Το ακόλουθο, σπαρακτικό, άρθρο του Roberto Saviano είχε πρωτοδημοσιευτεί στο Αλμανάκ στις 24.05.2020. Το παραθέτουμε εκ νέου με αφορμή την κυκλοφορία της θαυμάσιας ταινίας του Marco Bellocchio, Ο Προδότης, μαζί με ένα σχόλιο της Le Monde για την ταινία:
Δεν ήταν οπωσδήποτε αναμενόμενο ότι ο Marco Bellocchio - κινηματογραφιστής της εσωτερικότητας που δεν έπαψε ποτέ να στηλιτεύει το αστικό ήθος - ότι θα ασχολιόταν με την μαφιόζικη ταινία, αυτήν την αιματηρή ιταλο-αμερικανική ειδικότητα. Ξέρουμε όμως ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες ενσωματώνουν οποιοδήποτε υλικό στον δικό τους κόσμο. Δείτε τον Martin Scorsese με την ταινία του The Irishman, η οποία προκάλεσε άπειρα σχόλια για τις "καινοτομίες" που αποτελεί η παραγωγή της Netflix ή το τεχνολογικό επίτευγμα της ψηφιακής νεότητας των ηθοποιών της. Η ουσία ωστόσο είναι αλλού: η γήρανση και ο φυσικός θάνατος, που αποδόθηκαν εδώ για πρώτη φορά, εμφανίζονται ως τιμωρίες πολύ πιο τρομερές από τα αιματηρά εγκλήματα και τους βίαιους θανάτους στους οποίους αφιέρωσε, πράγματι, το πιο όμορφο και ζωντανό μέρος του έργου του.
Στον ίδιο αυτόν βαθμό, η είσοδος του Bellocchio στο μαφιόζικο πεδίο μας θυμίζει εύστοχα ότι ποτέ δεν σταμάτησε, με μίαν έννοια, να κιηματογραφεί τη μαφία, μέσω όλων των συγκροτημένων θεσμών που εμφανίζονται στον κάδρο του φακού του εδώ και μισό αιώνα. Η οικογένεια (Οι γροθιές στην τσέπη, 1965), η Εκκλησία (Στο όνομα του πατέρα, 1971), ο Τύπος (Βιασμός στην πρώτη σελίδα, 1973), ο στρατός (Η θριαμβευτική πορεία, 1976), ο δογματικός αριστερισμός (Καλημέρα, νύχτα, 2003), ο φασισμός (Νικώντας, 2009). Όλα εδώ, όπως καλά το νιώθουμε, μπορούν εν τέλει να συνδεθούν με τα μολυσματικά δελεάσματα της οικογενειακής μήτρας, που ορίζεται ως ένας μικρόκοσμος κοινωνικής παθογένειας που πνίγει τη σκέψη και την ατομική ελευθερία.
Ο Bellocchio - επαναστατημένος υιός της δεκαετίας του 1960, θαυμαστής της Nouvelle Vague, μοναχικός δημιουργός που ξεκαθαρίζει μονίμως τους λογαριασμούς του με τον κόσμο των πατέρων - έπρεπε επομένως λογικά να καταλήξει στη μαφία, που είναι μόνο η υπερθετική έκφραση, και οπωσδήπτε θανατηφόρα, της "οικογένειας". Όμως, χωρίς καθόλου να υποκύπτει στη γοητεία που χαρακτηρίζει τις ταινίες αυτού του είδους, επιλέγει το δικό του πεδίο, που δεν είναι άλλο από αυτό στο οποίο αναγνωρίζει τον εαυτό του: του "προδότη", του καταραμένου γιου, εκείνου μέσω του οποίου προκύπτει το σκάνδαλο. Αυτός ο άνθρωπος, στην ιστορία της Μαφίας, υπάρχει, το όνομά του είναι Tommaso Buscetta (1928-2000) και θεωρείται ο πρώτος αληθινός "μετανοημένος", χάρη στη συνεργασία του οποίου ο δικαστής Giovanni Falcone, επικεφαλής της ομάδας αντι-μαφίας του Παλέρμο, θα διεισδύσει στα άδυτα της οργάνωσης και θα κλητεύσει, το 1986, σε μια μνημειώδη "maxi-δίκη", περί τους 400 μαφιόζους. [...]
Jacques Mandelbaum
Le Monde, 29.10.2019
Giovanni και Francesca, η πρόκληση της αγάπης στα χαρακώματα
Πριν από είκοσι οκτώ χρόνια, στις 5:56 μ.μ. στις 23 Μαΐου 1992, ανατινάχθηκε ο αυτοκινητόδρομος που οδηγεί από το αεροδρόμιο της Πούντα Ράιζι στο Παλέρμο, κοντά στο Καπάτσι. Η μαφία απαντούσε έτσι, με αίμα και εκατοντάδες κιλά TNT, στον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος λίγους μήνες νωρίτερα είχε επικυρώσει τις ποινές της "maxi-δίκης". Ο δικαστής Τζοβάνι Φαλκόνε, χάρη στον οποίο έγινε εφικτή η δίκη, δολοφονήθηκε στην επίθεση. Μαζί του σκοτώθηκαν και τρεις άνδρες της φρουράς του: ο Βίτο Σκιφάνι, ο Ρόκο Ντισίλο και ο Αντόνιο Μοντινάρο. Υπήρχε όμως και μια γυναίκα δίπλα του: η σύζυγός του, η Φραντσέσκα Μορβίλο, μια ισχυρή και αποφασισμένη προσωπικότητα για την οποία ακόμα πολύ λίγο γίνεται λόγος. Η πρώτη και μοναδική γυναίκα δικαστής που σκοτώθηκε από τη μαφία.
Giulia Riva
Roberto Saviano
La Repubblica, 23.05.2020
*
Υπάρχει μια φωτογραφία που ανακάλυψα πρόσφατα, όπου απεικονίζονται ο Τζοβάνι Φαλκόνε και η Φραντσέσκα Μορβίλο στη θάλασσα. Τα μαυρισμένα πρόσωπα φαίνονται γαλήνια· τα μάτια είναι κλειστά, και τα κεφάλια ακουμπούν μεταξύ τους: μοιάζει με ειρηνική στιγμή. Παρατηρώ τη φωτογραφία και σκέφτομαι: πώς κατάφεραν να ξεφύγουν, έστω και για μια στιγμή, από την αγωνία μιας φρουρούμενης ζωής υπό πίεση, απειλή, και αμφισβήτηση; Πώς έκλεισαν τα μάτια τους και αφέθηκαν στον ήλιο; Η Φραντσέσκα Μορβίλο είναι η μόνη γυναίκα δικαστής που δολοφονήθηκε στην ιστορία της Ιταλίας. Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το βάρος της επιρροής της στις επιλογές όχι μόνο του Φαλκόνε, αλλά και ολόκληρου του "pool antimafia" του Παλέρμο με το οποίο συνεργαζόταν εκείνα τα χρόνια. Η Francesca ήταν δικαστής στο Δικαστήριο του Αγκριτζέντο και στη συνέχεια αντιεισαγγελέας στο Παλέρμο, στο Δικαστήριο ανηλίκων. Ήξερε τι συνέβαινε, γι 'αυτό - σε αυτήν την περίπτωση και πάντα - η ιστορία της γυναίκας "στο πλευρό" του άνδρα, που τον συνδράμει στη μοναξιά και τον υποστηρίζει στις δυσκολίες, δεν με έπεισε ποτέ.
Ο δεσμός τους δεν είχε να κάνει με υποδεέστερη σχέση. Το καύσιμο ήταν ένα επαγγελματικό, ή ακόμη και μεταφυσικό-ρομαντικό έργο, που θα μεταμόρφωνε τη χώρα με το εργαλείο του νόμου. Ο Τζοβάνι Φαλκόνε και η Φραντσέσκα Μορβίλο ενώθηκαν με το κονίαμα αυτού του απεριόριστου ονείρου. Μπορείς να μοιραστείς τη ζωή σου με έναν άντρα που έχει εμμονή με την ανάγνωση δικαστικών εγγράφων εάν δεν τον αγαπάς κιόλας; Μπορείς, αντίστροφα, να αγαπηθείς από έναν άνδρα όταν περνάς το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σου μελετώντας, αναλύοντας, υπογραμμίζοντας με μολύβι, ενώ στο μεσημεριανό γεύμα και το δείπνο θα μιλάτε για κώδικες και διαδικασίες και, ακόμη και όταν αστειεύεστε, θα αναφέρεστε σε δικαστικές υποθέσεις; Το ρητό των αντιθέτων που έλκονται κάτι υποδηλώνει, αλλά στην πραγματικότητα οι μαγνητικοί έρωτες καταλήγουν να μην πολυλειτουργούν, να μας κάνουν να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον, και όχι να κατανοούμε ο ένας τον άλλον.
Εδώ, ωστόσο, βρισκόμασταν στην ίδια πλευρά: ένα υπέροχο και πάνω απ' όλα σπάνιο πράγμα. Και συνεχίζω να αναρωτιέμαι: πώς αντιστάθηκαν; Πάντα με ενδιέφερε η προσωπικότητα των ανθρώπων που έχω αποφασίσει να διαλέξω ως οδηγούς· η προσωπική τους ζωή, όχι η ιδιωτική: υπάρχει μεγάλη διαφορά. Προσωπικός είναι ο χώρος όπου απομακρυνόμαστε από τον κόσμο, εκεί όπου ωριμάζουν οι κρίσιμες επιλογές, βρίσκουμε τον βαθύτερο πόνο, την ανεξέλεγκτη χαρά. Παρατηρώντας τον, ακολουθούμε την πορεία των επιλογών, των λόγων που τις υπαγορεύουν. Προσωπικό είναι το μέρος όπου όλα ωρίμασαν πριν συμβούν. Προσωπικός είναι ο χώρος αυτός στον οποίο, όπως γράφει ο Πανέλα, "θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μας κατανοούν πραγματικά". Και είναι σε αντίθεση με το ιδιωτικό που κατασκοπεύει την κλειδαριά, βρίσκει την τραχιά λεπτομέρεια, κολλάει τη μύτη του. Για το ιδιωτικό ενδιαφέρονται οι εκβιαστές, αυτοί που κατασκευάζουν ψέυτικες αποδείξεις, ενώ για το προσωπικό αυτοί που θέλουν να γνωρίζουν τα πρώτα συναισθήματα.
Η καθημερινή ζωή της Φραντσέσκα και του Τζοβάνι ήταν μία συνεχής πολιορκία, με αλλεπάλληλες επιθέσεις και προσπάθειες υπονόμευσης της ηρεμίας τους. Συνεντεύξεις εναντίον τους, συναδέλφοι που τους επιτίθονταν από φθόνο προσποιούμενοι ότι έδιναν κριτική ουσία στις κατηγορίες τους: αλλά πώς συγκρατούσαν τα νεύρα τους; Χωρίς να ξεσπάει με φωνές ο ένας πάνω στον άλλο; Χωρίς να αμφιβάλλει ο ένας για τον άλλον; Πάντα αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε σε απάνθρωπες συνθήκες, αλλά συμβαίνει, αγαπιόμαστε. Το 1978 ο Φαλκόνε φτάνει στο Παλέρμο, ο πρώτος του γάμος έχει διαλυθεί και ποιος ξέρει τι μερίδιο είχαν απ' αυτόν τον επίλογο οι εντάσεις που βίωσε στο Τραπάνι [πόλη τη Σικελίας, στην καρδιά της μαφίας, όπου ξεκίνησε ο Φαλκόνε τη δικαστική του καριέρα το 1966 -σ.σ.]. Στο Παλέρμο κλήθηκε από τον Ρόκο Σίνιτσι για να αναλάβει την κληρονομιά του δικαστή Τσεζάρε Τερανόβα μετά από τη δολοφονία του τελευταίου από την Cosa Nostra, διευθύνοντας το ανακρητικό τμήμα του ποινικού τμήματος. Την ίδια χρονιά γνώρισε τη Φραντσέσκα Μορβίλο σε ένα δείπνο στο Σαλέμι. Θυμάμαι πως είχα διαβάσει κάπου ότι η Φραντσέσκα Μορβίλο συνειδητοποίησε το φλερτ επειδή ο Φαλκόνε ήθελε συνέχεια να την κάνει να γελάει, νοιαζόταν για τη διάθεσή της, έβλεπε τη μελαγχολία της και πάσχιζε να αλλάξει το συνοφρύωμα από τις βαριές μέρες σε χαμόγελο. Το 1980 έλαβε την αστυνομική φρουρά την οποία δεν θα αποχωριστεί ποτέ πια. Ήταν όμως αρκετές οι στιγμές ελευθερίας για τη Φραντσέσκα και τον Τζοβάνι για να νιώσουν το σώμα τους; Στη Ρώμη, κατάφεραν να κάνουν μικρές εξόδους χωρίς φρουρά, όπως και στο εξωτερικό - στη Νέα Υόρκη, στην Ελλάδα - όπου δεν είχαν καμία προστασία. Και πώς συμπεριφέρθηκαν σ' εκείνες τις στιγμές;
Θα μπορούσαν να νιώσουν κάτα κάποιο τρόπο ελαφροί, σχεδόν σε διακοπές; Ή αισθάνονταν άσχημα επειδή κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να πάει πολύ μακριά; Αλλά πώς γίνεται, θα αναρωτιέστε, στις ΗΠΑ που υπήρχε η Cosa Nostra ή στην Ελλάδα ή στη Ρώμη το βράδυ (μερικές φορές πήγαιναν στον κινηματογράφο χωρίς προστασία, και ακόμη και οι μαφιόζι που είχαν σταλεί στην πρωτεύουσα το ήξεραν) να μην φρουρούνται; Αυτό συμβαίνει επειδή οι μαφίες όταν σκοτώνουν το κάνουν συμβολικά και στο έδαφός τους. Ένας φόνος χιλιάδες μίλια μακριά χάνει την αξία του. Δεν συνταράσσει την περιοχή, δεν την τρομοκρατεί με το TNT, δεν υπάρχουν μάρτυρες που θα μπορούσαν να αναφέρουν. Αλλά πώς γίνεται, αναρωτιέμαι κι εγώ, να ζεις μια φυσιολογική ζωή όταν όλοι σε παρατηρούν και σε κρίνουν; Και μην κάνετε το λάθος να πιστεύετε ότι τους παρατηρούσαν με αφοσίωση, με θαυμασμό, κάθε άλλο. Τους είχε ζητηθεί ακόμη και να εγκαταλείψουν την πόλη, επειδή η αστυνομική φρουρά τους διατάρασσε τη δημόσια ειρήνη. 'Οσον αφορά την αγάπη μεταξύ της Φραντσέσκα Μορβίλο και του Τζοβάνι Φαλκόνε, έχω κάνει πάντα και μόνο υποθέσεις, κι αν μπορούσα να περιγράψω πώς αγγίζω τις φιγούρες τους όταν τις φαντάζομαι μαζί, θα έλεγα ότι τις τυλίγει το βαμβάκι. Με κίνδυνο να δυσαρεστήσω ακόμη και αυτούς που τους αποκαλούν Φραντσέσκα και Τζοβάνι, ένα δικαίωμα που έχουν μόνο όσοι τους γνώριζαν στη ζωή, και που μοιράστηκαν τα καλά της ζωής τους. Παντρεύτηκαν οκτώ χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση. Πήραν διαζύγια, αλλά για πολλά χρόνια τα κουτσομπολιό και η απονομιμοποίηση τους βάραιναν: "Κόψτε τα γένια σας, για να τελειώνει αυτή η ιστορία του κομμουνιστή δικαστή" και "Παντρέψου την Francesca, για να τελειώνει αυτή η ιστορία του δικαστή με τις ερωμένες".
Κι ύστερα η αιματηρή πραγματικότητα. Το 1982 δολοφόνησαν τον Καλοτζέρο Τζουκέτο, το 1983 δολοφόνησαν τον Σίνιτσι με ένα Φίατ 127 γεμάτο με εκρηκτικά και το 1985 δολοφόνησαν τους Μπέπε Μοντάνα και Νίνι Κασσαρά. Πώς κατάφεραν η Φραντσέσκα και ο Τζοβάνι να τα χειριστούν όλα αυτά όταν επέστρεφαν στο σπίτι; Δύο μήνες πριν σκοτωθεί ο Φαλκόνε - είπε η 'Ιλντα Μποκασίνι - σε μια συνάντηση της ANM [Associazione nazionale magistrati - 'Εθνική 'Ενωση δικαστών - σ.σ.] ένας δικαστής πήρε το λόγο και είπε: "Ο Φαλκόνε είναι πολιτικός εχθρός". Κι εδώ, αναρωτιέμαι, μπορείς πραγματικά να επιβιώσεις από μια τέτοια σφαγή; Φαντάζομαι τα ακόλουθα: γίνεσαι εριστικός, είσαι διαρκώς σε ένταση, δεν μπορείς να συνεργαστείς με τους γύρω σου. Στο σπίτι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να σκέφτεσαι αυτά που σου κάνουν, ποια στρατηγική να υιοθετήσεις, προσπαθώντας να καταλάβεις αν υπάρχει στρατηγική ή εάν αυτό που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι πολύ μεγαλύτερο από σένα, το οποίο και θα σε αναγκάσει στο τέλος να υποκύψεις. Η "αγάπη που νικά τα πάντα" δεν υπάρχει. Η αγάπη δεν είναι μία αρχή, είναι η καθημερινότητα, αλλά αν δεν μπορείς να την προστατέψεις από την βαρβαρότητα μετατρέπεται σε ερείπια όπως ο,τιδήποτε άλλο. Περιττά τα ψέματα, σε μία παράλογη ζωή αντιστοιχεί μία παράλογη σχέση: μοναξιά, ένταση, μη κατανόηση, καχυποψία, ίσως ακόμη και διαταραχή, μελαγχολία, ανησυχία. Η αγάπη πεθαίνει υπό αυτές τις συνθήκες, μόνο η μεταφυσική της πτυχή σώζεται, η λιγότερο απαραίτητη.
Πώς κατάφεραν η Francesca και ο Giovanni να μην μαλώνουν συνέχεια; Πώς διαχειρίστηκαν τις μεγάλες νύχτες, τον κίνδυνο, το σιωπηλό κουτσομπολιό που τους κατέτρεχε; Όταν κατηγόρησαν τον Φαλκόνε ότι σκηνοθέτησε ο ίδιος την βομβιστική επίθεση στην Αντάουρα, πώς αντέδρασαν; Αγκαλιάστηκαν ή, αντίθετα, απέφυγαν να αγγίξουν ο ένας τον άλλον, κλείστηκαν στη σιωπή; Υποστήριξαν ο ένας τον άλλον συζητώντας στις άυπνες νύχτες ή δεν είπαν τίποτα σαν εκείνους που βλέπουν μαζί τη φωτιά να καίει και θεωρούν ότι δεν χρειάζεται να προσθέσουν τίποτα στις φλόγες; Πώς διάολε μπορείς να επιβιώσεις όταν οι συνάδελφοί σου και οι (υποτιθέμενοι) φίλοι ισχυρίζονται ότι έβαλες μία βόμβα για να κάνεις καριέρα; Μετά την Αντάουρα, ο Φαλκόνε ήθελε να χωρίσουν με την Φραντσέκα για να την σώσει, για να να μην γίνει στόχος της μαφίας, έχοντας καταλάβει ότι έχει απέναντί του πλέον έναν ωκεανό λάσπης, αλλά ταυτόχρονα θέλει να τη σώσει κι από τη μοχθηρία των "αξιοσέβαστων" ανθρώπων. Δεν χώρισαν, και στο τέλος πεθαίνουν μαζί. Τα τελευταία λεπτά είναι η σύνθεση της έντασης και της οικειότητας. Ο Φαλκόνε οδηγεί το τεθωρακισμένο αυτοκίνητο (έκτοτε τα φρουρούμενα πρόσωπα δεν θα μπορούν να οδηγούν αυτοκίνητο, αλλά τότε συνηθιζόταν), και ο οδηγός του Τζουσέπε Κοστάνζα βρίσκεται στο πίσω κάθισμα. Η Φραντσέσκα Μορβίλο ζαλίζεται στο αυτοκίνητο, οπότε κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
Ο άντρας και η γυναίκα είναι ο ένας δίπλα στον άλλο, σαν ένα κανονικό ζευγάρι που επιστρέφει σπίτι. Το αυτοκίνητο κινείται στο δρόμο που οδηγεί από την Πούντα Ράιζι στο Παλέρμο, ο Κοστάνζα ζητά από τον Φαλκόνε να του δώσει τα κλειδιά του σπιτιού. Κάτι σαν υπενθύμιση παρά σαν αίτημα, αλλά ο Φαλκόνε παίρνει μηχανικά τα κλειδιά από το ταμπλό για να του δώσει, μια πολύ επικίνδυνη κίνηση, επειδή το αυτοκίνητο ξαφνικά φρενάρει ενώ έχει αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, ο Φαλκόνε προλαβαίνει να ζητήσει συγγνώμη, θα είναι οι τελευταίες του λέξεις, ο Μπρούσκα [ο μαφιόζος που πυροδότησε τα εκρηκτικά -σ.σ.] βλέποντας το αυτοκίνητο να επιβραδύνει ξαφνικά πίστεψε ότι κάτι υποψιάστηκαν και ενεργοποιεί τη βόμβα νωρίτερα από το κανονισμένο. Αυτή η ενέργεια, που έγινε από αφηρημάδα και με συγχυσμένο μυαλό, έσωσε τη ζωή του Κοστάνζα που ήταν στο πίσω κάθισμα καθώς το αυτοκίνητο έχασε ταχύτητα και δεν καταστράφηκε έτσι τελείως από την έκρηξη. Έπεσαν πάνω σε τοίχο από τσιμέντο και πίσσα, το TNT είχε ανατινάξει κάθετα τον αυτοκινητόδρομο "Πού είναι ο Τζοβάνι ..." είναι τα τελευταία λόγια της Φραντσέσκα, όπως τα συγκράτησε ένας αστυνομικός που την μετέφερε στο νοσοκομείο.
Αλλά τα τελευταία λόγια της αγάπης τους που έφτασαν σε μας ήταν άλλα. Χρόνια αργότερα, ο Τζοβάνι Παπαρκούρι, συνεργάτης του Φαλκόνε που επέζησε της επίθεσης κατά του Ρόκο Σίνιτσι, τα βρήκε γραμμένα σε μία λευκή καρτούλα σε ένα βιβλίο που η Φραντσέσκα Μορβίλο είχε δώσει στον Τζοβάνι Φαλκόνε. Μια σκέψη γεμάτη από λεπτή ελπίδα που προδίδει τον φόβο ότι όλα μπορούν να τελειώσουν σε μια στιγμή, αλλά βασίζεται και στη βεβαιότητα ότι κάπου, στο παλλόμενο μέρος εκείνο απ' όπου ξεκίνησαν όλα, αυτό που έχουν ζήσει μαζί θα παραμείνει: "Τζοβάνι, αγάπη μου, είσαι ό,τι πιο όμορφο στη ζωή μου. Θα είσαι πάντα μέσα μου όπως ελπίζω κι εγώ να παραμείνω ζωντανή στην καρδιά σου, Φραντσέσκα".
Roberto Saviano
Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Από το 2006, μετά την έκδοση του βιβλίου του Gomorra και τις απειλές της μαφίας που το συνόδευσαν, ζει υπο συνεχή αστυνομική προστασία.
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ από τον Ρομπέρτο Σαβιάνο:
'Ενας μικρός Αφρικανός 'Ικαρος
Αντριάνο Σόφρι - Ρομπέρτο Σαβιάνο κατά Ματέο Σαλβίνι
Zero zero zero, ταξίδι στην οικονομία της κοκαΐνης.
Μτφ. Σ.Σ.