Σε ποιον ανήκει η ομορφιά;
Ο δύσκολος δρόμος της επιστροφής για τα λεηλατημένα έργα τέχνης
Bénédicte Savoy, À qui appartient la beauté?, Εκδ. La Découverte, 2024.
Αποαποικιοποίηση των έργων τέχνης;
Κλεμμένα ή λεηλατημένα, αλλά προσεκτικά διατηρημένα στα δυτικά μουσεία, πολλά έργα τέχνης διεκδικούνται δικαίως πίσω από εκείνους που έχουν υποστεί τη ληστεία. Μια νέα παγκόσμια γεωγραφία της τέχνης αναδύεται. Αν ο18ος αιώνας "εφήυρε" τα μουσεία, θα πρέπει κι εμείς τώρα να επανεφεύρουμε την αλληλεγγύη μας στην τέχνη και την πολιτιστική κληρονομιά.
Gilles Fumey
Mediapart - Blog Géographies en mouvement - 05.02.2024
Θα μπορέσει η αποαποικιοποίηση των έργων τέχνης να έχει κάποιο αποτέλεσμα; Ο Βορράς του πλανήτη φιλοξενεί τα πλουσιότερα μουσεία στον κόσμο, αλλά μεγάλο μέρος αυτού του πλούτου προέρχεται περισσότερο από λεηλασίες και λύτρα παρά από νόμιμες αποκτήσεις (αγορές, δωρεές καλλιτεχνών). Από την αρχή, η ιστορικός Bénédicte Savoy θέτει τα δύσκολα ερωτήματα: ανήκουν τα αντικείμενα στους τόπους όπου γεννήθηκαν; Στους πολιτισμούς των οποίων την ιδιοφυΐα ενσαρκώνουν; Στους πεφωτισμένους εστέτ που τα οικειοποιήθηκαν; Ή σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, η οποία έχει πρόσβαση σε αυτά μέσω ιδρυμάτων αφιερωμένων στη διατήρησή τους; Είναι δύσκολο να πάρει κανείς θέση, τουλάχιστον για ορισμένα έργα, χωρίς να κάνει την προσπάθεια να μάθει πώς τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν στις δυτικές χώρες. Ούτε μπορούμε να υπολογίσουμε αν προκάλεσαν απροσδόκητη αισθητική γονιμοποίηση στον τόπο όπου έφτασαν, ενώ η απουσία τους στον τόπο προέλευσής τους σηματοδοτεί μια πληγή που είναι ακόμη ανοιχτή...
Η Bénédicte Savoy ακολουθεί τα ίχνη εννέα από αυτά: την προτομή της Νεφερτίτης, τον Βωμό της Περγάμου, το τέμπλο του Μυστικού Αμνού, τη Μαντόννα Σιστίνα, τις χάλκινες κεφαλές των θερινών ανακτόρων στο Πεκίνο, τον πίνακα L'Enseigne de Gersaint, το άγαλμα της "βασίλισσας Bangwa" του Καμερούν, το πορτρέτο της Adele Bloch-Bauer και τους "βασιλικούς θησαυρούς" του Μπενίν. Γνωρίζουμε, στην Ευρώπη, ότι ο θαυμασμός μας για τα αντικείμενα τέχνης κρύβει το γεγονός ότι οι συλλογές οφείλουν κατά πολύ την προέλευσή τους στη συμβολική ή την πραγματική βία, διερωτάται η Bénédicte Savoy;
Θα μπορούσαμε εξαρχής να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε ευρωπαϊκά έργα, όπως το τέμπλο του Μυστικού Αμνού του Van Eyck στη Γάνδη ή τον πίνακα του Watteau L'Enseigne de Gersaint στο Λούβρο, και σε έργα εκτός Ευρώπης, όπως η προτομή της Νεφερτίτης από την Αίγυπτο, οι χάλκινες κεφαλές από τα θερινά ανάκτορα του Πεκίνου ή ακόμη και το άγαλμα της βασίλισσας Bangwa από το Καμερούν ή τον Βωμό της Περγάμου, ο οποίος ανήκει στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό αλλά βρισκόταν στην Τουρκία πριν μεταφερθεί στο Βερολίνο.
Η απλούστερη εξίσωση είναι αυτή της κλοπής. Η αφαίρεση είκοσι έξι μνημειακών αγαλμάτων, θρόνων, αρχιτεκτονικών στοιχείων, υφασμάτων και θρησκευτικών αντικειμένων από το Abomey, πρωτεύουσα του βασιλείου Danxomè (στο σημερινό Μπενίν), μετά από μια αιματηρή αποικιακή εκστρατεία του γαλλικού στρατού το 1892, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για κλοπή. Μία κλοπή που αναγνωρίστηκε τον Νοέμβριο του 2021, όταν η Γαλλία επέστρεψε τους 2,5 τόνους πολιτιστικής κληρονομιάς στο Κοτονού. Μια πρωτιά, σύμφωνα με τους New York Times, για την υποσαχάρια Αφρική, η οποία αναβιώνει για κάποιους τις ψυχές των κομματιών αυτών και κυρίως το πνευματικό και πολιτιστικό δυναμικό αυτών των αντικειμένων. Πώς θα μπορούσαμε όμως να λάβουμε υπόψη μας και την ευρωπαϊκή αντίληψη, η οποία τα έχει μετατρέψει σε μουσειακά αντικείμενα, ταξινομημένα σύμφωνα με αποικιοκρατικά και αισθητικά κριτήρια; "Πώς μπορούν να τοποθετηθούν στα δημιουργικά συστήματα των σύγχρονων αφρικανικών χωρών;" Τα έργα από το Μπενίν, που εκτίθενται το 2022 δίπλα στο προεδρικό μέγαρο, περιλαμβάνουν επίσης παλιά έργα, επανασυνδέοντάς τα με έναν κόσμο που έχει γίνει διαφορετικός, όπως μαρτυρούν κάποια αφροφουτουριστικά έργα (κράνη μοτοσικλετών καλυμμένα με κοχύλια καούρι του Emo de Medeiros) που σχετίζονται με την κοσμογονία του Βουντού. Για να μην αναφέρουμε πόσο τα τίμησε ο Le Corbusier, ο οποίος τα αντέγραφε σχολαστικά στο Musée de l'Homme όταν εκτέθηκαν στο Trocadéro στο Παρίσι. Η Bénédicte Savoy αφηγείται όλη την ιστορία αυτής της επιστροφής, η οποία ζητήθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1960.
Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση του Μεγάλου Βωμού της Περγάμου (αφιερωμένου στον Δία), που χρονολογείται από το 2ο τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ. και αφαιρέθηκε από την ακρόπολη του αρχαίου βασιλείου της Περγάμου στη Μικρά Ασία (σήμερα το Bergama στην Τουρκία). Ένα βασίλειο που σχηματίστηκε μετά το θάνατο του Μέγα Αλέξανδρου, και προσφέρει ως "ποθητό αντικείμενο" ένα ολόκληρο μνημείο που μεταφέρθηκε στο Βερολίνο, έχοντας εντοπιστεί από έναν Γερμανό αρχιτέκτονα που είχε αναλάβει να κατασκευάσει νέους δρόμους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Λατίνος συγγραφέας Πλίνιος είχε ήδη περιγράψει την Πέργαμο ως "την πιο διάσημη πόλη της Ασίας", μια πόλη ελληνιστική, ρωμαϊκή, αραβική, χριστιανική και οθωμανική. Εν μέσω της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, οι Γερμανοί, σε πλήρη ανταγωνισμό με τη Γαλλία και την Αγγλία, αποφάσισαν να μεταφέρουν αυτές τις ζωφόρους που απεικονίζουν μια μάχη μεταξύ θεών και γιγάντων, με το μήκος τους να φτάνει τα 120 μέτρα και το βάρος τους τις χιλιάδες τόνους που έπρεπε να μετακινηθούν από την αρχική τους θέση. Από το 1878 έως το 1886, η μεταφορά τους προς το Βερολίνο γίνεται μέσω του Αιγαίου, από τη Σμύρνη στο Αμβούργο και στη συνέχεια σιδηροδρομικώς υπό πολύ δύσκολες συνθήκες. Ο αντίκτυπος στους επισκέπτες του Βερολίνου, συμπεριλαμβανομένων επιστημόνων και συγγραφέων όπως ο Τουργκένιεφ και ο Απολλιναίρ, ήταν τόσο τεράστιος που έγειρε φόβους για κακές συνθήκες συντήρησης και χρειάστηκε να ξαναχτιστεί ένα νέο μουσείο, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1930, μαζί με άλλα όχι λιγότερο διάσημα κομμάτια, όπως η Πύλη της Αγοράς της Μιλήτου. Το ναζιστικό καθεστώς χρησιμοποίησε το Βωμό για την προπαγάνδα του πριν φροντίσει να το προστατεύσει από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς το 1945. Στη συνέχεια, ο Κόκκινος Στρατός το μετέφερε στη Μόσχα, για να το επιστρέψει στη ΛΔΓ δεκατρία χρόνια αργότερα. Ένα ωραιότατο παράδειγμα της ιδεολογίας του εθνικού μουσείου με οικουμενικές βλέψεις.
Μετά το 2014, ο Βωμός δεν είναι πλέον προσβάσιμος στο κοινό λόγω της ανακαίνισης του μουσείου, ενώ οι Τούρκοι έχουν κατασκευάσει μία μακέτα στον αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος αποτελεί πλέον Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Η Bénédicte Savoy καταλήγει: "Παρόλο που λείπει πλέον, αυτό το κομμάτι εξαιρετικής αξίας, σύμφωνα με την ορολογία της Unesco, παραμένει εικονικά συνδεδεμένο με τον αρχικό του χώρο". Σε ποιον ανήκε λοιπόν ο Βωμός της Περγάμου; Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία το άφησε να λεηλατηθεί; Στους κατοίκους της Περγάμου; Στους Γερμανούς αρχαιολόγους που τον ανακάλυψαν και τον διέσωσαν; Στους νομικούς της Υψυλής Πύλης που δεν συνέταξαν νόμους για να εμποδίσουν την εξαγωγή του; Στα γερμανικά ιδρύματα που το αξιοποίησαν; Στην Τουρκία; Στην Ελλάδα;
Τα ζητήματα αυτά φανερώνουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος. Το βέβαιο είναι ότι έχει ανατείλει μια νέα εποχή, κατά την οποία οι επιστροφές είναι πιθανό να πολλαπλασιαστούν, καθώς ο κόσμος είναι έτοιμος για την επιστροφή των έργων, υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες που τα διεκδικούν δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Το μπλοκμπάστερ Chinese Zodiac, μια ταινία δράσης συμπαραγωγής Κίνας και Χονγκ Κονγκ που γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Τζάκι Τσαν το 2012, αφηγείται την ιστορία της ανάκτησης από την Κίνα των περιουσιών που λεηλατήθηκαν από τη Γαλλία και την Αγγλία. Ευαισθητοποίησε ένα νεανικό κοινό που ενθουσιάστηκε με την ταινία στις χώρες του Νότου. Ειδικά όταν μια σκηνή αφηγείται τη λεηλασία των θερινών ανακτόρων στο Πεκίνο κατά τη διάρκεια του δευτέρου πολέμου του Οπίου το 1860 και τη διαμάχη που προκάλεσε μια δημοπρασία δύο κινεζικών χάλκινων αντικειμένων στο Παρίσι το 2009. Στους πρόποδες του Πύργου του Άιφελ, η διαδήλωση νεαρών ακτιβιστών που φώναζαν "Φτάνει πια με την πώληση των εθνικών θησαυρών" και "Επιστρέψτε αυτούς τους θησαυρούς στις χώρες προέλευσής τους" έβαλε στην πρώτη γραμμή τη γεωγραφική λογική. Η γεωγραφία είναι αναμφίβολα αυτή που θα έχει το λόγο τα επόμενα χρόνια.
Δείτε στο Αλμανάκ και το άρθρο της κας Ελίνας N. Μουσταΐρα, καθηγήτριας της Νομικής Σχολής:
Ο "δανεισμός" των γλυπτών του Παρθενώνα: μία τακτική υποχώρηση, μία κίνηση υποτέλειας