Ευθύμης Kosemund-Σανίδης
Μια πράξη παιδική
Πριν κάποια χρόνια επέστρεψα στο νησί μου, τη Λέσβο, για αυγουστιάτικες διακοπές. Αυτή η συνήθως γλυκόπικρη επιστροφή - κάθε οικογένεια είναι δυσλειτουργική με τον δικό της τρόπο - εκείνη τη φορά έμελε να στεφθεί με δράμα που με καθόρισε αναπάντεχα, εμένα και το σινεμά που θα έκανα αργότερα. Λίγες μέρες μετά την άφιξή μου, έκλεψαν το μικρό χρυσοχοείο του πατέρα μου.
Πήραν τα πάντα, όλο το χρυσό, συμπεριλαμβανομένου και ενός λαχείου που άφησε στο συρτάρι την προηγουμένη. Ο ήλιος μεσουρανούσε ειρωνικά όταν το ανακάλυψε και η φωνή του τραύλιζε στο τηλέφωνο. Φυσικά και έτρεξα να τον βρω, καθισμένο στο πεζοδρόμιο έξω από το αδειασμένο μαγαζί του. Ο πατέρας μου ποτέ δεν εγκατέστησε σύστημα ασφαλείας με κάμερες. Ούτε και ασφάλισε το εμπόρευμα ποτέ - τα χρυσοχοεία δεν ασφαλίζονται ή τουλάχιστον έτσι μου είπε κάποτε. Η τοπική αστυνομία δεν φαινόταν πρόθυμη ή ικανή να λύσει το έγκλημα, υιοθετώντας το μάντρα η-δουλειά-έγινε-από-επαγγελματίες-που-δεν-άφησαν-ίχνη. Εν ολίγοις χάθηκαν τα πάντα. Επισκέφθηκα τα γειτονικά καταστήματα γύρω από το τετράγωνο και τους παραδιπλανούς δρόμους ζητώντας υλικό και συμπαράσταση από τις δικές τους κάμερες παρακολούθησης. Η φυσική απομόνωση των νησιώτικων κοινωνιών, ακόμη και στον αιώνα μας, συνεχίζει να έχει μία αξία.
Έτσι, άρχισα να περνάω τα πρωινά των διακοπών στο πατρικό μου, ξεδιαλέγοντας και συγκρίνοντας τις εικόνες που κατέγραψαν οι κάμερες σε ένα timeline στο laptop μου, ενώ τα απογεύματα επισκεπτόμασταν το αστυνομικό τμήμα με τον πατέρα, εν αναμονή νεωτέρων. Μέρα με τη μέρα, μεταβαίναμε από τον σταδιακό συγχρονισμό του υλικού και την ανακατασκευή της νύχτας της κλοπής στη μονταζιέρα, στην εξάλειψη πιθανών υπόπτων, από αμέτρητες ώρες πιθανώς ανούσιου found footage, στο στήσιμο μιας λειτουργικής αφήγησης. Έψαχνα για δράμα. Αυτή ήταν η ανάγκη που νοηματοδοτούσε τις εικόνες που ταίριαζα, επίπονα, τη μία δίπλα στην άλλη. Έτσι άρχισα να ενδιαφέρομαι για την τύχη των εικόνων, έτσι άρχισα να κάνω ταινίες.
Πώς μπορούν πράγματα τόσο σίγουρα να φαίνονται τόσο ιμπρεσιονιστικά θολά; Ο καθένας εδώ, σε αυτές τις μπανάλ εικόνες καθημερινής κίνησης στην αγορά της Μυτιλήνης τις μέρες που προηγήθηκαν της κλοπής, άντρας ή γυναίκα, έχει καταφέρει να εξημερώσει αυτό το περιβάλλον αρκετά ώστε να μπορεί να το επισκέπτεται μέρα με τη μέρα, χωρίς αταίριαστες κινήσεις ή χειρονομίες. Ούτε ένας τσακωμός, το σκύψιμο για το δέσιμο των κορδονιών, ένα σκόνταμμα σε κάποια λακκούβα του δρόμου, η επανεμφάνιση κάποιου στο μαγαζί του πατέρα μου την ίδια μέρα, δεν καταφέρνουν να μου κινήσουν υποψίες. Περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη ακόμη λιγότερο επεισοδιακή στιγμή δηλαδή. Τι βλέπω εγώ; Για ποιο λόγο; Τα πάντα σε αυτές τις κινούμενες εικόνες ήταν κάποτε εκεί. Ήταν κάποτε εκεί σαν από πάντα, πολύ περισσότερο από την εβδομάδα των rushes μου για αυτή την πρώτη μου ταινία. Αλλά τώρα έχουν εξαφανιστεί. Η μνήμη ενός τόπου. Το μαγαζί του πατέρα στη μνήμη και στις κάμερες. Η φωτογραφία μιας φωτογραφίας.
Και όμως η νευρώδης φιγούρα με τζιν, t-shirt και αθλητικά με το κοντό μαλλί που καπνίζει ανεβαίνοντας τη μικρή ανηφόρα της Σαπφούς, κάθετη στην κεντρική Ερμού και σημείο εισόδου της βραδινής επιχείρησης, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο αριστερά στις CAM5 00:53:51 και CAM3 00:53:56, αναμφισβήτητα είναι η ίδια με αυτή των CAM5 03:00:22 και CAM3 03:00:29. Το ίδιο επιβεβαιώνει και η κάμερα ψηλότερα, στην γωνία Αρίωνος και Σαπφούς. Τρεις ώρες μετά, η φιγούρα που ανεβαίνει τον ίδιο δρόμο επιταχύνει ελαφρώς καθώς κρεμάει τον βαρύ αθλητικό σάκο χιαστί από τον αριστερό ώμο στον δεξί. Η γυαλάδα του κουμπώματος της αλυσίδας στον αυχένα είναι η ίδια και τις δύο στιγμές. Άραγε να ανήκε αυτή σε λάφυρα προηγούμενης κλοπής; Ακολουθούν και άλλες εμφανίσεις του ήρωα και η βουβή μου ταινία χρειάζεται μεσότιτλους. Αλλά χωρίς το συναισθηματικό κουράγιο για λογοτεχνία, οι λεζάντες μου καταλήγουν απλά να περιγράφουν τη δράση, στεγνό σενάριο. Απενεργοποίηση εξωτερικού συναγερμού. Ο ήρωας αφήνει την τσάντα με τα εργαλεία στον ακάλυπτο. Ο ήρωας ενημερώνει τον σύνεργό του. Ο ήρωας κυκλώνει την περιοχή για μάρτυρες, κοιτάζει τα μπαλκόνια, μιλάει στο κινητό, διασταυρώνεται με την περίπολο security. Ο ήρωας απομακρύνεται με τα κλοπιμαία. Δεν μπορώ παρά να δεχτώ πως η ανώνυμη αυτή φιγούρα έχει υπάρξει συνεργάτης μου σε αυτό το project, ο πολυτιμότερος μάλιστα.
Άλλοι χαρακτήρες που εμφανίζονται στην ταινία, μαγαζάτορες-γείτονες του πατέρα μου, τους περισσότερους εκ των οποίων γνωρίζω από παιδί καθώς μπαινόβγαινα συχνά στα καταστήματά τους για θελήματα, ο εφημερεύων του πλησιέστερου γραφείου τελετών που πάντα αρέσκεται να ανταλλάσσει σόκιν χοντρά αλλά πραγματικά ξεκαρδιστικά ανέκδοτα στο σχόλασμα, ιστορικές φιγούρες της αγοράς, ο γραφικός ηλικιωμένος πολυλογάς οικουμενικός της γνώσης και άεργος φωτογράφος, ένας-δύο τρελοί που ανεβοκατεβαίνουν την αγορά ολημερίς, άσκοπα;, σίγουρα καθημερινά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τα γνωστά αδέσποτα, ανάμεσα σε αυτά και ο Βρομύλος, ο σκύλος που κάποτε υιοθέτησε ο πατέρας μου. Γράφοντας σήμερα αυτές τις γραμμές, λίγες εβδομάδες μετά το τέλος των γυρισμάτων της πρώτης μου μεγάλου μήκους ταινίας, συνειδητοποιώ εκ νέου το adage - με έναν τρόπο επαναλαμβάνουμε πάντα την ίδια ταινία, κάτι που για μένα περιέχει σίγουρα πατέρα και μία διευρυμένη οικογένεια, λειτουργική ή δυσλειτουργική όσο και το σινεμά μου. Μια πράξη πάντα λίγο παιδική.
Ευθύμης Kosemund-Σανίδης
_______
Ο Ευθύμης Kosemund-Σανίδης έχει διπλή ελληνική/γερμανική εθνικότητα και είναι αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής. Σπούδασε επιστήμη υπολογιστών στην Αθήνα ενώ έπαιξε μπάσκετ. Ταξίδεψε εκτενώς διαγράφοντας έναν κύκλο γύρω από την γη, πριν συνεχίσει τις σπουδές του στις σύγχρονες τέχνες στο Le Fresnoy - Studio National της Γαλλίας. Οι ταινίες του έχουν προβληθεί και βραβευτεί σε σημαντικά φεστιβάλ όπως αυτά της Βενετίας, του Λοκάρνο και του Clermont-Ferrand. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία βρίσκεται στο στάδιο του post-production.