Αυτό αναρωτιούνται οι θεατές, συχνά σαστισμένοι, όσοι βέβαια παρακολουθούν και ενημερώνονται, γιατί οι περισσότεροι μάλλον δεν ασχολούνται με την προβολή τους στις αίθουσες, απολαμβάνοντάς τες με άλλους τρόπους, οικιακούς, παράλληλα με τηλεοπτικές σειρές. Με αυτό το φαινόμενο υπερπροσφοράς απορούμε και οι κριτικοί, που καλούμαστε να γράψουμε για περίπου 8 ταινίες κατά μέσο όρο εβδομαδιαίως, ειδικά όταν βλέπουμε τα πενιχρά εισιτήρια μετά το πρώτο Σαββατοκύριακο, που δεν είναι μόνο κρίσιμο αλλά και τελειωτικό.
Μετά από αυτό, κάθε «κομμάτι» που δεν περπάτησε πάει από κει που 'ρθε, χωρίς τη δεύτερη ευκαιρία του DVD πλέον. Και όσοι από εμάς νοιαζόμαστε πραγματικά, ψάχνουμε να βρούμε πώς οι συνθήκες θα βελτιωθούν, για να μη φαντάζουν αδέσποτες και ακυβέρνητες οι καλές ταινίες που «πνίγονται», και ενδεχομένως πώς θα βοηθήσουμε κι εμείς να έρθουν οι θεατές που δεν προλαβαίνουν να αντιληφθούν ποιες από αυτές αξίζει να δουν.
Από τη μία, είναι εύλογη η κατάσταση όπως διαμορφώνεται: με την έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας −τη στιγμή μάλιστα που το φιλμ δεν είναι πια ακριβό− και της κόπιας παράγονται περισσότερες ταινίες ετησίως, συνεπώς αγοράζονται και προβάλλονται οι περισσότερες από αυτές.
Χειμώνα-καλοκαίρι, σε κανονικές, μεταμεσονύκτιες ή ειδικές προβολές, με τις παιδικές να είναι οι μόνες που αντέχουν σε βάθος χρόνου για ευνόητους λόγους, μετά την αρχική τους φόρα οι δημιουργίες που πάλαι ποτέ αποκαλούσαμε φιλμ μοιάζουν να συνωστίζονται σε μια αγορά που ήρθε μεν σε πιο ανεκτά επίπεδα, αλλά απέχει πολύ από υγιέστερες και πιο σινε-πρόθυμες περιοχές του πλανήτη, όπου η προσφορά είναι κι εκεί μεγάλη.
Χειμώνα-καλοκαίρι, σε κανονικές, μεταμεσονύκτιες ή ειδικές προβολές, με τις παιδικές να είναι οι μόνες που αντέχουν σε βάθος χρόνου για ευνόητους λόγους, και σε απογευματινές κυρίως ώρες, μετά την αρχική τους φόρα οι δημιουργίες που πάλαι ποτέ αποκαλούσαμε φιλμ μοιάζουν να συνωστίζονται σε μια αγορά που ήρθε μεν σε πιο ανεκτά επίπεδα (περίπου στα 10 εκατομμύρια εισιτήρια τον χρόνο στη χώρα μας), αλλά απέχει πολύ από υγιέστερες και πιο σινε-πρόθυμες περιοχές του πλανήτη, όπου η προσφορά είναι κι εκεί μεγάλη.
Επειδή μπορούν και θέλουν, οι διανομείς ρίχνουν την πραμάτεια τους στην αγορά και δεν προλαβαίνουν να χαρούν ή να στενοχωρηθούν, αφού οι αντιπρόσωποι μεγάλων στούντιο ή εταιρειών με ακριβές, συνήθως αγγλόφωνες παραγωγές οφείλουν να συνεχίσουν με τον υπάρχοντα προγραμματισμό και να περάσουν στο επόμενο «χτύπημα» και οι εισαγωγείς καλλιτεχνικών ταινιών χωρίς δικό τους κύκλωμα εκμετάλλευσης ψάχνουν τη σωστή εβδομάδα, δηλαδή εκείνη με τον λιγότερο ευθύ ανταγωνισμό, για να τσιμπήσουν κοινό και να βγάλουν τα έξοδα της αγοράς.
Το ουσιαστικό θέμα που προκύπτει είναι αν οι ταινίες που προβάλλονται δημιουργούν διάλογο με το κοινό ή, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνουν, επειδή ατύχησαν λόγω καιρού, για παράδειγμα, ή από αθέμιτο πολλές φορές συνωστισμό, θα είχαν επαφή με τους θεατές, αν τους δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Η προσωπική μου άποψη είναι πως, αν και οι διανομείς έχουν κάθε δικαίωμα να βγάλουν όποια ταινία θέλουν, όποτε το επιθυμούν, οφείλουν να επανεξετάσουν την πολιτική τους, από την αγορά μέχρι την προώθηση, σαν να ήταν κάθε ταινία ένα ξεχωριστό γεγονός (όσο αυτό είναι εφικτό, φυσικά), αν και εφόσον κρίνουν πως το αποτέλεσμα, με λίγα λόγια τα εισιτήρια, δεν δικαιολογούν τον κόπο.
Δεν μιλάμε, βέβαια, για κάποιες περιπτώσεις απόκλισης από τους υπολογισμούς αλλά για συνεχιζόμενη κάμψη που γεννάει μια δευτερεύουσα ερώτηση κοινής λογικής: πώς είναι δυνατόν οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες να μην πιάνουν τους ποθούμενους στόχους, αλλά να συνεχίζει ο ίδιος ρυθμός, με δεδομένη την απόσπαση προσοχής του κοινού, έτσι όπως κατακερματίζεται πλέον σε πολλαπλές πλατφόρμες και δηλώνει με όποιον τρόπο μπορεί (βλέπε τον θρίαμβο του «τζάμπα») την οικονομική του αδυναμία να παρακολουθήσει το τέμπο.
Οι κριτικοί και δημοσιογράφοι που καλύπτουμε τα πολιτιστικά δρώμενα μπορεί να γκρινιάζουμε καμιά φορά για την πολλή δουλειά, αλλά κυρίως σαστίζουμε από τον όγκο και την αναγκαστική θέαση της τελευταίας στιγμής: αν δεν έχει δει κάποιος μια ταινία έγκαιρα, συνήθως στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ, πρέπει να σπεύσει λίγο πριν από την πρεμιέρα της στις αίθουσες, να σκεφτεί τι είδε και να γράψει με το μαχαίρι στον λαιμό, για να είναι εντάξει στους χρόνους του.
Αυτό, ωστόσο, είναι το μικρότερο πρόβλημα. Το σημαντικό είναι να βρεθεί τρόπος να ζήσει το σινεμά χωρίς να θυσιαστεί η πρακτική της αίθουσας. Ζητήσαμε, λοιπόν, από πέντε αγαπητούς συναδέλφους να καταθέσουν τη δική τους άποψη πάνω στο ερώτημα του τίτλου. Στις διαπιστώσεις τους διασταυρώνονται πολλές αλήθειες, διαφορετικές, ακόμη και αντικρουόμενες προτάσεις, ιδέες για εναλλακτικά μοντέλα προώθησης και διανομής πάντα σε σχέση με τις ρεαλιστικές και πρακτικές ανάγκες των σινεφίλ και μια κοινή αίσθηση ευρύτερης συνέργειας.
Ο Χρήστος Μήτσης («Αθηνόραμα») μιλάει με νούμερα, συγκρίνει και εντοπίζει το πρόβλημα της εγγενούς μη-σινεφιλίας των Ελλήνων.
Η ψηφιακή εποχή εξηγεί εύκολα, αν και σε πρώτο μόνο βαθμό, πόσο πιο απλό είναι σήμερα μια ταινία να βρει τον δρόμο της προς την αίθουσα (η κόπια έχει αντικατασταθεί από το πολύ φτηνότερο DCP). Αυτό διευκολύνει τις «μικρές», ανεξάρτητες παραγωγές (συχνά ντοκιμαντέρ) να αποκτήσουν διανομή, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για το παραδοσιακό μοντέλο, δηλαδή μια ταινία σε μια αίθουσα με τρεις ημερήσιες προβολές επί μία εβδομάδα.
Τώρα πλέον είναι όλο και περισσότερες οι ταινίες (1-2 κατά μέσο όρο εβδομαδιαίως) οι οποίες μπορεί να προβάλλονται μόνο Σαββατοκύριακο ή μόνο σε απογευματινές και μεταμεσονύχτιες προβολές. Έτσι, από τις περίπου 400 που κάνουν πρεμιέρα κάθε χρόνο στην Ελλάδα (πες καλύτερα Αθήνα), «κανονική» διανομή έχουν περίπου οι 300 και άλλες 100 φτάνουν στις αίθουσες με εναλλακτικούς τρόπους, ακόμα και κάνοντας πρεμιέρα για μία εβδομάδα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση («Οίκτος»).
Από τις 300 ταινίες που απομένουν, οι μισές είναι ανεξάρτητες αμερικανικές ή μη αγγλόφωνες, συνήθως «καλλιτεχνικές» επιλογές, οι οποίες μπορούν να βγάλουν το κόστος τους με 10.000-15.000 εισιτήρια. Άρα οι φιλόδοξες εμπορικά ταινίες δεν ξεπερνούν τις τρεις εβδομαδιαίως, νούμερο το οποίο είναι απόλυτα λογικό για την κινηματογραφική μας πραγματικότητα.
Όπως και το συνολικό των 7,5-8 ταινιών εβδομαδιαίως, μετρώντας τα πάντα, ακόμα και τις καλοκαιρινές (ή μη) επανεκδόσεις. Το πρόβλημα των εταιρειών διανομής γεννιέται από την αδυναμία σχεδόν όλων των ταινιών να πιάσουν τα εισιτήρια που απαιτούνται και γιγαντώνεται από την «κατάρρευση» του home entertainment, τα ελάχιστα πλέον τηλεοπτικά έσοδα και την πάροδο της μόδας των premium προσφορών, δηλαδή της κυκλοφορίας εφημερίδων ή περιοδικών με κινηματογραφικά DVD.
Το χειροτερεύουν ξεπερασμένες πρακτικές στην αγορά ταινιών (σε «πακέτα», που δεν θέλουμε να πέσουν στα χέρια του ανταγωνιστή) και στο κλείσιμο του κυκλώματος προβολής (κάθε εταιρεία έχει τις δικές της αίθουσες, στις οποίες προβάλλει σταθερά το προϊόν της, άσχετα από το διαφορετικό προφίλ που μπορεί να έχουν μεταξύ τους οι ταινίες).
Ο πυρήνας του κινηματογραφικού προβλήματος, όμως, βρίσκεται στο ότι η Ελλάδα είναι μία από τις λιγότερο σινεφίλ χώρες στον... κόσμο. Όταν η Γαλλία και οι ΗΠΑ βγάζουν ετησίως 3,5-4 φορές περισσότερα εισιτήρια από τον πληθυσμό τους, η Ελλάδα έχει μια σταθερή αναλογία 0,9, δηλαδή 10 εκατομμύρια θεατές με πληθυσμό 11 εκατομμύρια.
Αν, λοιπόν, όλες οι ταινίες που προβάλλονταν εδώ έβγαζαν 3,5-4 φορές περισσότερα εισιτήρια η καθεμία, νομίζω πως κανείς δεν θα μιλούσε για προβλήματα διανομής, πρόχειρου προγραμματισμού, μη ανακαινισμένων αιθουσών, υπερπροσφοράς τίτλων, κακού μάρκετινγκ και ξινίλας των κριτικών. Θα είχαν και περισσότερη ώρα να σκεφτούν τι θα μπορούσε να γίνει με το Netflix και τη νέα κινηματογραφική πραγματικότητα που ξημερώνει.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, λοιπόν, όπου το σινεμά δυσκολεύεται να φέρει πίσω τα λεφτά του, η «φτώχια» χτυπάει κάθε τομέα. Έτσι, από την αγορά μιας ταινίας ως και την προβολή της, όλες οι απαραίτητες ενέργειες που καθορίζουν την καριέρα της (εύρεση ελληνικού τίτλου, επιλογή ημερομηνίας και κυκλώματος προβολής, αφίσες, τρέιλερ, προώθηση, διαφήμιση, δημοσιογραφική ενημέρωση και κάθε λεπτομέρεια του μάρκετινγκ) γίνονται από όσο το δυνατό λιγότερους ανθρώπους, συχνά άπειρους και επιφορτισμένους με άλλες δέκα δουλειές.
Ό,τι ακριβώς συμβαίνει πλέον και με τους κριτικούς, οι οποίοι δεν μπορούν να βγουν από τον φαύλο κύκλο πρόχειρης αντιμετώπισης του κινηματογραφικού προϊόντος, το οποίο στα καθ' ημάς απασχολεί σοβαρά ελαχίστους, από τους επαγγελματίες έως τους απλούς θεατές.
Επανατοποθέτηση των ταινιών στο κρίσιμο διάστημα που φεύγουν από τα χέρια των διανομέων και ετοιμάζονται να προσγειωθούν στις αίθουσες «ζητά» ο Θοδωρής Δημητρόπουλος (oneman.gr, «Έθνος») και έχει παραδείγματα στο μυαλό του, χωρίς να έχει απαραίτητα αντίρρηση με την ποσότητά τους ετησίως.
Το πρόβλημα με τη διανομή δεν είναι απαραίτητα ο όγκος των ταινιών που κυκλοφορούν κάθε βδομάδα αλλά τα μεγέθη − ας πούμε, στη Νέα Υόρκη αυτή την εβδομάδα άνοιξαν 35 ταινίες. Πολλές από τις κυκλοφορίες όμως δεν δημιουργούν καμία προσμονή, παρά εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέχρι να προλάβει κανείς να κοιτάξει την τρίτη γραμμή του πίνακα με τα αστεράκια στο «Αθηνόραμα». Όταν εμφανίζονται ταινίες που μοιάζουν με μπαλώματα προγραμματισμού ή απλό ξεφόρτωμα από τον ίδιο τον διανομέα, πώς θα αναπτύξει το κοινό σχέση μαζί τους;
Το κοινό δεδομένα δεν είναι τρομερά πολυάριθμο και σίγουρα τα μεγέθη δεν πρόκειται να μεγαλώσουν όσο η αγορά περιμένει ότι θα έρθει το κοινό στην ταινία και όχι η ταινία στο κοινό. Από την άλλη, όμως, events όπως οι Νύχτες Πρεμιέρας συνεχίζουν να φέρνουν ανθρώπους στις αίθουσες, δείχνοντας πως με ένα σωστό branding και ένα φροντισμένο curation υπάρχει κόσμος που ανταποκρίνεται και ενδιαφέρεται ακόμα και για τις πιο απαιτητικές ταινίες. Κάπου ανάμεσα στον στοχευμένο, αφιερωματικό προγραμματισμό και το ρεπερτόριο υπάρχει, πιστεύω, μια λογική εναλλακτικής διανομής που αξίζει να διερευνηθεί.
Υπάρχει και η περίπτωση της «Νορβηγίας» που έφερε κόσμο στο Άστυ, κάνοντας κάθε μεταμεσονύκτια προβολή ένα δικό της, ξεχωριστό event. Αν αυτή η ταινία έβγαινε όπως κάθε άλλη, θα είχε κάνει λιγότερα από τα μισά εισιτήρια που της εξασφάλισε η φροντισμένη, περιορισμένη, στοχευμένη διανομή της, συνδεδεμένη με ταιριαστά events.
Αυτό απαιτεί πολύ τρέξιμο φυσικά και ούτε γίνεται, βέβαια, κάθε ταινία να δουλεύεται σε τέτοιο βαθμό, όμως πρέπει να δημιουργηθεί σιγά-σιγά ένα κλίμα που θα προκαλεί τον θεατή να σηκωθεί από τον καναπέ του. Ακόμα και για πολύ κόσμο που καταναλώνει μπόλικο entertainment, το σινεμά δεν αποτελεί πλέον δεδομένη επιλογή − μπορεί να μείνει σπίτι και να δει Netflix.
Οι ταινίες πρέπει να εξηγούν στον κόσμο γιατί αξίζουν την προσοχή του και είναι ελάχιστες αυτές που μπορούν να το κάνουν αυτό από μόνες τους, απλώς υπάρχοντας, ειδικά αν κοιτάξουμε πέρα από τα εμπορικά σίκουελ.
Στην αποστροφή της εισαγωγής της, η Λήδα Γαλανού (flix.gr, «Εφημερίδα των Συντακτών») μιλάει απευθείας στον θεατή, δίνοντας έμφαση στον χώρο και στον χρόνο που διεκδικούν οι ταινίες στις προτιμήσεις και στις συνήθειές του.
«Το καλοκαίρι θα 'ρθει / Στην ταράτσα του Βοξ / η Μελίνα θα παίζει τη Στέλλα»
Το θέμα είναι ποιος θα βλέπει, πια, τη Μελίνα να παίζει τη Στέλλα ή οποιαδήποτε ταινία παίζει το Βοξ ή άλλο σινεμά, θερινό ή χειμερινό, στην Ελλάδα, όταν η τακτική βόλτα από τη μεγάλη οθόνη γίνεται, σιγά-σιγά, είδος πολυτελείας.
Σε μια μικρή χώρα, όπως η δική μας, όπου οι εταιρείες κινηματογραφικής διανομής φτάνουν πλέον τις 15, καθεμιά είναι αναγκασμένη να βγάζει ένα ρόστερ ταινιών κάθε μήνα για να μπορεί να διαπραγματευτεί την παρουσία της στην αγορά. Για την ακρίβεια, οι Έλληνες διανομείς ανεβάζουν, σχεδόν μαζοχιστικά, τις τιμές των ταινιών μόνο από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και αυτό το έξοδο πρέπει, μέσα στο άγχος και τον πανικό, να το αποσβέσουν.
Στην Ελλάδα βγαίνουν πια κατά μέσο όρο 8 ταινίες την εβδομάδα. Στο «κινηματογραφικό 4ήμερο», από Πέμπτη ως και Κυριακή, γίνονται πανελλαδικά περίπου 100.000 εισιτήρια (κι αυτό είναι μια συμπαθητική εκδοχή), δηλαδή ανά δημοφιλή ημέρα, σε όλες τις προβολές όλων των αιθουσών όλης της Ελλάδας, 25.000 άτομα πηγαίνουν σινεμά.
Και, όχι, ας μην το αποδώσουμε κι αυτό έτσι γενικώς στην κρίση. Δεν νομίζω πως ο κόσμος δεν πηγαίνει στον κινηματογράφο επειδή δεν χαλαλίζει τα χρήματα του εισιτηρίου. Το να πας σινεμά χρειάζεται μια ποιότητα ζωής: να έχει ο θεατής ηρεμία, καλή διάθεση, όχι τα χρήματα του εισιτηρίου αλλά τα χρήματα γενικώς, που θα διώξουν τη νευρικότητα και θα του χαρίσουν τον χρόνο για να τον διαθέσει στο «έξω».
Ο χρόνος δεν λείπει μόνο από τους θεατές, λείπει και από τις ίδιες τις ταινίες. Πολλές ταινίες βγαίνουν στις ίδιες, όχι αυξημένες, αίθουσες, δεν πηγαίνουν εξαιρετικά, κατεβαίνουν, με τον αιθουσάρχη να περνά στο επόμενο booking του που φιλοδοξεί να του φέρει τα έσοδα που θα του εξασφαλίσουν τη σεζόν. Από τις 8-10 ταινίες που βγαίνουν κάθε εβδομάδα, τουλάχιστον οι μισές δεν θα συνεχίσουν στη δεύτερη.
Με την ίδια αγωνία, οι διανομείς βγάζουν τις ταινίες τους απανωτά για να προλάβουν το όποιο κενό, χωρίς να διαθέτουν χρόνο για να συστήσουν μια ταινία στο κοινό. Δεν είναι όλα τα φιλμ «Avengers», ούτε υπογράφονται από τον Σκορσέζε, ούτε έχουν για πρωταγωνιστές τους τον Τζέικ Τζίλενχαλ ή τη Σκάρλετ Τζοχάνσον. Ή, έστω, τον Τζέισον Στέιθαμ.
Πολλές ταινίες δεν έχουν το διαφημιστικό budget που θα τους εξασφαλίσει τηλεοπτική διαφήμιση ή όποια άλλη εκτεταμένη διαφήμιση. Άρα, με υπομονή και διάρκεια χρειάζεται να «συστηθούν» στο κοινό μέσα από τα media και τα social media. Αλλά κανείς δεν προλαβαίνει ν' ασχοληθεί αρκετά: αιθουσάρχες και διανομείς τρέχουν, κριτικοί και δημοσιογράφοι πηλαλάνε από τη μία προβολή στην άλλη, από το ένα άρθρο στο άλλο, για να τα καλύψουν όλα στοιχειωδώς και κανένα ουσιαστικά.
Κι έτσι οι ταινίες στην Ελλάδα δεν έχουν πια διάρκεια, εκτός ίσως από τις παιδικές, σαν το «Ξενοδοχείο για τέρατα 3», που στη 16η εβδομάδα προβολών του βρίσκεται ακόμα στο top-10 του box office. Δεν υπάρχει το μαγικό word of mouth, δεν υπάρχει εκείνη η ταινία που ανά μήνα, ανά σεζόν θα γίνει το αντικείμενο συζήτησης. Που κάποιος θα μάθει γι' αυτήν σε μια παρέα και θα την αναζητήσει την επόμενη εβδομάδα. Ή που, ακόμα καλύτερα, θα προκαλέσει αντιπαραθέσεις, πάθη, ενθουσιασμό, αφορμή για φλερτ, για τσακωμούς, για μούτρα! Κι όλα αυτά μπορεί να τα κάνει μια καλή ή, έστω, δυνατή ή ενδιαφέρουσα ταινία − αρκεί να προλάβει.
Αν ο κόσμος δεν μιλά έτσι πια για τις ταινίες, μιλά για τις σειρές. Που, ναι, τις βλέπει στην άνεση του σπιτιού του, πράγμα που οπωσδήποτε δεν λειτουργεί κατ' ανάγκη αποκλειστικά. Μπορεί να μοιάζει μπανάλ η έκφραση, αλλά, ναι, το σινεμά είναι μια διασκέδαση κοινωνική. Δεν πας στο σινεμά για να δεις μόνο την ταινία. Ενσωματώνεσαι στις αντιδράσεις των ανθρώπων που σε περιστοιχίζουν.
Βλέπεις τα ντυσίματα των γύρω. Ή κάποιον που σ' αρέσει. Ή τη Ζυράννα Ζατέλη στην πίσω σειρά. Ή χαλάς τη δίαιτα για να φας νάτσος με πλαστικό τυρί. Και μετά έχεις να μιλήσεις όχι μόνο για την ταινία αλλά και για όλα αυτά, γιατί έχεις περάσει μια ολόκληρη βραδιά με κόσμο.
Όταν οι ταινίες στο σύνολό τους δεν πηγαίνουν αρκετά καλά, είναι ολόκληρη η κινηματογραφική κοινότητα που κινδυνεύει να μην επιβιώσει, από τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς ως τους διανομείς και τους αιθουσάρχες, ως εμάς που γράφουμε γι' αυτές και τους κρατικούς φορείς που απλώς θα κλείσουν, προκαλώντας άλλα τόσα, τεράστια προβλήματα.
Αλλά για να ξανακερδηθεί η εμπιστοσύνη του κόσμου, του κουρασμένου και εκνευρισμένου και ανυπόμονου, χρειάζεται από τη μία κίνητρο (εισιτήρια-προσφορές ή κρατικό κίνητρο στα σινεμά ώστε να προβάλλουν ταινίες που χρειάζονται υποστήριξη, όπως οι καλλιτεχνικές ελληνικές) και από την άλλη... φροντίδα. Οι ταινίες δεν διεκδικούν χώρο και χρόνο μόνο στις αίθουσες και στα media αλλά και την προσοχή του θεατή. Πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικές, ελκυστικές: πριν βγουν και μόλις βγουν.
Τώρα, γενικεύοντας φυσικά, κανείς (αιθουσάρχες, διανομείς, ούτε καν οι δημοσιογράφοι) δεν αφιερώνει αρκετό χρόνο στο χτίσιμο μιας ταινίας, στην καλλιέργεια του ονόματος και των αρετών της. Και το κοινό πρέπει να θυμηθούμε ξανά να το δελεάζουμε: ευκολότερα με ένα σεβαστό budget διαφήμισης, δυσκολότερα με κόπο και έμπνευση, και χρόνο.
Καλύπτοντας τις δικές του επιθυμίες και ανάγκες: είτε με ένα artiplex, ένα σινεμά ρεπερτορίου (όπως τείνει να γίνει το Άστορ) που να προσελκύει το πιο ενήλικο κοινό του καλλιτεχνικού σινεμά, είτε προσφέροντας στους νεότερους το κάτι επιπλέον, μια ομαδικότητα, έναν λόγο να το προτιμήσει από μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, όπου θα τη βγάλει στα σκαλοπάτια του Συντάγματος.
Μιλώντας για το «Roma», τη νέα, αριστουργηματική ταινία του παραγωγής και διανομής του Netflix, ο Αλφόνσο Κουαρόν διαμαρτυρήθηκε για τον αρνητισμό απέναντι στη γιγαντιαία διαδικτυακή πλατφόρμα: «Εσείς πότε είδατε τελευταία φορά μια σπουδαία ταινία στο σινεμά; Έναν Αντονιόνι, έναν Φελίνι;»
Πόσος όμως είναι ο κόσμος που θα επιδιώξει να δει το «Roma» σε μία από τις επιλεκτικές, τεχνικά τέλειες προβολές του που θα γίνουν στις καλύτερες αίθουσες των μεγάλων πόλεων όλου του κόσμου;
Πραγματιστής και κάθετος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του διεθνούς φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας και του Athens Open Air, Λουκάς Κατσίκας, δεν συμφωνεί με τον τρόπο, τον όγκο αλλά και το περιεχόμενο του προγραμματισμού, βλέποντας πως οι αντιδράσεις που προκαλεί είναι αλυσιδωτές και ότι το «η ισχύς εν τη ενώσει» μπορεί να είναι η λύση.
Αλλάζοντας αισθητά τους όρους βάσει των οποίων αντιλαμβανόμασταν μέχρι πρότινος ως ψυχαγωγία, τα χρόνια της εγχώριας οικονομικής κρίσης καλλιέργησαν, μεταξύ άλλων, και μια εσωστρέφεια, μια τάση επιστροφής στο σπίτι, η οποία επωφελήθηκε από την επεκτατική κουλτούρα του παράνομου downloading και κυρίως της συνδρομητικής τηλεόρασης.
Με μια μηνιαία εισφορά στο πλαίσιο του προσιτού, οποιοσδήποτε έχει πλέον πρόσβαση σε ένα ικανοποιητικό αρχείο ταινιών και σειρών, μια νοοτροπία περί οικιακής διασκέδασης την οποία πολυεθνικοί streaming κολοσσοί, όπως το Netflix, προασπίζουν και ενισχύουν πια χρηματοδοτώντας γενναιόδωρα σκηνοθέτες υψηλού προφίλ και εξασφαλίζοντας τις πρεμιέρες των νέων ταινιών τους σε τηλεοπτική αποκλειστικότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί (και πιθανόν χωρίς να υπάρξει καν) κανονική κυκλοφορία στις αίθουσες.
Η τακτική αυτή μοιάζει προς το παρόν άκρως ελκυστική, ιδίως σε κοινό το οποίο έχει περιορίσει τις εξόδους και τα έξοδά του και απολαμβάνει το κινηματογραφικό θέαμα που σερβίρεται κατευθείαν στο σαλόνι του σπιτιού του. Σύντομα, όμως, όταν γίνει συνήθεια το παράδοξο να μην μπορούμε πια να δούμε τον καινούργιο Σκορσέζε στη μεγάλη οθόνη, αλλά αναγκαστικά στη μικρή, με τον ίδιο τρόπο η σκοτεινή αίθουσα θα γίνει περιττή.
Μάλιστα, καθώς το αντίτιμο του εισιτηρίου ανά ταινία ισούται περίπου με το κόστος μιας μηνιαίας συνδρομής σε διαδικτυακό κανάλι ψυχαγωγίας, πολύ φοβάμαι ότι το δέλεαρ της μαζικής κινηματογραφικής εμπειρίας θα αφορά σύντομα όλο και λιγότερους.
Ποια είναι, ωστόσο, η απάντηση των Ελλήνων διανομέων στη σταδιακή απαξίωση της μεγάλης αίθουσας εκ μέρους του κοινού; Βομβαρδίζουν τα σινεμά εβδομαδιαίως με υπερβολικό αριθμό νέων ταινιών (σαφώς διπλάσιο όσων βλέπαμε πριν από μερικά χρόνια), πολλές από τις οποίες «αδειάζονται» στις αίθουσες με υποτυπώδη ή καθόλου διαφήμιση και σύντομα εξαφανίζονται, πληρώνοντας το τίμημα ενός βιαστικού και συχνά απεγνωσμένου προγραμματισμού. Μετά από λίγο καιρό κανείς δεν θυμάται ότι κυκλοφόρησαν, ασφαλώς γιατί κανείς δεν τις είδε, κανείς δεν διάβασε γι' αυτές.
Βρισκόμαστε στο 2018, οι αληθινά σημαντικές ταινίες αραιώνουν ανά έτος, οι πάσης φύσεως μικρές οθόνες νικούν κατά κράτος τη μεγάλη, η κριτική έχει αποδυναμωθεί, η ανάγκη του κόσμου να ενσωματωθεί έστω και για λίγο σε μια ιδέα κοινότητας δεν μοιάζει εξίσου επιτακτική όσο παλιά, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Δεν θέλω να φανώ απαισιόδοξος, όμως οι εποχές έχουν αλλάξει και η επιβίωση όσων επιμείνουν να βιοπορίζονται από το σινεμά δεν απαιτεί εγωισμούς αλλά σύνεση και (πάνω απ' όλα) πνεύμα συνεργασίας.
Το χειρότερο; Οι περισσότερες εβδομαδιαίες κυκλοφορίες δεν δικαιολογούν σε ποιότητα την ποσότητά τους. Με λογική παρόρμησης και διάθεση ανταγωνιστική, Έλληνες διανομείς προαγοράζουν ταινίες στο εξωτερικό, τις περισσότερες φορές χωρίς να τις έχουν δει καν, και έπειτα αδυνατούν να τις διαχειριστούν ή να τις υποστηρίξουν.
Αποτέλεσμα; Αρκετές από τις ταινίες αυτές συνωστίζονται κακήν κακώς τους εμπορικά ισχνούς ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, οι θεατές δεν αργούν να αντιληφθούν ότι τους σερβίρεται δευτεροκλασάτο καλλιτεχνικό εμπόρευμα και οι αίθουσες μετρούν άδεια καθίσματα.
Εκτός από την υπερπροσφορά, την αμφίβολη ποιότητα και τον επιπόλαιο προγραμματισμό, στο φαινόμενο της χλιαρής προσέλευσης θεατών συμβάλλει εν μέρει και η απουσία της πάλαι ποτέ β' προβολής, μιας χρήσιμης τακτικής που πριν από δεκαετίες έδινε τη δυνατότητα στις ταινίες να παρατείνουν την παραμονή τους στις αίθουσες, ώστε να χτίσουν το (όποιο) κοινό τους και πιθανόν να κερδίσουν μερικά παραπάνω εισιτήρια. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που βλέπουμε σήμερα, όπου νέες κυκλοφορίες πασχίζουν να κρατηθούν ακόμη και για δύο εβδομάδες στα σινεμά.
Καθώς η κατακόρυφη πτώση των εισιτηρίων υπόσχεται να προκαλέσει αλυσιδωτή αντίδραση σε όλους τους επιχειρηματικούς τομείς της κινηματογραφικής κοινότητας (από τη διανομή και την κριτική μέχρι τον υπάλληλο στο κυλικείο του σινεμά), καλό θα ήταν διανομείς και αιθουσάρχες να βρεθούν σύντομα στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν πιθανές λύσεις για την αντιμετώπιση μιας ευρύτερης κρίσης που βρίσκεται προ των πυλών.
Να μελετήσουν μια ενδεχόμενη μείωση στην τιμή του κινηματογραφικού εισιτηρίου, να προσφέρουν κίνητρα και διευκολύνσεις στο ευρύ κοινό ώστε να επιστρέφει τακτικά στις αίθουσες, να μετριάσουν τις επεκτατικές στρατηγικές τους στις ξένες αγορές, να εστιάσουν σε πιο προσεκτικές επιλογές και να μειώσουν οπωσδήποτε τον αριθμό των φιλμ που κυκλοφορούν κάθε εβδομάδα, ώστε να μην προκαλείται κορεσμός.
Ίσως και να διερευνήσουν την πιθανότητα επαναφοράς της β' προβολής στο αθηναϊκό κύκλωμα. Αυτή ίσως είναι μια καλή αρχή. Από κει και πέρα, καλό είναι να μην τρέφουμε αυταπάτες.
Βρισκόμαστε στο 2018, οι αληθινά σημαντικές ταινίες αραιώνουν ανά έτος, οι πάσης φύσεως μικρές οθόνες νικούν κατά κράτος τη μεγάλη, η κριτική έχει αποδυναμωθεί και σε αρκετές περιπτώσεις περιθωριοποιηθεί, η ανάγκη του κόσμου να ενσωματωθεί έστω και για λίγο σε μια ιδέα κοινότητας (κινηματογραφικής εν προκειμένω) δεν μοιάζει εξίσου επιτακτική όσο παλιά, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Δεν θέλω να φανώ απαισιόδοξος, όμως οι εποχές έχουν αλλάξει και η επιβίωση όσων επιμείνουν να βιοπορίζονται από το σινεμά δεν απαιτεί εγωισμούς αλλά σύνεση και (πάνω απ' όλα) πνεύμα συνεργασίας.
Ο Άκης Καπράνος (LiFO, Κανάλι Ένα 90,4 FM) συσχετίζει τον ρόλο και τη χρηστικότητα της κριτικής με θεατές υποψιασμένους ή αδιάφορους προς τη γνώμη των ειδικών, προτείνοντας το αντίστροφο μοντέλο από αυτό που πατροπαράδοτα ισχύει.
Τι κάνει ένας κριτικός κινηματογράφου; Λέει στον κόσμο ποια ταινία να αποφύγει και ποια να δει; Ή έρχεται να ανοίξει έναν διάλογο μετά το «γεγονός» της ταινίας; Αν το δούμε κοινωνικά, όσον αφορά τη «χρηστικότητα» του κριτικού δηλαδή, μάλλον ισχύει το πρώτο. Τώρα, κάποιοι πιστεύουν πως ορθώς κάνουμε το πρώτο, κάποιοι πιστεύουν πως, ναι, οk, το πρώτο ισχύει, αλλά μάλλον θα έπρεπε να κάνουμε το δεύτερο.
Το πρόβλημα έρχεται όταν νομίζεις πως κάνεις το δεύτερο, δίχως να συνειδητοποιείς πως στην πραγματικότητα δεν έχεις άλλη επιλογή από το να κάνεις το πρώτο. Δυστυχώς, η αναστολή λειτουργίας του περιοδικού «Σινεμά» γίνεται ολοένα και πιο αισθητή. Το σημαντικότερο πρόβλημα της ελληνικής κριτικής σήμερα, για μένα, είναι η απουσία της.
Παλαιότερα, πάντως, θυμάμαι πως οι ταινίες δίχαζαν πολύ πιο έντονα την κριτική. Έπεσε στα χέρια μου ένα τεύχος του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και χάζεψα τη στήλη με τα αστεράκια. Στο «Μωρό της Ρόζμαρι» κάποιοι είχαν βάλει κουτί. Κουτί!
Και ο καθένας δικαιολογούσε τη θέση του υποβοηθούμενος από το δικό του ιδεολογικό οπλοστάσιο. Σήμερα επικρατεί ένας μανιχαϊσμός: η ταινία είναι πότε καλή και πότε κακή. Και όταν, σπανίως, οι κριτικές διχάζονται, αντί να το καταλογίσουμε στους κριτικούς, το καταλογίζουμε στη ταινία («ρε, τον Τρίερ, πάλι τους δίχασε!»), όπου και πάλι βέβαια έχουμε την έκφραση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πόλων και κανενός είδους διαβάθμιση.
Ας μη γελιόμαστε όμως, κανείς δεν νοιάζεται αν οποιοσδήποτε από εμάς κεράσει «κουτί» το τελευταίο «Transformers» ή την τελευταία ταινία της Marvel. Όλοι θα πάνε να τα δουν (το «Venom» που σκυλοθάφτηκε από μεγάλη μερίδα της κριτικής σύντομα θα ξεπεράσει το μισό δισεκατομμύριο σε εισπράξεις παγκοσμίως – εμένα προσωπικά μου άρεσε, αλλά, και πάλι, η γνώμη μου δεν θα επηρέαζε το κοινό του ούτε θετικά ούτε αρνητικά).
Οπότε, τι μένει; Οι μικρές ταινίες, οι λεγόμενες φεστιβαλικές. Που βγαίνουν ανά πεντάδες κάθε εβδομάδα, με κάποια γραφεία διανομής να αναζητούν λίγο χώρο για το προϊόν τους και κάποια άλλα να προσπαθούν να επικρατήσουν σε μια μάχη τύπου Highlander, στο τέλος της οποίας θα μείνει μόνο ένα. Κάπως έτσι, ταινίες όπως το αριστουργηματικό «Rider» πάνε άκλαυτες.
Κι όμως, ο θεατής χρειάζεται τον κριτικό, ακριβώς επειδή όταν ο τελευταίος λειτουργεί σωστά τον βοηθά να αναπτύξει ένα είδος σκέψης που βρίσκει εφαρμογή και σε πολλά άλλα εκτός του κινηματογράφου και εντός της ζωής – άλλωστε, δεν μπορείς να μιλάς για το σινεμά δίχως να μιλάς για τη ζωή. Η δε ιντερνετική «προσφορά» όλου του παγκόσμιου σινεμά δεν έχει αναπτύξει σε κανένα επίπεδο την κινηματογραφική εκπαίδευση των χρηστών.
Ρίξτε μια ματιά στα «τορεντάδικα»: η αναλογία εκείνων που κατεβάζουν Όζου (τυχαίο παράδειγμα) και αυτών που κατεβάζουν blockbusters είναι ίδια με εκείνη των αντίστοιχων θεατών προ Διαδικτύου. Ίδια και απαράλλαχτη. Αλλιώς το φανταζόμασταν, αλλιώς μας προέκυψε τελικά.
Προσωπικά, όταν κάποιος με ρωτάει «ποια ταινία να δω;», του λέω να δει αυτή που θέλει. Και αν, λέμε τώρα, αν ήταν στο χέρι μου, οι κριτικές θα δημοσιεύονταν Δευτέρα και όχι Πέμπτη. Την Πέμπτη ο εκάστοτε θεατής θα επέλεγε την ταινία που θα ήθελε ο ίδιος να δει, βασισμένος στο ένστικτο ή στα γούστα του. Και τη Δεύτερα θα διάβαζε τι είδε κάποιος άλλος σε αυτό, για να καταλάβει αν το βλέμμα του συναντά το βλέμμα του κριτικού, να γίνει ένα κάποιο αλισβερίσι, να ξεκαθαρίσει κάτι μέσα του – ή να απορρίψει τον κριτικό τελείως, μέχρι να βρει κάποιον που να του ταιριάζει.
Αν μας ενδιαφέρει να «εκπαιδεύσουμε» με κάποιον τρόπο τον θεατή, αυτή θα ήταν μια ιδανική συνθήκη. Όπως είναι στημένο το κόλπο τώρα, απλώς παίζουμε το παιχνίδι των διαφημιστών. Θα μου πείτε, μιλάω τόση ώρα και ακόμα δεν έχω απαντήσει στο ερώτημα: τι είναι ένας κριτικός κινηματογράφου; Όπως λένε και στα blockbusters, «the jury is still out on that one».
σχόλια