FY, Mad Clip, Snik, Toquel, Light, Saske, είναι μερικοί από τους νέους ποπ σταρ. Το προηγούμενο καλοκαίρι, σε όποιο νησί κι αν βρισκόσουν, άκουγες παντού τις επιτυχίες τους. Αλλά και καθημερινά, σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας παρατηρείς πολλά πιτσιρίκια να πηγαίνουν στο σχολείο, ακούγοντας από τα ηχεία των κινητών τους αυτήν τη μουσική. Ακόμα και στους γάμους, οι playlists που ξέραμε αποτελούν παρελθόν. Τα τσιφτετέλια, τα δημοτικά και τα ζεϊμπέκικα έχουν εξοριστεί πλήρως από αυτές και οι περισσότεροι DJs επιλέγουν τη ραπ μουσική για να διασκεδάσουν νέους και ηλικιωμένους στις γαμήλιες δεξιώσεις.
Το 2019 η πορεία του συγκεκριμένου μουσικού είδους εκτοξεύτηκε. Δεν υπάρχει εβδομάδα που κάποιο hit του να μη βρίσκεται στο Νο 1 των τάσεων. Παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται, είναι γεγονός ότι η ελληνική ραπ βρίσκεται στην καλύτερη φάση της. Μάλιστα, όλοι αναγνωρίζουν ότι αυτήν τη στιγμή είναι το πιο δημοφιλές είδος.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εξελίσσεται διαρκώς. Οι περισσότεροι ραπερ παίζουν καθημερινά σε ασφυκτικά γεμάτους χώρους, σε μαγαζιά σε όλη την Ελλάδα, και οι επιτυχίες τους ακούγονται σε όλα τα κλαμπ, στα σχολεία, στα αυτοκίνητα, στις γειτονιές, ακόμα και στα πανηγύρια. Παράλληλα, έχουν εκατοντάδες χιλιάδες followers στα social media, ξεπερνώντας κατά πολύ ισχυρά ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, τα views των κομματιών τους στο YouΤube μετρούν εκατομμύρια, ενώ στη λίστα του Spotify σχεδόν όλες οι θέσεις καταλαμβάνονται από την ελληνική ραπ, εκτοπίζοντας εντελώς το ροκ και το έντεχνο. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, όπως η Universal/EMI και η Panik, έχουν επενδύσει ήδη στη ραπ, ενώ το πόσο mainstream έχει γίνει αποδεικνύεται και από το ότι στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές γνωστοί ράπερ βρέθηκαν να πρωταγωνιστούν στις προεκλογικές καμπάνιες των δύο κύριων διεκδικητών της εξουσίας.
Η αγανάκτηση των σύγχρονων Ελλήνων με τα μνημόνια δεν θα μπορούσε να έχει άλλο σάουντρακ από μια μουσική που "τα χώνει", που βρίζει τη διαφθαρμένη ελίτ ή φαντασιώνεται ένα κατασταλτικό κράτος που θυματοποιεί εύκολα το λαϊκό θυμικό, που εκπέμπει μίσος όχι τόσο για τον ξένο όσο για το οικείο.
Στίχοι που μιλούν για πουτάνες, ναρκωτικά, μάρκες και ακριβά αυτοκίνητα έχουν εξελιχθεί στη σύγχρονη μουσική της πόλης. Νέοι που προσπαθούν να αποδράσουν από τη μιζέρια, βία, σεξ και πολλά χρήματα συμπληρώνουν το παζλ αυτής της μουσικής συνταγής. Στην εποχή της digital επικοινωνίας, της μαζικής χρήσης της τεχνολογίας και του YouTube, το φαινόμενο της ραπ/τραπ μουσικής εδραιώνεται, αφήνοντας πίσω πολλές από τις εμπορικές επιτυχίες που ξέραμε μέχρι σήμερα.
Όμως, τι είναι αυτό που έχει κάνει τη ραπ τόσο δημοφιλή ανάμεσα στους νέους; Πώς εξηγείται αυτή η τεράστια επιτυχία; Πώς είναι η ζωή ενός ράπερ σήμερα στην Ελλάδα;
FY, διάσημος Έλληνας ράπερ: «Η ραπ είναι τέχνη και μέσο έκφρασης»
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη και συνάντησα έναν από τους διασημότερους Έλληνες ράπερ, τον Φίλιππο Γιαγκούλη, ευρέως γνωστό ως FY. Πέρασα αρκετές ώρες μαζί του και τον πέτυχα στη φάση της ηχογράφησης του νέου του άλμπουμ. Η καθημερινότητά του είναι πλέον τελείως διαφορετική. Lives, φωτογραφίσεις, στούντιο, περιοδείες, συνεντεύξεις, είναι μερικές από τις νέες υποχρεώσεις που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του.
Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1999 στη Θεσσαλονίκη. Σε μικρό χρονικό διάστημα βρέθηκε ανάμεσα στους πιο επιτυχημένους εκπρόσωπους της νέας τάξης πραγμάτων στην ελληνική μουσική. Μεγάλωσε στα δυτικά προάστια της πόλης και κάποια στη στιγμή μετακόμισε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του είναι εκπαιδευτικός και η μητέρα του ιδιωτική υπάλληλος. Παρότι δεν ήταν καλός μαθητής, όσοι τον γνωρίζουν καλά λένε ότι είχε αστέρι από μικρός.
Μετρώντας ήδη στο ενεργητικό του πλήθος hits, όπως το «Δε με θέλουν», το οποίο έχει αγγίξει τα 21 εκατομμύρια views, θυμάται ότι ξεκίνησε να ασχολείται με τη ραπ περίπου από τα 15 του. Σήμερα έχει γίνει δημοφιλής επειδή τραγουδάει και ραπάρει σε μια νέα slang που έχει επινοήσει ο ίδιος και του έχει αποφέρει εκατομμύρια views στο ΥouΤube και τεράστια επιτυχία στους χώρους όπου εμφανίζεται.
Όσες ώρες είμαστε μαζί είναι χαμογελαστός, ευδιάθετος, λέει συνεχώς «bro» και «αδερφέ», αλλά η λέξη «Prince» είναι αυτή που τον χαρακτηρίζει. Παρατηρώ ότι καπνίζει αρκετά, βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και εκπέμπει θετική ενέργεια. Τις στυλιστικές επιλογές τις κάνει μόνος του και αγοράζει ό,τι του αρέσει, π.χ. την τσάντα Louis Vuitton που είχε μαζί του αλλά και το κόσμημα Gucci που κρεμόταν στον λαιμό του. Αργότερα ακούμε μερικά από τα νέα του μουσικά κομμάτια. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης χορεύει στους ρυθμούς των hits και με την ολοκλήρωσή τους περιμένει να του πεις τη γνώμη σου.
FY - Δε με θέλουν
«Όποιος πιστεύει ότι είναι εύκολη η παραγωγή ενός άλμπουμ, δεν ξέρει τι του γίνεται. Όπως η δουλειά του δημοσιογράφου έχει τις δυσκολίες της, έτσι και η δική μας έχει τις δικές της. Όποιος διαφωνεί, προτείνω να αλλάξουμε για μια ημέρα για να δει αν θα αντέξει τις κρίσεις πανικού» λέει και συμπληρώνει: «Με σκληρή δουλειά μπορείς να πετύχεις τα πάντα. Και θεωρώ ότι αν έχεις δουλέψει μέσα σου, στο τέλος έρχονται τα χρήματα, η επιτυχία και η δόξα. Βέβαια, η επιτυχία είναι κάτι που δεν συγχωρείται από ανθρώπους που δεν έχουν κατορθώσει τίποτα στη ζωή τους, ειδικά από αυτούς που βρίσκονται στην ίδια ηλικία μ' εσένα».
Στη συζήτησή μας αναφέρει αρκετές φορές ότι γουστάρει να ραπάρει γι' αυτά που ζει, για όσα του αρέσουν και όσα δεν του αρέσουν και, φυσικά, για όσα ονειρεύεται. Από πολύ μικρή ηλικία το άκουσμα της ραπ ήταν ένα βασικό ερέθισμα λόγω των ταινιών που έβλεπε αλλά και των παιχνιδιών που έπαιζε με γρήγορα αυτοκίνητα. Αργότερα ανακάλυψε το breakdance και μου το θυμίζει κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης για το άλμπουμ, όταν μπροστά στον φακό δοκιμάζει κάποιες αιωρούμενες πόζες. Τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας ακολουθεί πιστά το αμερικανικό ωράριο και, όπως εξηγεί, κοιμάται στις οκτώ το πρωί και ξυπνά στις έξι το απόγευμα. Μου βάζει να ακούω συνεχώς κομμάτια του Αμερικανού ράπερ Lil Wayne, από τον οποίο έχει επηρεαστεί πάρα πολύ λόγω της συνοδείας ηλεκτρικής κιθάρας και της χρήσης του Auto-Tune.
Ποιο πιστεύει ότι είναι το συστατικό της επιτυχίας; «Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους, μόνο για μένα. Προσωπικά, θεωρώ σημαντική την αυθεντικότητα. Να είσαι 1.000% ο εαυτός σου. Αυτήν τη στιγμή η ραπ είναι το πιο επιτυχημένο μουσικό είδος». Όσον αφορά τις αιτιάσεις ορισμένων για το κατά πόσο οι εκπρόσωποι της ραπ αποτελούν σωστά πρότυπα για τους νέους, υποστηρίζει: «Πρώτα απ' όλα, είναι τεράστια τιμή να είσαι πρότυπο για τη νεολαία. Επίσης, ανήκω σ' εκείνους που δεν επιλέγουν να έχουν στίχους χυδαίους ή να προβάλουν σεξιστικά υπονοούμενα. Από κει και πέρα, η μουσική μου είναι αποτέλεσμα ερεθισμάτων, συνειρμών, γεγονότων και στιγμών της καθημερινότητας. Για μένα η ραπ είναι τέχνη και μέσο έκφρασης».
Για τον Φίλιππο όλοι οι άνθρωποι γεννήθηκαν έχοντας έναν σκοπό στη ζωή τους. Εκείνος ευτύχησε να γνωρίσει πολύ νωρίς την επιτυχία και τα τραγούδια του να γίνουν η αφορμή ακόμα και για πολιτικά σχόλια. Μάλιστα, αναφέρει την ανάρτηση της πρώην περιφερειάρχη Αττικής, Ρένας Δούρου, και πόσο ξαφνιάστηκε όταν την είδε.
FY - Μόνοι μας μείναμε
«Μου αρέσει να ακούω μουσική, να πηγαίνω στο στούντιο, να ξοδεύω λεφτά με τους ανθρώπους που αγαπώ και, κυρίως, προσπαθώ διαρκώς να εξελίσσομαι. Ποτέ δεν μου άρεσε να κοιτώ πίσω. Πάντα κοιτώ τον στόχο μου. Γι' αυτό δεν επηρεάζομαι από την επιτυχία. Κρατώ μια ισορροπία, έχω τους ίδιους φίλους που είχα και πριν, μου αρέσει να αποτελώ έμπνευση για τους γύρω μου, να προβληματίζομαι και να βοηθώ την παρέα και την οικογένειά μου. Δεν σου κρύβω ότι η στιγμή που δακρύζω και συγκινούμαι είναι όταν μπορώ να δώσω χίλια ευρώ στη μάνα του και να μην τα ζητήσω ποτέ πίσω, μόνο και μόνο επειδή στενοχωρήθηκε μια μέρα που ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά της» προσθέτει.
Μέχρι τα δεκαοκτώ ζούσε σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Μάλιστα, κάποια περίοδο είχε κατάθλιψη που κράτησε αρκετούς μήνες, γι' αυτό ένα από τα τατουάζ που έχει αποτυπώνει ένα χαμόγελο, το οποίο μας εξηγεί τι σημαίνει: «Χτύπησα στο χέρι μου αυτό το χαμόγελο γιατί πίστευα ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ στα χείλη μου». Άλλα τατουάζ του συμβολίζουν τα ταξίδια που του αρέσει να κάνει, ενώ στο στήθος του διαγράφεται η λέξη «Royal».
Τι απαντά στην κριτική πολλών ότι η ραπ προβάλλει μια χαβαλετζίδικη αισθητική; «Είναι μια τσίχλα πλέον όλος αυτός ο ντόρος ότι η ραπ καταστρέφει τη μουσική. Ας τελειώνουμε, επιτέλους, με αυτό το παραμύθι. Μέσα στη ραπ υπάρχει μια αλήθεια και καθένας τραγουδά τη δική του, είτε σου αρέσει είτε όχι. Αν με αυτή την αλήθεια ταυτίζεται κάποιος, δεν πέφτει λόγος σε κανέναν. Στο κάτω-κάτω της γραφής, η μουσική είναι προσωπική επιλογή. Εκείνοι που μας ακούν δεν το κάνουν με το ζόρι αλλά επειδή τους αρέσουμε».
Τι όνειρα κάνει; «Να δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια με την Αλεξία, που είμαστε μαζί τους τελευταίους έξι μήνες, να κάνουμε παιδιά, να έχουμε πολλά χρήματα και, φυσικά, η μουσική μου να έχει την ίδια απήχηση».
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, ακούμε ένα από τα κομμάτια του με τίτλο «Μόνοι μας μείναμε» και στέκομαι σε κάποιους στίχους: «Τ' όνομά μου αρχίζει από Φ / Εκεί που τελειώνει το κορυφή / Flexάρω την προσωπικότητά μου/ Με γουστάρουνε τα είδωλά μου / Αδυνάτισα, μου λέει η μαμά μου./ Για το studio έσμπρωξα τα κιλά μου / Ξύπνησα για να δω τα όνειρά μου / Τόσα χρόνια μπροστά, βλέπω τα παιδιά μου / Είμαι leader για όλη τη γενιά μου».
Σωτήρης Τζοβάρας, 17 ετών: «Η μουσική είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό»
Ο Σωτήρης ακούει από παιδί μουσική και στους αγαπημένους του ράπερ περιλαμβάνονται πλέον οι Νέγρος του Μοριά, Lex, Billy Sio, FY και Kareem. Στην κουβέντα μάς εξηγεί ότι οι νέοι σήμερα επιλέγουν κομμάτια που θα τους φτιάξουν τη διάθεση και όχι εκείνα που περιέχουν βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν ένα κομμάτι της ραπ αρεστό; «Πρώτα απ' όλα, πρέπει να έχει καλό beat και η ορχηστρική του εκτέλεση να είναι καλύτερη από τα φωνητικά. Φυσικά, να έχει ένα καλό ρεφρέν, 4-5 στίχους που να μπορούν να γίνουν στίχοι-ατάκα, ώστε να μιλιούνται και να τραγουδιούνται εύκολα, και τέλος να μην κουράζει, το πολύ μέχρι δύο κουπλέ. Δες για παράδειγμα το "Δε με θέλουν" του FY, στο οποίο λέει: "Δαμάζω το κύμα, είμ' ο Prince FY Captain, τρώω corn flakes μ' ανθρώπους / Πρέπει να μάθετε τρόπους, πρέπει να κάνετε focus". Είναι σλόγκαν που σου μένει και το σιγοψιθυρίζεις».
Ο Σωτήρης και η παρέα του αντιδρούν στην άποψη ότι οι ράπερ λειτουργούν ως πρότυπα γι' αυτούς. Ο ίδιος θεωρεί αυτήν τη λογική εντελώς ξεπερασμένη για την εποχή μας. «Με αυτό το σκεπτικό, οι Αμερικανοί ράπερ που μιλούν για δολοφονίες, γκέτο και όπλα θα έπρεπε να έχουν φτάσει την εγκληματικότητα στα ύψη». Από πού ακούν και μαθαίνουν τα μουσικά νέα; «Κυρίως από το YouTube και τις τάσεις, από το Ιnstagram, που είναι και το μόνο από τα social media που θα αναφερθεί σε μουσικά κομμάτια –προφανώς το Facebook έχει πεθάνει‒, και, τέλος, από το Spotify».
Σύμφωνα με τον Σωτήρη, η ραπ έχει τόση απήχηση επειδή έχει ωραίο ήχο και δεν χρειάζονται πολλές γνώσεις για να να πρωταγωνιστήσει κάποιος σε αυτό το μουσικό είδος. Συμπληρώνει, μάλιστα, ότι αυτή η μουσική λειτουργεί και ως «ιστορικό άκουσμα», με την έννοια ότι πολλά από αυτά τα τραγούδια περιέχουν προσωπικές ιστορίες και κοινωνικοπολιτικά σχόλια.
Για το τραπ λέει ότι είναι ένα νεοφερμένο υποείδος της ραπ που έχει πετύχει επειδή είναι πιο διασκεδαστικό και οι νόρμες που ακολουθεί εστιάζουν σε κάποιους κανόνες εικόνας και lifestyle. Πάντως, στο ερώτημα τι είναι καλή μουσική απαντά χωρίς δισταγμό: «Αυτό είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό. Το σίγουρο είναι ότι οι ακροατές έχουν γίνει πιο δεκτικοί στην εποχή μας. Οι καιροί αλλάζουν, όπως και ο κόσμος. Προφανώς, υπάρχουν εκείνοι που γουστάρουν περισσότερο τον Lex κι εκείνοι που προτιμούν τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής, επιλέγοντας άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Snik».
Κλείνοντας, τον ρωτώ τι σημαίνει για εκείνον η μουσική και μου απαντά: «Η ανώτερη μορφή τέχνης. Η μουσική είναι συντροφιά που δεν έχει ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία. Για παράδειγμα, κάποιοι ηλικιωμένοι προτιμούν μια ανοιχτή τηλεόραση για παρέα, εγώ επιλέγω τη μουσική».
Βασίλης Βαμβακάς, αναπληρωτής καθηγητής ΑΠΘ: Από την καταγγελία στην απαγγελία του «κακού»
«Το χιπ χοπ και η ραπ μουσική γνωρίζουν σημαντική απήχηση στην Ελλάδα εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Η σημερινή τεράστια επιτυχία τους προφανώς οφείλεται στην κουλτούρα του YouTube και στην τεράστια διείσδυση που έχει στις νεότερες (ιδίως εφηβικές και παιδικές) ηλικίες. Όμως η επιτυχία τους ξεκίνησε προτού η τεχνολογία αναλάβει την πλήρη και καθολική ένταξή τους στη δημοφιλή μουσική. Το είδος αυτής της μουσικής με τα διάφορα παρακλάδια του δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλο ελληνικό κοινό τη δεκαετία του '90, οπότε ανθούσε στο εξωτερικό και κυρίως στις ΗΠΑ ως το μουσικό ηχόχρωμα περιθωριακών και στιγματισμένων κοινωνικών ομάδων.
Αναγνωρίζεται ευρύτερα από τη δεκαετία του 2000 και μετά, λίγο πριν από τον ερχομό της κρίσης, όταν αρχίζουν να διαφαίνονται νέες κοινωνικές ανισότητες και τριβές αλλά και όταν με το είδος αυτό "ζυμώνονται" κι άλλοι δημοφιλείς μουσικοί. Το "Γκούτσι Φόρεμα" που τραγουδάει ο Γιώργος Μαζωνάκης το 2003 σε σύνθεση του Φοίβου είναι το ενδεικτικό παράδειγμα που βάζει με τον πιο επίσημο τρόπο την τεχνοτροπία του χιπ χοπ στην κεντρική ελληνική μουσική σκηνή της νύχτας. Λίγα χρόνια αργότερα (2008) το "Πόσο μαλάκας είσαι" των Goin' Through θα γίνει τεράστιο σουξέ που θα επιτρέψει στις ρίμες και στο ραπάρισμα να διαδοθούν σε κάθε χώρο διασκέδασης, από κλαμπ και καφετέριες μέχρι τις παραλίες όπου κάνουν τα μπάνια τους οι οικογένειες, σιγομουρμουρίζοντας τον εθνικό (αυτο)χαρακτηρισμό.
Υπάρχουν, προφανώς, διαφορετικές εκδοχές όλης αυτής της μουσικής υφολογίας. Κάποιες από αυτές, που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον ως προς την ελληνική οικειοποίηση του είδους, όπως τα Ημισκούμπρια, με τον σατιρικό και αυτοσαρκαστικό κυρίως στίχο τους, δεν θα βρουν πολλούς μιμητές. Γιατί αυτό που δελεάζει και κεντρίζει το ενδιαφέρον στο χιπ χοπ και τη ραπ είναι ο ανδροπρεπής καταγγελτικός λόγος που προέρχεται πραγματικά είτε από δημιουργούς που έχουν ζήσει στο πετσί τους τη ζωή του περιθωρίου και της ανομίας είτε όχι. Η δημοφιλία της χιπ χοπ και της ραπ οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι συγχρονίστηκαν με μια κοινωνία που στα τέλη της δεκαετίας του 2000 έμπαινε σε όλο και πιο σύνθετα προβλήματα, όλο και πιο γκρίζες και άγνωστες περιοχές, αλλά επιθυμούσε διακαώς να ανασύρει έναν κόσμο απλοϊκών διαιρέσεων, εχθρικών διαφοροποιήσεων και εικονικών συγκρούσεων. Η αγανάκτηση των σύγχρονων Ελλήνων με τα μνημόνια δεν θα μπορούσε να έχει άλλο σάουντρακ από μια μουσική που "τα χώνει", που βρίζει τη διαφθαρμένη ελίτ ή φαντασιώνεται ένα κατασταλτικό κράτος που θυματοποιεί εύκολα το λαϊκό θυμικό, που εκπέμπει μίσος όχι τόσο για τον ξένο όσο για το οικείο. Οι φωνές της χιπ χοπ και της ραπ με πιο ήπιους τόνους και αναστοχαστική διάθεση δεν κέρδισαν ποτέ ιδιαίτερα τα φώτα της δημοσιότητας.
Η διαδικτυακή εποχή συμβαδίζει με μια ακόμα μεγαλύτερη διάχυση της ραπ, ειδικά του είδους της που ονομάζεται τραπ, δηλαδή εκείνης της υποκατηγορίας των τραγουδιών της ραπ που επαίρεται για την κουλτούρα της διακίνησης ναρκωτικών και τον πλούτο που αποκομίζουν τα μέλη της. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό το είδος γίνεται, μεταξύ αστείου και σοβαρού, άσμα στα χείλη παιδιών, ιδίως αγοριών και εφήβων, μυώντας τους σε έναν ιδιαίτερο κόσμο βωμολοχίας, σεξιστικών προτύπων και νομιμοποίησης του "έκλυτου" βίου. Έχουμε ένα είδος δημοφιλούς μουσικής υποκουλτούρας (subculture) που υμνεί την επιδεικτική χλιδή, τη βία και την παρανομία που την καθιστούν εφικτή. Το κατά πόσο αυτό δημιουργεί πρότυπα και στερεότυπα ή απλώς συνηγορεί στην άνθηση μιας χαβαλετζίδικης και κυνικής νεανικής ηθικής θα πρέπει να το δούμε στην πορεία. Αυτό που σίγουρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι όσον αφορά τη δημοφιλία της ραπ έχουμε περάσει ξεκάθαρα από την αντισυστημική καταγγελία στη μουσική απαγγελία της παρεκκλίνουσας συστημικότητας. Και ίσως τελικά η δεύτερη να είναι ειλικρινέστερη από την πρώτη».