Ψαράκι στο Φάληρο με τα λεφτά της θείας
"Δεν τον ήθελα τον μπαμπά. Δεν ήθελα σχέση τότε. 'Οταν ερχόταν στο ατελιέ της Ναυσικάς και της Θοδώρας -ένα υπόγειο στο Κολωνάκι, στη Σκουφά- και του άνοιγα την πόρτα, του έλεγα : "Α, εσύ είσαι..." Τόσα κορίτσια όμορφα στη γειτονιά του στου Γκύζη, εμένα ήθελε και μ' ακολουθούσε μέχρι το Γαλάτσι. Στη Θοδώρα με πήγε η Μαρία, η παιδική μου φίλη που ήταν και συμμαθητριά μου. Εκεί έραβε, αν και δεν έγινε τελικά μοδίστρα. Ήταν υιοθετημένη από άγιους ανθρώπους που δεν είχαν παιδιά και ήταν λίγο μεγάλοι. Αλλά εκείνη άρχισε να τους βρίζει όταν έμαθε από γειτόνισσες κουτσομπόλες πως δεν ήταν το πραγματικό τους παιδί : "γιατί να την πάρουν αυτοί οι γέροι, θα την είχαν πάρει άλλοι, πλούσιοι". Συνέχιζαν όμως να της κάνουν όλα τα χατήρια και κληρονόμησε και το σπίτι τους.
Μια μέρα μου έδωσε η μάνα μου λεφτά για να τα πάω στη θεία του πατέρα μου στον Πειραιά, μια μισοκαλόγρια, κι εγώ φώναξα τη Θοδώρα να πάμε να φάμε ψάρι στο Φάληρο. Τέτοια πράγματα έκανα. 'Εχω και μια φωτογραφία. Η Θοδώρα, παρ' ό, τι πιο μεγάλη, δεν μου έφερε αντίρρηση. "Χάρηκε η θεία με τα λεφτά ;" με ρώτησε η μάνα μου. Ναι, πως ! Μου είχε δώσει και χαρτζιλίκι, και μια άλλη φορά ένα χρυσό σταυρό που μου έπεσε στο δρόμο."