Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στην κινηματογραφική ιστορία αφορά τις σκέψεις και τα κίνητρα ενός δημιουργού που, μετά από μια δουλειά που έχει μείνει στη συνείδηση του κοινού ως το magnum opus του, ξεκινά την επόμενη.
Πάρτε για παράδειγμα μία από τις λίστες που κυκλοφορούν με τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά και φτιάξτε μια δική σας, τοποθετώντας στη θέση καθεμίας την επόμενη ταινία του δημιουργών της ‒ πιθανότατα θα προκύψει πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
Οι αδερφοί Ρούσο μπαίνουν σε αυτό το βεληνεκές, καθώς, όποια και αν είναι η γνώμη του κοινού για τους Εκδικητές τους, πρόλαβαν να δουν το τελευταίο μέρος της τρίτης φάσης του Marvel Cinematic Universe να σκαρφαλώνει στην κορυφή των πιο εμπορικά πετυχημένων ταινιών στην ιστορία του σινεμά, περνώντας το Avatar, το οποίο τους ξεπέρασε ξανά λίγες μέρες πριν, κάνοντας νέο release στην Κίνα.
Και δεν είναι μόνο μία η ταινία ‒ οι Ρούσο ταυτίστηκαν με την εμπροσθοφυλακή του γιγαντιαίου σύμπαντος που έφτιαξαν τα Marvel Studios και στέκονταν άνετα πλάι στους διάσημους υπερήρωές του. Μετά όμως ήρθε η στιγμή για την επόμενη ταινία, την πρώτη εκτός Marvel μετά από δέκα χρόνια.
Το παρατεταμένο στυλιζάρισμα, που συνεχίζεται και παραπέμπει συχνά στο Ρέκβιεμ για ένα όνειρο του Αρονόφσκι, είναι αφάνταστα κουραστικό, καθώς το πλούσιο περιεχόμενο παύει να υφίσταται και αντικαθίσταται από κλισέ.
Στo Cherry παίρνουν μαζί τους και τον νέο Spider-Man, Τομ Χόλαντ, ώστε να διηγηθούν μια ιστορία που έχει πάρα πολλά, σίγουρα όμως όχι υπερήρωες. Αντιθέτως, παραθέτει ένα μωσαϊκό αδύναμων χαρακτήρων που πατούν τα είκοσι στην Αμερική της νέας χιλιετίας, αυτής του Μπους, και μοιάζουν να έχουν ξεμείνει από επιλογές, μη έχοντας την πολυτέλεια του καλού πανεπιστημίου και των οριζόντων που μπορεί αυτό να ανοίξει. Αντιθέτως, ο ήρωας ψάχνει μια προσωπική απόδραση, πηγαίνοντας να πολεμήσει στο Ιράκ, και η επιστροφή του συνοδεύεται από διαταραχή μετατραυματικού στρες και μια σειρά εσφαλμένων επιλογών που τον οδηγούν στο ναδίρ.
Οι Ρούσο πήραν το ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Νίκο Γουόκερ, που εξιστορεί το αδιέξοδο μιας γενιάς, αντίστοιχο με αυτής μετά το Βιετνάμ: νέοι απόκληροι που δεν ξεπέρασαν ποτέ όσα είδαν στην κόλαση του πολέμου και η επιστροφή τους στο σπίτι δεν είχε τίποτα το ηρωικό, αντιθέτως τους περίμενε μια ζωή στο περιθώριο.
Η ιστορία του Cherry (Χόλαντ) και της αγαπημένης του Έμιλι (Κιάρα Μπράβο) θα μπορούσε να στηριχτεί σε αντίστοιχες των late ’70s, όπως το Coming Home του Χαλ Άσμπι, όμως λοξοδρομεί από την αρχή, λόγω μιας μάλλον αφελούς κίνησης των δημιουργών να αιχμαλωτίσουν το υλικό τους σε ένα υπερβολικά πομπώδες στυλ που δείχνει τη διάθεσή τους να φτιάξουν μια modern classic Americana για την πρώτη γενιά του αιώνα μας.
Από τις πρώτες σκηνές, που θυμίζουν παραμύθι, ως το κεφάλαιο του πολέμου, με τις κραυγές να ακούγονται και να γράφονται ταυτόχρονα με μεγάλες επιγραφές στην οθόνη, η υπερβολή των δημιουργών δικαιολογείται όσο το περιεχόμενο το επιτρέπει. Το παρατεταμένο στυλιζάρισμα, που συνεχίζεται και παραπέμπει συχνά στο Ρέκβιεμ για ένα όνειρο του Αρονόφσκι, είναι αφάνταστα κουραστικό όμως, καθώς το πλούσιο περιεχόμενο παύει να υφίσταται και αντικαθίσταται από κλισέ.
Οι κύκλοι των ηρώων, η επίμονη καταγραφή της πτώσης τους με όπλο ξανά τον φορμαλισμό και η δυσκολία του Χόλαντ να ταυτιστεί με μια συγκεκριμένη πτυχή του χαρακτήρα του, που μοιάζει να είναι πολλοί διαφορετικοί εαυτοί στη συσκευασία του ενός, συνθέτουν ένα πορτρέτο χαρακτήρων που δουλεύτηκαν λιγότερο απ’ όσο έπρεπε στο σενάριο, πριν δούμε τις περιπέτειές τους με έναν όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακό τρόπο.
Κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργούσε όταν ο χαρακτήρας ήταν μια λατρεμένη υπερηρωική μορφή της pop culture, όμως όταν αφορά το άτυχο παιδί της διπλανής πόρτας, μια αντίστοιχη προσέγγιση μπορεί να καταστρέψει μια ταινία.
Η ταινία «Cherry» προβάλλεται στο Apple TV+