Στο μπαλκόνι του Τίτι (Albert Arie)
[1930 -2021]
Η ζωή του "τελευταίου" Εβραίου του Καΐρου μέσα από την ταινία Au balcon de Titi (2016) της Yasmina Benari
Ο Αιγύπτιος που διώχθηκε ως Εβραίος και θάφτηκε ως μουσουλμάνος
Ο γηραιότερος Εβραίος του Καΐρου ήταν αντισιωνιστής και κομμουνιστής: Ο Albert Arie ήταν ένας περήφανος Αιγύπτιος που πάλεψε με την εβραϊκή του κληρονομιά, φυλακίστηκε για 11 χρόνια και αργότερα ασπάστηκε το Ισλάμ. Όταν οι φίλοι του μετανάστευσαν στο Ισραήλ, εκείνος επέμενε να μείνει στον τόπο του.
Ofer Aderet
Haaretz, 26.10.2021
Ο Albert Arie ήταν Εβραίος, κομμουνιστής και αντισιωνιστής. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ασπάστηκε το Ισλάμ, αλλά διατήρησε τη σχέση του με την εβραϊκή κληρονομιά και κουλτούρα του. Πάνω απ' όλα, ο Arie, ο οποίος απεβίωσε τον Απρίλιο λίγο πριν από τα 91α γενέθλιά του, θεωρούσε τον εαυτό του περήφανο Αιγύπτιο πολίτη. Ήταν από τους τελευταίους εναπομείναντες της αιγυπτιακής εβραϊκής κοινότητας.
Παρέμεινε πιστός στην πατρίδα του, την Αίγυπτο, ακόμη και όταν οι αρχές τον καταδίωκαν και του έκαναν τη ζωή δύσκολη λόγω της καταγωγής και της ιδεολογίας του.
"Ήταν ένας Αιγύπτιος πολίτης που επέμενε να παραμείνει στη χώρα του παρά τις αφόρητες πιέσεις που του ασκούσαν", είπε ο Sami Ibrahim, ο γιος του, στον επικήδειο.
Ο Arie γεννήθηκε το 1930 στο Κάιρο κατά τη διάρκεια της μοναρχικής περιόδου, γνωστής ως "φιλελεύθερη εποχή". Στο κοσμικό γαλλικό σχολείο που φοίτησε, αγάπησε επίσης την αραβική γλώσσα. Ο γεννημένος στην Τουρκία πατέρας του, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα ρούχων, προσέλαβε ακόμη και τις υπηρεσίες ενός σουνίτη σεΐχη για να βοηθήσει να διευρύνει τις γνώσεις του γιου του στη γλώσσα. Στη δεκαετία του 1940 ο Arie συμμετείχε ενεργά στο κομμουνιστικό κίνημα. Ήταν μια εποχή αλλαγών στην Αίγυπτο που οδήγησαν στο πραξικόπημα των Ελεύθερων Αξιωματικών το 1952, το οποίο προανήγγειλε την έναρξη της εποχής του παναραβισμού του Νάσερ.
Περίπου ένα χρόνο αργότερα, ο Arie φυλακίστηκε μαζί με άλλους κομμουνιστές αγωνιστές με την κατηγορία της προσπάθειας υποκίνησης πραξικοπήματος. Κατά τη διάρκεια της 11ετούς ποινής του με καταναγκαστικά έργα, που εκτελέστηκε σε διάφορες φυλακές, δημιούργησε δεσμούς με κρατούμενους από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
"Μιλούσαμε μαζί τους, τους δίναμε εφημερίδες και μοιραζόμασταν μαζί τους ειδήσεις που ακούγαμε από ένα μικρό ραδιόφωνο που κρύβαμε στο κελί μας", θυμήθηκε κάποτε. "Εξάλλου, όλοι ήμασταν πολιτικοί κρατούμενοι".
Ακόμη και πριν συναντηθούν ξανά στη φυλακή, ο Arie είχε γίνει φίλος με έναν από τους ηγέτες της Αδελφότητας, τον Mohammed Mahdi Akef. Ο Arie γνώρισε για πρώτη φορά τον Akef ως πελάτη που αγόραζε αθλητικά ρούχα στο κατάστημα του πατέρα του, ενώ αργότερα τον συνάντησε στο πλαίσιο διαφόρων πολιτικών δραστηριοτήτων.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Arie υπέστη και πάλι σκληρή μεταχείριση - αυτή τη φορά επειδή ήταν Εβραίος. Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει ένα αυξανόμενο κύμα αντι-ισραηλινού και αντισιωνιστικού μίσους που εξαπολυόταν από την κυβέρνηση του Καΐρου.
Περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα, μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, και στη συνέχεια, μετά την εκστρατεία του Σινά το 1956 και τον πόλεμο των 'Εξι Ημερών το 1967, οι περισσότεροι από τους Εβραίους της Αιγύπτου μετανάστευσαν στο Ισραήλ και σε άλλες χώρες. Στο απόγειό της η εβραϊκή κοινότητα της χώρας αριθμούσε 80.000 άτομα- σήμερα είναι λιγότεροι από 10. Ο Arie ήταν ο γηραιότερος Εβραίος που είχε απομείνει στο Κάιρο.
Από την πλευρά του, επέμενε να είναι μέρος της κοινωνίας - ένας Αιγύπτιος πολίτης και πατριώτης. Για χρόνια δεν έφευγε από τη χώρα επειδή ανάγκαζαν κάθε Αιγυπτιώτη Εβραίο που θα πετούσε στο εξωτερικό να υπογράψει ένα έγγραφο παραίτησης από την υπηκοότητά του, που θα του απαγόρευε και να επιστρέψει.
Στη δεκαετία του 1960 ο Arie ασπάστηκε το Ισλάμ και παντρεύτηκε μια Αιγύπτια δημοσιογράφο.
"Ο πατέρας μου ήταν κοσμικός και γι' αυτόν ο Ιουδαϊσμός ήταν μια ταυτότητα και όχι μια θρησκεία", δήλωσε ο Ibrahim.
Παρά τις προσπάθειες του Arie να ενσωματωθεί στην αιγυπτιακή κοινωνία, αυτή δεν τον αποδέχτηκε πλήρως. Το αιγυπτιακό υπουργείο Εσωτερικών δήλωσε μάλιστα ότι δεν θα αναγνώριζε τη μουσουλμανική ταυτότητα Εβραίων σαν κι αυτόν, που είχαν αλλαξοπιστήσει.
"Αντιμετώπισαν τον πατέρα μου σαν ξένο που δεν ήταν Αιγύπτιος", είπε ο γιος του. "Κάθε φορά που πετούσε στο εξωτερικό έπρεπε να πάρει άδεια από το Υπουργείο Εσωτερικών για να μην χάσει την υπηκοότητά του". Η κατάσταση αυτή άλλαξε μόνο μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με το Ισραήλ το 1979.
Ο Arie μίλησε στα μέσα ενημέρωσης αρνούμενος να περιγράψει την πραγματικότητα με όρους άσπρου-μαύρου, όταν αναφέρθηκε στον διωγμό των Εβραίων από τις αιγυπτιακές αρχές. "Είναι πραγματικά παράλογο. Η προσπάθεια να περιοριστεί η ιστορία των Αιγυπτίων Εβραίων μετά το 1948 σε επιθέσεις εναντίον διαφόρων εβραϊκών στόχων, προσφέρει κακές υπηρεσίες στην ιστορική αλήθεια", είπε. "Θέλω να πω ότι ναι μεν [οι Αιγύπτιοι] πραγματοποίησαν αρκετές επιθέσεις, αλλά οι Εβραίοι δεν ήταν οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας".
Παρά τις αντισιωνιστικές του απόψεις και τη μεταστροφή του στο Ισλάμ, ο Arie εργάστηκε για τη διατήρηση της εβραϊκής κληρονομιάς της Αιγύπτου. "Σήμερα μόνο λίγοι ηλικιωμένοι Εβραίοι και μερικοί επιπλέον ενήλικες παραμένουν [στην Αίγυπτο], και αυτό θα τελειώσει επίσης σε λίγες δεκαετίες", είπε. "Τώρα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η ιστορία των Αιγυπτίων Εβραίων, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μέρος της αιγυπτιακής ιστορίας, θα είναι καλά τεκμηριωμένη και ότι τα μνημεία της θα διατηρηθούν, έτσι ώστε μια μέρα ίσως όλη η ιστορία να ειπωθεί με ακρίβεια, χωρίς πολιτικά, προπαγανδιστικά και εμπορικά κίνητρα".
Ο Arie έζησε όλη του τη ζωή στο διαμέρισμα του Καΐρου όπου μεγάλωσε ως παιδί. Μετά το θάνατό του κηδεύτηκε ως μουσουλμάνος.
"Ολόκληρη η οικογένειά μας είναι θαμμένη σε αυτό το νεκροταφείο", δήλωσε ο γιος του. "Γιατί να θάψουμε τον πατέρα μου σε ένα εβραϊκό νεκροταφείο;"
Μία συνάντηση
Της κινηματογραφίστριας Yasmina Benari με τον Albert Arie ("Titi").
Συναντώ τον Τίτι στα τέλη Απριλίου 2011. Εκείνη την εποχή κινηματογραφούσα την εβραϊκή κοινότητα στο Κάιρο. Καθώς συνέπεσα με τα γεγονότα του Ιανουαρίου, πήγαινα τακτικά στην πλατεία Ταχρίρ και στους δρόμους του κέντρου της πόλης για να κινηματογραφήσω την εξέλιξη του κινήματος, κάτι που θα συνέχιζα να κάνω μέχρι το 2013. Συχνά, η Μάγκι, φίλη και πρόεδρος της εβραϊκής κοινότητας του Καΐρου, μου μιλάει για τον Τίτι. Ένα βράδυ, ο Τίτι είναι εκεί. Καθισμένος σε μια καρέκλα στην άκρη του τραπεζιού, μοιάζει κουρασμένος και αλλού. Αργότερα έμαθα ότι είχε μόλις υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς ενώ ήταν ήδη πάνω από 80 ετών. Δεν έχουμε συστηθεί και μένουμε για κάποιο διάστημα να παρακολουθούμε ο ένας τον άλλον. Επιτέλους μιλάμε. Του διηγούμε την ιδέα μου να τον κινηματογραφήσω. Μου κάνει μερικές ερωτήσεις και στη συνέχεια μου δίνει το ελεύθερο. Τον κινηματογραφούσα για σχεδόν δύο χρόνια. Από την αρχή, είναι φανερό αυτό που συμβαίνει. Μέσα από τη συνάντησή μας, εν μέσω ενός επαναστατικού κινήματος, ανάμεσα σε έναν άνδρα του οποίου η Αίγυπτος δεν υπάρχει πια, και σε μια νεαρή γυναίκα που ανήκει στην Αίγυπτο του μέλλοντος. Η οικειότητα με την κάμερα αναπτύσσεται από την πρώτη στιγμή. Ο Titi κοιτάζει απευθείας στο φακό.
Η ανθρώπινη αυτή συνάντηση παραπέμπει σε διαφορετικές χρονικότητες. Ο καμβάς αυτός διαπερνά όλη την ταινία. Ένα είδος οπτικής και ηχητικής προοπτικής στην εξέλιξη της ιστορίας. Διαθέτω ένα σύνολο από ιδιωτικά αρχεία (φωτογραφίες, ηχητικά ντοκουμέντα) τα οποία συσχετίζω με τα ήδη γυρισμένα πλάνα (ο Τίτι, η πλατεία Ταχρίρ, οι δρόμοι του Καΐρου) και τα γυρίσματα που θα ακολουθήσουν. Από την οικειότητα μιας ζωής, η αφήγηση θα οδηγήσει σταδιακά στην αίσθηση μιας ιστορικής οικουμενικότητας, από τον ένα ζυγό στον άλλο. Ο Τίτι είναι ένας άνθρωπος ξεχωριστός και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος της εποχής του, ένας άνθρωπος που δεν μπαίνει σε καλούπι και ένας φυσιολογικός άνθρωπος.
Η συνάντησή μας ξυπνά μέσα του προβληματισμούς, αμφιβολίες και μερικές φορές τύψεις. Ο Τίτι φέρει μέσα του μια μορφή οικουμενικότητας. Ο άνθρωπος γίνεται η χώρα και η χώρα γίνεται ο άνθρωπος. Ο Τίτι είναι 83 ετών. Είναι Αιγύπτιος και κομμουνιστής. Ο Τίτι είναι επίσης Εβραίος. Ο τελευταίος άνδρας της εβραϊκής κοινότητας του Καΐρου. Από το μπαλκόνι του βλέπει το κέντρο της πόλης από το 1935. Στην άκρη του μπαλκονιού, ένα άνοιγμα προς την πλατεία Ταχρίρ. Ο Τίτι προσωποποιεί το ίχνος μιας κοσμοπολίτικης Αιγύπτου σε απόλυτη διαδικασία εξαφάνισης. Μέσα από την ταυτότητά του, τις φιλίες του, τους αγώνες του και τις επιλογές του ως πολίτης, ενσαρκώνει μια πλουραλιστική, πολύγλωσση, κοσμική και πολιτική Αίγυπτο που δεν έπαψε να ξεθωριάζει με τα χρόνια. Αυτή η εποχή παραπέμπει σε πρόσωπα αλλά και σε μια μορφή αντίληψης για τη συμβίωση και την πόλη. Ο Τίτι είναι ένας από τους τελευταίους μάρτυρες αυτής της εξαφανισμένης πραγματικότητας. Για να γραφτεί μια νέα σελίδα, φαίνεται ότι πρέπει να διαγραφεί η προηγούμενη. Για να κάνουμε χώρο στις αναμνήσεις. Ο Τίτι όμως δεν έχει ξεχάσει τίποτα, ούτε μια ημερομηνία, ούτε ένα πρόσωπο, ούτε ένα όνομα. Είναι το σύνολο των στιγμών της ύπαρξής του και της σύγχρονης Αιγύπτου.
Από το ίδιο διαμέρισμα έζησε το πραξικόπημα των ελεύθερων αξιωματικών το 52, την πυρκαγιά του Καΐρου, την παρανομία και τη φυλακή μέχρι το 64, τις απεργίες, τη φιλελευθεροποίηση του Σαντάτ, τη διαφθορά του Μουμπάρακ, την 25η Ιανουαρίου 2011 και την 30ή Ιουνίου 2013. Εκείνη την ημέρα και τις επόμενες, παρατηρεί από το μπαλκόνι του το κομμάτι της Ταχρίρ που βρίσκεται σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο κτίρια. Κοιτάζει στο βάθος και βλέπει τόσο αυτό που υπήρξε όσο και αυτό που δημιουργείται. "Ξέρεις, ήμουν σε μια συνάντηση στο ινστιτούτο Γκαίτε εκεί κάτω. Υπήρχαν πολλοί νέοι, και άλλοι, και μιλούσαν για την Ταχρίρ. Ένας άνδρας σηκώθηκε και είπε: "Πριν από την 25η Ιανουαρίου δεν υπήρχε πολιτική ζωή". Τότε πήρα κι εγώ το λόγο και είπα, "Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν μπορούμε να αφήσουμε να λέγεται κάτι τέτοιο. Η 25η Ιανουαρίου και το κίνημα της νεολαίας είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας εξέγερσης. Δεν γίνεται να το απομονώσουμε από την όλη ιστορία της Αιγύπτου, από ολόκληρη την ιστορία του αιγυπτιακού απελευθερωτικού κινήματος. Καταλαβαίνεις, τα ξεχνάμε όλα αυτά. Ξεχνάμε την ιστορία." Η λήθη που ενορχηστρώνεται από ένα αμνησιακό καθεστώς, η καταστροφική υποβάθμιση του σχολικού συστήματος και η πλύση εγκεφάλου οδηγούν στη διαγραφή. Η λήθη είναι ο χειρότερος εχθρός του Τίτι. Δεν ξεχνάει τίποτα. Σαν να ήθελε να θυμάται για όλους. Υποφέρει βλέποντας το αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ της γενιάς του και των νέων της πλατείας. "Με κινηματογραφείς και σε κοιτάω. Και μιλάς". Ναι, μιλάω και κινηματογραφώ ταυτόχρονα. Βλέπω το χαμόγελό σου, τους μορφασμούς σου, βλέπω τις αντιδράσεις σου σε αυτά που λέω. Κι εγώ συνεχίζω να τραβάω με την κάμερα.
Ο Τίτι ζει στο ίδιο διαμέρισμα εδώ και εβδομήντα οκτώ χρόνια. Εκεί μεγάλωσε, εκεί τον συνέλαβαν κι έπειτα τον άφησαν ελεύθερο, εκεί δημιούργησε οικογένεια και μεγάλωσε δύο γιους. Σε όλο το μήκος αυτού του διαμερίσματος, ένα μπαλκόνι, κεντρικό σημείο της καθημερινότητας του Τίτι. Τον Ιούνιο του 2013, ο Τίτι μου έστειλε μια μακροσκελή επιστολή με τίτλο "Το Μπαλκόνι". Μου διηγείται πόση σημαντική θέση έχει καταλάβει το μπαλκόνι αυτό στη ζωή του. Εκεί φωτογραφίζεται ως παιδί, κι έπειτα ως νεαρός ενήλικας και αργότερα με τα δικά του παιδιά. Κλείνει με τη φράση "Σύντομα θα φύγω και το μπαλκόνι θα παραμείνει, με άλλα πρόσωπα". Το μπαλκόνι, που απαθανατίζεται από φωτογραφίες εδώ και άπειρα χρόνια, γίνεται μέλος της οικογένειας. Υπάρχει κάτι σαν έθιμο, να φωτογραφίζονται τα παιδιά του και ο ίδιος την πρώτη ημέρα του σχολείου. Στο Μπαλκόνι, περισσότερα από 70 χρόνια ιστορίας έχουν περάσει. Το μπαλκόνι γίνεται ο συμβολικός τόπος όπου αγκιστρώνεται ο χρόνος.
Γεννημένος από Τούρκο Σεφαραδίτη Εβραίο πατέρα και Ρωσίδα Εβραία Ασκενάζι μητέρα το 1930, ο Τίτι μεγάλωσε σε περιβάλλον της μεσαίας εμπορικής τάξης. Οι γονείς του δεν μιλούν αραβικά και επιμένουν να φοιτήσει σε αιγυπτιακό σχολείο. Ο πατέρας του είχε επιλέξει εδώ και καιρό να πάρει την αιγυπτιακή υπηκοότητα. Λίγοι ξένοι που ζούσαν τότε στην Αίγυπτο έκαναν την ίδια επιλογή. Σίγουρα οφείλεται σ' αυτό και το γεγονός ότι ο Τίτι δεν έφυγε ποτέ για να ζήσει αλλού. Στην ηλικία των 6 ετών αρνείται κατηγορηματικά. Δεν θέλει να φορέσει το φέσι, το οποίο θεωρεί "εξευτελιστικό". Οι γονείς του τον στέλνουν τότε αυτόν και την αδελφή του σε ένα γαλλικό σχολείο όπου η εκπαίδευση ήταν κοσμική. Αυτό τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή. Ο Τίτι είναι ένας από τους τελευταίους Εβραίους της Αιγύπτου, ίσως ο τελευταίος. Στα χαρτιά είναι μουσουλμάνος, που αλλαξοπίστησε για να παντρευτεί την Soheir το 1964. Η οικογενειακή του καταγωγή είναι Εβραϊκή, τόσο Σεφαραδίτηκη όσο και Ασκενάζι. 'Εχει τουρκική και ρωσική ιθαγένεια, αλλά γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Η μητρική του γλώσσα δεν είναι η αραβική αλλά η γαλλική.
Ρωτώ τον Τίτι τι σημαίνει γι' αυτόν να είναι ο τελευταίος Εβραίος της Αθγύπτου. Αναστενάζει απαλά. "Για μένα το να είμαι Εβραίος είναι η κουλτούρα μου, οι γονείς μου, τα γεύματα, η γλώσσα. Της μητέρας μου δεν της άρεσε να πηγαίνει στη συναγωγή, έλεγε ότι ένας θεσμός που τη χωρίζει από το γιο της δεν την ενδιαφέρει. Ο πατέρας μου δεν ήταν πολύ θρησκευόμενος. Ήταν η καταγωγή μας, η ιστορία μας, η ιστορία των γονιών μου που αναγκάστηκαν να φύγουν μακριά για να γλυτώσουν από τα πογκρόμ και κατέληξαν στην Αίγυπτο. Ήταν η γη της επαγγελίας". Στην ηλικία των 10 ετών ακούει το ελεύθερο ραδιόφωνο του Ντε Γκωλ και στα 15 του δηλώνει κομμουνιστής μετά από μια αποστολή καταπολέμησης της χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Καΐρου, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η παλιά εβραϊκή συνοικία Haret el jehud. " Άκουγα ραδιόφωνο, μέχρι αργά το βράδυ. Η μητέρα μου θύμωνε και μου έλεγε ότι έπρεπε να πάω για ύπνο. Ό,τι ξέρω σήμερα για τη στράτευση το έμαθα με τον πόλεμο, την αντίσταση, τη μάχη του Στάλινγκραντ... Τα ανακάτεψα όλα αυτά και έγιναν η πολιτική μου κουλτούρα." Δεν θα συμβιβαστεί, ούτε στη φυλακή ούτε μετά. Το 1953 ο Τίτι βγαίνει στην παρανομία και συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και καταδικάζεται στα κάτεργα. Δεν υπάρχει χρονικό όριο ποινής, ο Τίτι θα παραμείνει έγκλειστος για 11 χρόνια. Για να περάσει την ώρα του, φυτεύει τριαντάφυλλα, και στη συνέχεια λαχανικά και φρούτα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτός και οι σύντροφοί του τρέφουν τη φυλακή.
Ο Τίτι βγαίνει στο μπαλκόνι και ποτίζει μηχανικά τα φυτά του, όπως κάνει κάθε πρωί την ίδια ώρα, βλέποντας την πόλη να ξυπνάει στο βάθος. Η φωνή του ακούγεται καθώς αφηγείται τις απαρχές της πολιτικής του στράτευσης όταν, στα 15 του, ανακάλυψε τη φτώχεια στους δρόμους του Καΐρου. Ακόμα βλέπει τα δεκάδες παιδιά με τις μύγες κολλημένες πάνω τους, μαζεμένα γύρω από το αυτοκίνητό τους, ενώ η μητέρα του τον κρατάει σφιχτά. "Δεν έχω ξεχάσει ποτέ όλες αυτές τις μύγες πάνω σε αυτά τα παιδιά". Στη συνέχεια άρχισε η δράση του με το Αιγυπτιακό Κομμουνιστικό Κόμμα. Έγινε ο σύνδεσμος μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων, ο ειδικός σε δύσκολες καταστάσεις. "Μου άρεσε αυτό, να κάνω σχέδια για τη μετακίνηση των συντρόφων στο Κάιρο." Όταν έφτασαν στη φυλακή το 1957, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο μερικές σκηνές στη μέση της ερήμου. Σιγά-σιγά έχτισαν μια τραπεζαρία, μια κουζίνα και στη συνέχεια ένα σχολείο όπου οι φύλακες και οι κρατούμενοι έρχονταν για να μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν και να μετράνε. Εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν αναλφάβητοι στον καταυλισμό. Ένας ζωγράφος παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής, ένας άλλος μαθήματα ξυλουργικής. "Καταλαβαίνεις, ο καθένας είχε ένα ταλέντο να μοιραστεί. Ήταν μια δύσκολη αλλά συναρπαστική περίοδος. Πολλά συνέβαιναν, ανταλλάζαμε σκέψεις, ακόμη και αν ήμασταν εντελώς απομονωμένοι από τον έξω κόσμο."
Ο πατέρας του έρχεται να τον επισκεφθεί μια φορά το μήνα, με βαλίτσες γεμάτες τρόφιμα και εφημερίδες κρυμμένες στο διπλό πάτο. Ο πατέρας αυτός που θα πεθάνει ενώ προσδοκά την απελευθέρωση του γιου του, η οποία δεν έρχεται. Η καρδιά του τον εγκαταλείπει τρία χρόνια πριν από την απελευθέρωση του Τίτι. Στο βλέμμα του Τίτι, ένα μείγμα θλίψης, για την χαμένη νιότη, την πληγή που δεν έκλεισε ποτέ, και μια απεριόριστη χαρά όταν θυμάται την εποχή εκείνη της έντονης πολιτικής δραστηριότητας, της αντίστασης και των υψηλών ιδανικών. 'Εχοντας αναλάβει να φτιάχνει ψωμί, ο Τίτι θα ξυπνάει τα ξημερώματα για 5 χρόνια για να πλάθει τη ζύμη στο πλευρό του πρώην ανώτατου ηγέτη των αδελφών μουσουλμάνων. Ο Τίτι διηγείται πως ο ίδιος και οι κομμουνιστές φίλοι του κατάφεραν κάποια στιγμή να περάσουν ένα ραδιόφωνο στη φυλακή με τη βοήθεια του πατέρα του. Το έκρυβαν κάθε βράδυ σε διαφορετικό μέρος και άκουγαν εναλλάξ τις ειδήσεις. "Ήθελαν να μας απομονώσουν από την κοινωνία, αυτός ήταν ο στόχος τους. Για να είμαστε ελεύθεροι, έπρεπε να γνωρίζουμε τι συνέβαινε έξω. Θυμάμαι μια φορά. Με μετέφεραν στις φυλακές του Καΐρου, κοιτούσα τους δρόμους, δεν είχα δει τίποτα άλλο εκτός από τη φυλακή και την έρημο για τέσσερα χρόνια. Η μόδα για τις γυναίκες εκείνη την εποχή ήταν τα φορέματα με ντεκολτέ στην πλάτη (κάνει το σήμα V με τα δάχτυλά του). Κοιτούσα αυτές τις γυναίκες με τα ντεκολτέ στην πλάτη... Να, απλά, ήταν όμορφο να το βλέπεις."
Ο Τίτι ανοίγει τα παντζούρια του μπαλκονιού του. Το φως εισβάλλει στο σαλόνι του. Μια κίνηση που επαναλαμβάνει καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Άνοιγμα. Κλείσιμο. 'Ανοιγμα. Κλείσιμο. 'Ηδη από τις 25 Ιανουαρίου 2011, ο Τίτι βρίσκεται στο μπαλκόνι του, μπροστά από το "Κομμάτι του Midan" του (ένα κομμάτι της πλατείας Ταχρίρ). Πλησιάζει, ακούμε τη βουή του πλήθους, την ομιλία στο βάθος ενός άνδρα μπροστά σε ένα μπουκωμένο μικρόφωνο. Ο Τίτι αναστενάζει, στρέφει το βλέμμα του προς την κάμερα κι έπειτα κοιτάει μακριά. Ανάμεσα στις λέξεις, εισχωρεί η σιωπή ενός άνδρα. Κατά κάποιον τρόπο, έχει δίκιο όταν λέει ότι και ο ίδιος κινηματογραφεί. Ο Τίτι είναι μοναδικός, ως άνθρωπος αλλά και στην προκειμένη περίπτωση ως χαρακτήρας. Καταλαβαίνει ενστικτωδώς το νόημα της εικόνας, την πλαστικότητα μιας αφήγησης, την κίνηση. Η οικειότητά μας επιτρέπει στη σιωπή να εισχωρήσει, σαν μια άλλη μορφή λόγου.
Yasmina Benari
Au balcon de Titi (2016)