τίποτε επιστραμμένο απ' τη ζωή. Και τ' άλογα των φονικών εχθρών τίναζαν τα κεφάλια και τις μακριές τους χαίτες γεμάτα υπερηφάνεια, την ώρα που ο πεθαμένος βασιλιάς χτυπούσε και έσκαγε στην κατακόκκινη πεδιάδα. Έτσι, κείτονταν τ' αγαπημένο παιδί του Πρίαμου έντεκα νύκτες συνεχώς, έμπασαν αέρα τα πλευρά του και τ' αίματά του κάηκαν απ' τις σκόνες και το πολύ αλάτι.
Στη γη αυτή δεν είναι πια ο Έκτορας, που ακούστηκε τόσες φορές στην Τροία.
Στην Αγορά, το Θέατρο, απ' το Γυμνάσιο ως την αυλή του βασιλιά ξεκίνησε ήδη, ώρα πολλή, ο θρήνος. Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι με απελπισμό φοβερό, του Έκτορα τη μνήμη να πενθήσουν. Την προηγούμενη του πένθους την φορά μάζεψαν τους νεκρούς τους, τιμώντας τους, έστω και πεθαμένους. Μια μέρα κράτησε η ανακωχή των δύο στρατοπέδων, μοναδική φορά σ' όλα τα χρόνια του πολέμου. Μισοί 'πιασαν τα άψυχα κορμιά μ' ευλάβεια και λύπη, τα έπλυναν και σκούπισαν τις φοβερές πληγές τους, ίχνος θανάτου δεν άφησαν κι αρώματα έχυσαν πάνω, με λαμπερά φορέματα τους 'ντυσαν, σαν ωραίοι αρματηλάτες και πάλι να φανούν, αναπαυόμενοι, τάχα, μετά που βγήκαν νικητές σε ξακουστό αγώνα. Κι ανάμεσα στον ύπνο και το θάνατο, με συνοδείες και άφθονες σπονδές οι Τρώες τους πρόσφεραν στην θλιβερή φωτιά θρηνώντας τους βουβά, όπως ακριβώς θέλησε ο γέρος βασιλιάς τους και άρμοζε σε ευγενείς ανθρώπους.
Τώρα, όμως, οι άνθρωποι έτρεχαν ξέφρενα ολόγυρα απ' τα τείχη, με ταραγμένη την ψυχή, σχεδόν παραλυμένοι, κλαίγοντας των ωραίων ημερών τις αναμνήσεις, ουρλιάζοντας τ' όνομα του νεκρού και η λύπη τους μεγάλη για τη γενναία ομορφιά που χάθηκε για πάντα. Μαύρες μανάδες κι ορφανά, στρατιώτες χωρίς πόδια, γέροι, μαυραγορίτες, ηθοποιοί, ραδιούργοι, χορευταράδες και ψεύτες, φοβητσιάρηδες και ολιγόψυχοι κι άλλοι πολλοί κι ανάμεσα κορίτσια του χαμού· στέκονταν όλοι όρθιοι στραμμένοι προς τον κάμπο, δείχνοντας προς τα πλοία των εχθρών, τραβώντας τα μαλλιά τους κι έσκιζαν τα ρούχα και τα νυφικά, πετούσαν τα βραχιόλια, κι ύστερα άναβαν φωτιές, παρακαλώντας τα θεία και μες σ' αυτόν τον οδυρμό εκείνα τα παλιά θυμούνταν πάλι: τα πρώτα νιάτα των στρατιωτών και εξαίσιες μελωδίες, παλιούς θιάσους μουσικούς και τις ωραίες διασκεδάσεις, λαμπρές ηδονές νυκτών και νυφικά τραπέζια. Μα η Τροία εκείνη -από καιρό οριστικά τελειωμένη- απέμεινε ολίγη, κλεισμένη μες σε κακό καιρό, μοιράζοντας τον θάνατο στα τείχη και τις κάμαρες ολόκληρης της πόλης. Αυτά έκλαιγαν οι άνθρωποι και ανάσαιναν βαριά και ύστερα μετρούσαν μεταξύ τους, πόσοι έμειναν στην πόλη και πόσοι κατέβηκαν, πόσους σκότωσε ο ένας και πόσοι χαθήκανε τον έναν χρόνο και έπειτα τον άλλο -σπίτια κι ονόματα. Ποιος θα χωρίσει τη ζημιά απ' το κέρδος, κανείς δεν το προσπάθησε.
Στον θρόνο γύρω απ' το γέρο βασιλιά κάθονταν τα παιδιά του –ο Έλενος, ο Πάμμονας, ο Αντίφονος, ο Πάρης-, νέοι, αρωματισμένοι με ευγενική ομορφιά, μοιραίοι μες το κλάμα. Τα χέρια τους, τα ρούχα τους , ήσαν όλα μουσκεμένα, από τον θρήνο τον πικρό για το χαμό τ' αδερφού τους, κι ας ήταν για αυτούς ο πόλεμος δοκιμασία άγνωστη και ξένη. Ο βασιλιάς καθότανε σκυφτά κουλουριασμένος στην κάπα, σιωπούσε ώρα πολλή μες τον θρήνο των άλλων. Και απ' τις κάμαρες τις πλαϊνές δάκρυα ξέφευγαν πολλά και αναφιλητά ξεσπούσαν. Πρώτα, η μητέρα του νεκρού ξέπλεκη οδυρόταν για τη σωρό του γιου της και η γυναίκα του Έκτορα πιο κει, πλάι στο παραθύρι, κοιτούσε προς την θάλασσα με δάκρυα τα εχθρικά καράβια. Δίπλα της ο μικρός τους γιος, χλωμός και κουρασμένος, παιδί ακόμη δεν ήξερε το μέλλον τι θα φέρει.
«Παιδί μου, εσένα όλοι εδώ αγαπούν και σε θυμούνται πάλι. Την ανδρεία, τη γενναιότητα και τη δίκαιη λογική σου. Κάποτε υπήρξες αιθέρια εφηβική μορφή με διάβα γρήγορο και έξοχη ομιλία. Πολλά τα καλοκαιρινά σου πρωινά γεμάτα εξαίσιο σφρίγος, ζωής και σύνεσης μεγάλης. Με τι ευχαρίστηση θαύμαζα τα πρώτα σου τα νιάτα, με τι χαρά σε έβλεπα να μπαίνεις στα λιμάνια και τις καλές πραμάτειες -κοράλλια, κεχριμπάρια και έβενους, ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, σπόρους και άγρια φρούτα- να φέρνεις πίσω στην Τροία. Και έπειτα τούτοι οι άνθρωποι βασιλιά τους σε κηρύξαν. Κι ήταν η μέρα ζεστή, ποιητική, ο ουρανός ένα ανοικτό γαλάζιο, ο χώρος ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης και συ όλο χάρη και ομορφιά έτρεχες μες τις λαμπρές παρατάξεις, έτρεχαν και οι άλλοι ξωπίσω σου, ενθουσιάζονταν και σε επευφημούσαν, γοητευμένοι με το ωραίο θέαμα, τη δύναμη και τη σοφία. Τι ωραία που υπήρξε κάποτε, στα αλήθεια, η ζωή, εδώ, την πόλη. Και συ στεκόσουν πιο μπροστά ντυμένος σε μετάξι και οι άλλοι πιο πίσω σε φώναζαν βασιλέα των βασιλέων. Μα τώρα ο κύκλος άνοιξε και ο ένας έγινε, θέλοντας και µη, μοιραία ο φονιάς του άλλου. Σε γδύσανε, σε σύλησαν, σε δέσανε παιδάκι μου με πορφυρό του Αίαντα ζωστήρα· σε σέρνουν, σε διασύρουν, σε κλωτσούν με λύσσα οι άσπλαχνοι, γεμάτοι αδικία.
Σε τούτο το μεγάλο σπίτι με τα πολλά παράθυρα, τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δε ξέρω πια πού να θρηνήσω, πάνω σε ποιο απ' τα τόσα άδεια κρεβάτια, φωνάζοντας όλη νύχτα τα παιδιά μου, γυρεύοντάς τα και κείνα μες το λάκκο γυρεύοντας πρώτα τον πατέρα τους, τώρα γυρεύοντας μη ξέροντας τι, βογκώντας εκεί μέσα τεμαχισμένα». Αυτά είπε η μάνα του Έκτορα και χάθηκε η φωνή της.
Και τότε ο Πρίαμος σηκώθηκε απ' τον θρόνο του και με απόκοσμη δύναμη μίλησε στους ανθρώπους: «Τι κούφια λόγια που είναι όλες αυτές οι σπουδαίες βασιλείες!
Και οι προσπάθειές μας κούφιες και αυτές όλα αυτά τα χρόνια.
Πώς μεγαλώσανε σε τέτοια φρίκη τόσα παιδιά, εδώ και δέκα χρόνια, βαστώντας ως ενθύμια εκείνων που χαθήκαν, τσεκούρια, μαχαίρια κοφτερά και φονικές σφενδόνες, έτοιμοι μες τα μάτια τους για την πιο άγρια τη μάχη. Είναι οι προσπάθειές μας, άνθρωποι, κούφιες σαν τούτο τον θρήνο. Κομμάτι κατορθώσαμε τη μια χρονιά, κομμάτι πήραμε πάνω μας την άλλη κι αρχίσαμε μες την υπεροψία να έχουμε θάρρος ασυλλόγιστο και ελπίδες τρελαμένες. Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά, ο Αχιλλέας στην τάφρο μπροστά μας βγαίνει και με μεγάλες φωνές και αίματα πάντα θα μας τρομάζει και πάντα θα μας γυρίζει πίσω.
Τόσα χρόνια ειρηνικής ζωής αλλού είχαμε το μυαλό μας. Όχι στην ευτυχία και την προκοπή της γνώσης και νόμου. Μονάχα περιμέναμε συναθροισμένοι στα τείχη, φορώντας τις καλές μας φορεσιές και τα πιο ακριβά στολίδια –βραχιόλια από αμέθυστους, δαχτυλίδια με γυαλιστερά σμαράγδια, μαλαματένια μπαστούνια έκτακτα σκαλισμένα- κάποιους βαρβάρους από μακριά να τους κάνουμε ανθρώπους. Μα βάρβαροι γίναμε όλοι εμείς ετούτα όλα τα χρόνια και είναι οι προσπάθειές μας πάντα κούφιες, άνθρωποι, γιατί θαρρούμε λάθος, πως όλοι οι άλλοι είν' βάρβαροι και 'μείς πολιτισμένοι, πως με απόφαση και τόλμη θ' αλλάξουμε της τύχης την καταφορά και έξω απ' τα τείχη λέμε πως στεκόμαστε φιλόδοξοι, έτοιμοι να αγωνιστούμε.
Αλλά όταν η μεγάλη κρίση έρχεται, η τόλμη και η απόφαση χάνονται, ταράσσεται η ψυχή μας, παραλύει. Κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε, ζητώντας να γλιτώσουμε με την φυγή μας, να βρούμε την ελάχιστη παρηγορία εντός τους. Χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, δίχως αιδώ αφεθήκατε μια ολόκληρη ζωή πίσω από αυτά τα τείχη, ανεπαισθήτως στην αρχή, σκοπίμως προς το τέλος, τέτοιοι βάρβαροι γινήκαμε όλοι μας από καιρό, και ας είπαμε πως βάρβαροι μεταξύ μας δεν υπάρχουν, και ας είπαμε πως οι βάρβαροι μένουν στην πεδιάδα.
Τέτοιος είναι και ο θρήνος σας σήμερα, κούφιος και λίγος.
Την ώρα που εσείς οι θνητοί καλοκοιμόσασταν όλοι, 'κείνη την ώρα χάθηκε και ο τελευταίος ελεύθερος ανδρείος. Και πριν από αυτόν είχαν χαθεί τόσοι και τόσοι Τρώες. Άλλοι πεσμένοι στις τάφρους ανάσκελα και άλλοι στα χέρια των συντρόφων, μύρισαν χορτάρια τα σώματα και οι ρίζες γέμισαν άδικο αίμα. Άδικος που 'ναι ο πόλεμος ανθρώπων χωρίς σύνεση και γνώση. Κούφιο είναι το κλάμα σας σήμερα μες σε πολλές κινήσεις και ομιλίες, με λέξεις ξένες, φορτικές το έχετε ντύσει, δεν νοιάζεστε στα αλήθεια για τίποτε άλλο απ' τη δική σας τύχη.
Αν δεν τους κουβαλήσεις μες την ψύχη σου τους νεκρούς, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει κάθε μέρα εμπρός σου, δεν θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις.
Τώρα πια η πτώση μας είναι βέβαιη, για αυτό έχει στα αλήθεια ξεκινήσει ο θρήνος. Ξαφνική, ραγδαία η καταστροφή πέφτει επάνω μας και ανέτοιμους -πού πια καιρός- μας συνεπαίρνει. Τον γιο της ας θρηνήσει μόνο η μάνα του κι ύστερα η γυναίκα του και το παιδί του, που τον έχασαν πια εντελώς. Μονάχα αυτοί δικαιούνται. Όλοι εσείς που τάχα ξοδεύεστε στο κλάμα, δεν κλαίτε τίποτε περισσότερο απ' την κακή σας τύχη, που μόνοι σας την φτιάξατε και τη χαλάσατε μόνοι.
Όσο για σας τους γιους που μου περίσσεψαν απ' τους πενήντα, καλύτερα να σας μαζεύανε κομματιασμένους απ' το σωρό της τάφρου -ένα χέρι εδώ, ένα πόδι παραπέρα- παρά να σας χαίρονται μόνο οι διασκεδάσεις και τα πλούτη. Ασυνείδητοι, ήσυχοι, βαθιά πεπλανημένοι».
Τέτοια λόγια πρόφερε, όλος θυμό, ο γέρος βασιλιάς κι αρπάζοντας το ραβδί του με φόρα έδιωξε σχεδόν όλα τα πλήθη. Οι γιοί του, οι πιο αργόσχολοι, κρύφτηκαν μες το σπίτι και η πόλη πια ερήμωσε, κλείστηκαν στα δωμάτια με φόβο πρώτη φορά για το κακό άγνωστο, που μάντεψε δυνατά ο άρχοντάς τους. Κι ήρθαν κάτι δυσοίωνα πουλιά, απλώθηκαν στον ουρανό και γέμισαν τον τόπο φτερά και τρομερά χρώματα ως κάτω την πεδιάδα. Μυστηριώδεις φασματικές σκιές έλουσαν τα τείχη και μαζί σκόρπισαν ανησυχία στις καρδιές και μπέρδεψαν τις σκέψεις. Κι έτσι όπως ήρθαν ξαφνικά, χαθήκαν μες τα σπίτια και ξαναβγήκε η μέρα μαζί με έναν ξερό κατακίτρινο ήλιο.
Κι ο Πρίαμος, με πρόσωπο ακίνητο μέσα στο πρόσωπό του, ανέβηκε στα τείχη κοιτάζοντας την πόλη του κάπως άδεια κι ύστερα το βλέμμα του έφτασε ως κάτω το σφαγείο και το καράβι του φονιά προσπάθησε με τα μάτια να στοχεύσει. Στερνή φορά την κοίταξε, της φώναξε κι ύστερα πήρε την απόφαση -τριπλός θα ήταν αυτός ο αποχωρισμός του: απ' τους ανθρώπους, την πόλη του και την μέχρι τότε ζωή του. Μπήκε στο σπίτι κι έβγαλε από πάνω του όλα τα χρυσά φορέματα και τα παπούτσια πέταξε τα κατακόκκινα με σχέδια κεντημένα· με ρούχα απλά ντύθηκε γρήγορα, όμοιος με ηθοποιό που αλλάζει τα ρούχα του φεύγοντας απ' τη σκηνή όταν η παράσταση τελειώσει κι ύστερα άρχισε μακρύ κατάλογο να φτιάχνει: κάπες διαλέγει δώδεκα και απ' τα σκεπάσματα άλλα τόσα, δώδεκα φλοκάτες όμορφες και δώδεκα πεντάμορφα κιλίμια, χιτώνες χρυσοκέντητους και ύστερα χρυσάφι που δέκα τάλαντα ζυγίζει και δυο τριπόδια που στραφτάλιζαν και τέσσερα λεβέτια. Μια ωραία κούπα, βιος τρανό, πέπλα, ρουμπίνια ρόδα, τίποτε δεν λυπήθηκε ο γέροντας στ' αρχοντικό του μέσα, και ό,τι άλλο πρόσφορο εικάζει, τα τύλιξε όλα μόνος του προσεκτικά με τάξη. Με μαραμένα τα σπλάχνα του μα, ωστόσο, ξέθαρρος πολύ, βαθιά προσηλωμένος, άρχισε πια να κουβαλά ένα-ένα ως την αυλή τα λύτρα. Με αυτά και ό,τι άλλο ζητήσουν, θα λύτρωνε κάτω στην πεδιάδα την πεταμένη εκεί τιμή του νεκρού του. Σαν απλός πατέρας κι αυτός μες τα αίματα του γιου του, μη προσδοκώντας άλλη δόξα και πλούτη, μακριά απ' τις βασιλείες και τις δομές των συστημάτων, μονάχος μες τα χωράφια των εχθρών να πάρει το παιδί του.
Στο άρμα του ο βασιλιάς έδεσε τα πιο γοργά άλογά του, που ήταν σαν αστραπές τα πόδια τους, ελαφρά τα σώματά τους κι ευγενικά στην όψη σα θεϊκά φτιαγμένα, κι έτσι όπως 'τρέχουν δεν πατούν τη γη, μόν' στα νερά καλπάζουν, έτοιμα κάθε στιγμή να σκίσουν το σκοτάδι. Φόρτωσε τ' άρμα ο ίδιος ο Πρίαμος με του νεκρού τα επίλεκτα λύτρα. Κι όταν τελείωσε αυτή την εργασία, ο ουρανός ήδη βράδιαζε ανάμεσα στα τείχη.
-Γη μου, εσένα αγαπώ και εσένα η ψυχή μου κάθε πρωί θυμάται, επάνω απ' τους λόφους σου σαν περνά και τα τείχη σου ακουμπάει. Κάποτε πόλη μου, μου δίδαξες κάθε λόγο και απ' τις τέχνες την πιο σοφή και μου έδωσες χαρές μεγάλες. Δίκαιος υπήρξα στις πράξεις μου και ευσπλαχνικός με όσους είχαν ανάγκη και την αλήθεια έλεγα χωρίς μίσος προς τους εχθρούς, και υπεροψία στους φίλους. Μα τα έργα μου απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής μου ήταν πλάνες και οι άνθρωποί σου, πόλη μου, γίνηκαν όλοι τους δειλοί, μικρόψυχοι, χαθήκαν ανάμεσα σε παρακάλια και γκρίνιες, μέσα στο φόβο του μέλλοντος και τις κακές υποψίες. Με ταραγμένο το μυαλό και τρομαγμένα τα μάτια, σχεδιάζουνε μάταια πώς να αποφύγουν το βέβαιο, τον κίνδυνο που έτσι φρικτά όλους μας απειλεί και μας ενώνει.
Αχ, ψεύτικα ήταν τα μηνύματα των Θεών ή δεν τ' ακούσαμε ή δεν τα νοιώσαμε καλά εμείς οι άνθρωποί τους.
Και τώρα όλα τα εξαίσια αφηρημένα σιωπούν, σα να ξεχάστηκαν μες την πολλή τη σκέψη των ανθρώπων και αυτοί μήτε να κρίνουν ή να συζητούν, μήτε να επιλέγουν, να ακολουθούν μονάχα νοιάζονται, να μην έχουνε την ευθύνη.
Γέρος πια και γω, εξαντλημένος και κυρτός, σακατεμένος απ' τα χρόνια, δεν ακούγομαι μες τις φωνές αυτού εδώ του κόσμου. Πόλη, σε δημιούργησα μες σε χαρά και λύπες, με τόσα περιστατικά και τόσα πράγματα, σε έβλεπα παντού, όπου περπατούσα, χρόνια και χρόνια. Μα τώρα πια δεν θέλω άλλο ούτε τις φορεσιές, ούτε το μέγα βιος μου. Το είδωλο του νεκρού σώματος του Έκτορα ήλθε και έσπειρε πένθος στην οικογένειά μου, φανερώνοντας την αρχή για τους χωρισμούς, τα βάσανα και το χαμό, που θα μας βρουν σε λίγο.
Πώς πέρασε η ώρα, πώς χάθηκαν τα χρόνια, δεν το κατάλαβα.
Νέος κόσμος, καινούριος, φοβερός. Δεν έχω πια θεούς, ούτε και μέλλον να φοβάμαι. Τα πρόσωπα ενός ολόκληρου λαού εντοιχισμένα ανάμεσα στις πέτρες των τοίχων. Έχουμε πεθάνει, θα πεθάνουμε όλοι σύντομα. Δεν έχεις πια να φυλαχτείς, δεν ξέρω πού να φωνάξω πως ετούτος ο πόλεμος δεν είναι πια για την τιμή, μόνο έμπασμα είναι σε τρομερό σφαγείο. Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή, ο αγώνας που σε πάει σε άλλον αγώνα; Το λογικό και τα παράλογο σε συμμαχία σύμμετρη, σαπίζει η σύγχρονη ιστορία σε νοσηρά προβλήματα.
Θα πεθάνεις άραγε και συ ποτέ κανονικά παιδί μου; Το ύφος της μέρας που ζήσαμε σαν ήσουν παιδάκι σβήστηκε απ' τα μάτια μας και ο αιθέρας των παμπάλαιων ωραίων στιγμών φτερούγισε μες την τάφρο των Αχαιών και χάθηκε για πάντα. Ένα τέλος απαρηγόρητο ήρθε και μας βρήκε και έγιναν όλα μια φωτιά και κάηκε ήδη η πόλη.
Στάχτη στα είδωλα, για σάρωμα, μαζί με τα σκουπίδια, μεγάλη, αφράτη στάχτη της φωτιάς ας γίνουν όλα στην κούφια ετούτη Τροία.
Τι περιμένω εδώ ακίνητος, τι περιμένω;
Αυτά σκεφτόταν ο Πρίαμος πριν χαιρετήσει την πόλη και φύγει μονάχος προς τα εμπρός στ' αργίτικα καράβια. Με φόρα, ξάφνου, στ' άρμα ανέβηκε, κέντησε τ' άλογά του και θαρραλέος με περήφανη ορμή, όσο ποτέ άλλοτε, ξεκίνησε στη νύχτα, σαν έτοιμος ήδη από καιρό γι' αυτή την έξοδό του. Δεν γύρισε να δει, δεν άκουσε τον θρήνο μες τα σπίτια, ξανάδεσε τη σιωπή, στ' αυτιά του κολλημένη. Άνοιξαν οι καστρόπορτες τα μάνταλα τραβώντας, χωρίς θεό, μήτε άνθρωπο για να σταθεί στην στράτα. Γρήγορα πέρασε απ' την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι, τραβώντας μόνο μπροστά και τ' άλογά του, κυβερνημένα απ' τον γέροντα γοργά, μέσα απ' το κάστρο περνούσαν κι ούτε για μια μικρή στιγμή δεν κοίταξαν την πόλη. Και όλοι οι δικοί του με απελπισία κλείστηκαν στα δωμάτια, πίσω απ' τα παραθύρια, λες και ο βασιλιάς τους κάλπαζε τον θάνατο ν' ανταμώσει.
Μες τη νύχτα την άφωτη εκείνος χάθηκε οριστικά από ώρα, μες την νύχτα την αθάνατη που όλοι οι θνητοί κοιμούνται -ανήμεροι, εχθροί φοβεροί και αντίμαχοι, παιδιά, πουλιά και ζώα- μες τη νύχτα που σαρώθηκε από τόσα όπλα και αίμα. Ένα τεράστιο μαύρο υγρό, διψασμένο, σαρκοβόρο σκοτάδι απλώθηκε μπροστά στην ακίνητη κοιλάδα. Μαύρισε η γη, την πήρε ένας κακός αέρας γυρνώντας ρίζες και φυτά, μικρά-μεγάλα στάχυα, αντίθετα στα τείχη και την πόλη. Έξω απ' την Τροία μεσάνυχτα και ένας απαίσιος κόρακας να κρώζει όλη την ώρα μπας και τρομάξει τ' άλογα και σταματήσει το άρμα και ένα σκυλί - αδέσποτο και ατάιστο για μέρες- ούρλιαζε μες την τάφρο και πήδαγε για να ξυπνήσει τις σκιές νεκρών της πεδιάδας, που μακριά απ' τους γονείς τους χαθήκανε άταφοι κι αυτοί, απ' όλους ξεχασμένοι, μήπως τρομάξουν τον άρχοντα των τόσων δολοφόνων. Και οι σκιές, ακίνητες, γέμισαν απορία, τι θέλει ο γέρος βασιλιάς στων Αχαιών τα πλοία, γιατί έβγαλε το στέμμα του και ταξιδεύει μόνος;
Πάνω στο άρμα ο Πρίαμος με ένα άγριο φως στην όψη, τ' άλογά του μόνο εμπιστεύεται και μόνο σε αυτά μιλάει κι εκείνα προχωρούν μες το τοπίο θανάτου, παραμερίζοντας νεκρούς, ανεβαίνοντας στον δρόμο, τρέχοντας ίσια μπροστά να πάν' να βρει το γιο του. Κι ο δρόμος ατελείωτος, κανένας ήχος αληθινού παιδιού, μήτε ζωντανού ανθρώπου, ίσια σε λάκκους του κάτω κόσμου πήγαιναν άλογα και βασιλιάς, στον κόσμο του αναποδογυρισμένου θανάτου.
Πού να 'ναι τώρα ο Πρίαμος, κανένας δεν τον είδε.
***
Όταν έφτασε στη διασταύρωση, το παιδί ήταν ήδη μέσα στο ασθενοφόρο και εκείνο ξεκίνησε χωρίς σειρήνα και το τρομακτικό φως. Γιατί δεν άναψαν τον φάρο; σκέφτηκε για μια στιγμή και ξεκίνησε και εκείνος οδηγώντας πίσω του. Μέχρι το νεκροτομείο ο δρόμος του φάνηκε ατελείωτος. Σταματούσαν σε κάθε φανάρι. Τα ασθενοφόρα, κανονικά, τρέχουν στους δρόμους και δεν σταματούν. Σ' ένα κόκκινο προσπάθησαν να του καθαρίσουν τα τζάμια. Τους άφησε ασυναίσθητα, μπας και δει τα μπροστινά φώτα. Γιατί δεν ανάβουν επιτέλους, έστω το μπλε φως; Εκεί μέσα ήταν το παιδί του. Και ήταν τόσο καλό παιδάκι από μικρό, πάντα. Του ήρθανε κάτι φωνές, περίπατοι στα παιδικά του Παύλου χρόνια, αναμνήσεις.
Κάποτε έφτασαν στο νοσοκομείο, άνοιξαν οι πόρτες, κατέβηκαν. Πάνω στο φορείο μεταξύ ύπνου και θανάτου, το αγόρι του κοιμόταν, στα τριάντα τρία του αναπαυόμενο. Κανένα ίχνος θανάτου σε όλο του το σώμα. Μονάχα στο στήθος, ακριβώς δίπλα απ' την καρδιά χυμένη μια κηλίδα σκούρο αίμα. Αν του άλλαζαν ρούχα του παιδιού, μάλλον δεν θα φαινόταν η κηλίδα.
Πιο αργά ο πατέρας του τον έντυσε μονάχος, του χτένισε τα κατάμαυρα μαλλιά, του σκούπισε τα μάτια, να γίνει όμορφος πολύ ξανά σα να μη χάθηκε ποτέ, σα να κοιμάται για λίγο. Κι ύστερα έφτιαξε το μνήμα του παιδιού με γυαλάκια -κόκκινα, πράσινα και θαλασσιά- να αντανακλούν τα φώτα και να τα γυρνούν στη μέρα, αποχαιρέτησε μες σε εξαίσιους ήχους το παιδί κι επέστρεψε σ' έναν άλλο κόσμο γερασμένος.