Βγαίνοντας από την προβολή της νέας ταινίας του Λάνθιμου, Ιστορίες Καλοσύνης, έχω μισή ώρα για να βάλω τις σκέψεις μου στη σειρά μέχρι να συναντήσω τον Ευθύμη Φιλίππου που συνυπογράφει το σενάριο. Το τρίπτυχο των ιστοριών που ενώνει κατά κάποιον τρόπο ο R.M.F., με τον οποίο όλα ξεκινούν και στον οποίο καταλήγουν, είναι μια επιστροφή στο γνώριμο, weird σύμπαν τους, που ξεκίνησε με τον Κυνόδοντα και συνεχίστηκε για τρεις ακόμα ταινίες. Αν έχεις παρακολουθήσει τα έργα του Ευθύμη για το θέατρο τα τελευταία χρόνια, μπορείς να εντοπίσεις ψήγματα των ξεχωριστών θεατρικών ηρώων του που υπάρχουν σε ένα παρόμοιο, παράλληλο σύμπαν.
Η πρώτη ιστορία των Ιστοριών Καλοσύνης ξεκινάει με την ψυχαναγκαστική σχέση ενός παρανοϊκού πάμπλουτου που ορίζει τη ζωή ενός υπαλλήλου του, ο οποίος δυσκολεύεται να λειτουργήσει έξω από το πλαίσιο της χειραγώγησης. Αυτό που του ζητάει ο δυνάστης του ως ανταπόδοση για όσα του προσφέρει είναι να σκοτώσει έναν άνθρωπο με το αυτοκίνητο. Η ιστορία όμως που είναι αρκετά αμφιλεγόμενη είναι η δεύτερη, με τη σύζυγο ενός αστυνομικού που θεωρείται πνιγμένη να εμφανίζεται με εντελώς αλλαγμένη συμπεριφορά, οδηγώντας τον σύζυγό της στην παραφροσύνη.
«Από σινεμά ήξερα τα πολύ βασικά, δεν είχα ασχοληθεί ούτε με το θέατρο ούτε με το σινεμά. Προφανώς με γοήτευαν σε έναν βαθμό, αλλά όχι στον βαθμό να ασχοληθώ με αυτό το πράγμα».
«Αυτό που προσπαθούσαμε να κάνουμε στη δεύτερη ιστορία είναι να μην ξέρεις ποιος είναι ο πιο τρελός από τους δύο, ποιος λέει ψέματα, αν όντως ισχύει αυτό που φαίνεται», λέει ο Ευθύμης. «Έπρεπε να υπάρχει τρελή ισορροπία ανάμεσα στα στοιχεία που δίναμε στην αρχή, το μενταγιόν, τη σοκολάτα, τα τσιγάρα, τα παπούτσια που δεν της μπαίνουν, θέλαμε να δημιουργήσουμε μια ισορροπία μεταξύ του ότι αυτή λέει ψέματα και ο άλλος τρελαίνεται, για να μην καταλαβαίνεις ακριβώς τι ισχύει».
— Ωστόσο η Λιζ τον υπερασπίζεται στον πατέρα της, κόβει ακόμα και τον αντίχειρά της όταν ο Ντάνιελ της το ζητάει, μετά δείχνει ότι θυσιάζεται γι' αυτόν, αν και αυτό που κάνει είναι αδύνατο να το κάνει κάποιος μόνος του.
Δεν είναι δυνατό να το κάνεις, να βγάλεις το συγκεκριμένο όργανο σε αυτήν τη μορφή, ολόκληρο, όπως είναι τοποθετημένο στο πάτωμα.
— Δεν τον κατηγορεί ούτε καν στη γιατρό, ακόμα και όταν είναι φανερό ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τα χτυπήματα και την αποβολή της. Είναι πολύ άγριες και οι τρεις ιστορίες.
Επειδή έχουν περάσει χρόνια από τότε που έγραψα το σενάριο, δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά πολύς κόσμος νομίζω ζορίστηκε. Ξέρεις, η βασική ερώτηση στις λιγοστές συνεντεύξεις που έκανα ήταν «γιατί τόση μαυρίλα;», όλοι αυτό λέγανε.
— Η Λιζ είναι διαταραγμένη ή κόβει το δάχτυλό της από αγάπη;
Πιστεύω ότι κόβει το δάχτυλο επειδή τον αγαπάει. Νομίζω ότι αν ερωτευτείς πραγματικά, κάπως αρχίζεις και μπαίνεις σε μια διαδικασία που χάνεις τον έλεγχο και θες να είσαι τόσο καλός στην αρχή και τόσο εύκολος που άνετα μπορείς να μπεις στη διαδικασία να πείσεις τον άλλον ότι «είμαι τόσο 100% εδώ που, να, δες τι μπορώ να κάνω».
— Μέχρι πού θα έφτανες για έναν έρωτα;
(Γελάει) Μέχρι να φάω αυγά που δεν τρώω, ξέρω ’γω;
— Για πού πετάς αύριο;
Για Νέα Υόρκη.
— Μετά από τόσα ταξίδια, έχει χαλαρώσει ο φόβος σου για τα αεροπλάνα;
Άσ’ τα, φοβάμαι τρελά, είμαι με Xanax και με ουίσκια.
— Πας για την πρεμιέρα;
Όχι, για κάτι τελείως άσχετο, η ταινία στη Νέα Υόρκη έχει πρεμιέρα στις 21 Ιουνίου, την έβγαλαν εδώ πιο νωρίς από τα υπόλοιπα μέρη.
— Τι ονειρευόσουν όταν ξεκίναγες να γράφεις το πρώτο σενάριο για τον Λάνθιμο; Περίμενες να συμβούν όλα αυτά που έχεις ζήσει;
Καταρχάς δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου να ασχοληθώ με το σινεμά, δεν ήταν κανένα όνειρο ζωής ο κινηματογράφος, έγινε τυχαία λόγω του Γιώργου, με τον οποίο γνωριστήκαμε στη διαφήμιση, και μου πρότεινε να γράψουμε μαζί ένα σενάριο. Εγώ δεν είχα ιδέα πώς γράφεται ένα σενάριο, εννοώ ούτε καν ποιο θα πρέπει να είναι το φορμάτ του σεναρίου. Μετά την πρώτη ταινία μού πρότεινε να ξαναγράψουμε μαζί, αλλά όλα αυτά συνέβαιναν σχεδόν παθητικά. Για τον Γιώργο ήταν σαφές ότι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του, εγώ ήμουν πάντα με το ένα πόδι μέσα. Φυσικά με ευχαριστούσε το να δουλεύω μαζί του, και φυσικά με ενδιέφερε, γιατί ήταν ένα τελείως άλλο πράγμα από αυτό με το οποίο είχα μέχρι τότε ασχοληθεί, οπότε μάθαινα πράγματα, έβλεπα πώς γίνεται μια ταινία και όλα αυτά τα στερεοτυπικά, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να έχω καμία αίσθηση ότι πραγματοποιείται ένα τεράστιο όνειρό μου.
— Τι όνειρο είχες;
Α, δεν είχα. Δυστυχώς, δεν ήμουν από τους ανθρώπους που ήξεραν ακριβώς τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Καταλάβαινα ότι με το γράψιμο υπάρχει κάπως μια ευκολία, αλλά και μ’ αυτό δεν είχα στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο, δηλαδή μ’ άρεσαν οι συνεντεύξεις, μ’ άρεσε το θέατρο, στη διαφήμιση πέρασα μια χαρά, με ενδιέφεραν οι στίχοι. Προσπαθούσα να μην είμαι σε ένα πράγμα, το οποίο έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του.
— Αν δεν έχεις συγκεκριμένους στόχους, δεν μπορείς να μιλάς για αποτυχία, ό,τι και να κάνεις στη ζωή είναι πετυχημένο.
Σωστά. Δεν έχεις αποτύχει πουθενά. Αλλά όλα έγιναν τυχαία, ακόμα και το πώς μπήκα στη διαφήμιση, το πώς έφυγα, το πώς γνώρισα τον Γιώργο, και αν δεν υπήρχε ο Γιώργος δεν υπήρχε περίπτωση να είχα ασχοληθεί με το σινεμά, ούτε να το ψάξω. Από σινεμά ήξερα τα πολύ βασικά, δεν είχα ασχοληθεί ούτε με το θέατρο ούτε με το σινεμά. Προφανώς με γοήτευαν σε έναν βαθμό, αλλά όχι στον βαθμό να ασχοληθώ με αυτό το πράγμα.
— Καλύτερα, γιατί χωρίς αναφορές είναι πιο εύκολο να κάνεις κάτι δικό σου. Το γράψιμό σου ήταν ιδιαίτερο από την αρχή, και εκτός σεναρίων. Γράφεις εύκολα ή δύσκολα;
Δύσκολη ερώτηση.
— Όταν ξεκινάς ένα σενάριο, είναι δική σου ιδέα ή είναι κάτι που σου έχει παραγγείλει ο Γιώργος, π.χ.;
Είναι κοινή ιδέα, δηλαδή συναντιόμαστε, καταλήγουμε στο ποιο θα είναι το θέμα και πάνω-κάτω πώς θα εξελίσσεται αυτό το πράγμα, σαν μια πάρα πολύ μικρή σύνοψη φαντάσου, και μετά κάθομαι και γράφω τις σκηνές. Και για να σου απαντήσω και στην προηγούμενη ερώτηση, το γράψιμο στην αρχή είναι πάρα πολύ εύκολο και μετά πάρα πολύ δύσκολο. Κι αυτό για δύο λόγους: επειδή ξεκίνησα με τη διαφήμιση, όπου πρέπει να γράφεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κάτι πάρα πολύ μικρό, αυτό κάπως έχει περάσει στο κεφάλι μου και λειτουργώ έτσι, οπότε μου είναι πολύ εύκολο να γράφω γρήγορα μικρά πράγματα. Όταν αυτά τα πράγματα θα πρέπει να μεγαλώσουν, εκεί αρχίζω και ζορίζομαι. Γιατί ένα άλλο στοιχείο είναι ότι είμαι κάπως τεμπέλης, δεν είμαι ικανός να γράψω μεγάλο κείμενο, δηλαδή δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω ένα μεγάλο μυθιστόρημα, βαριέμαι, θέλω να τελειώνω...
— Γι' αυτό και οι ιστορίες στις ταινίες σου έχουν πολλά μικρά στιγμιότυπα και λεπτομέρειες.
Ναι, ναι.
— Τι προσέχεις στους ανθρώπους για να βρίσκεις τέτοιες «τρελές» λεπτομέρειες;
Αυτό είναι ένα στοιχείο που ας πούμε ότι κάπως έχει βοηθήσει στην ευκολία του γραψίματος, τουλάχιστον στο πρώτο, το απλό κομμάτι. Παρατηρώ πράγματα επιφανειακά, όπως είναι το ντύσιμο, τα παπούτσια, τα χέρια, τα μάτια κ.λπ., και παρατηρώ επίσης και αντιδράσεις, μου αρέσει πάρα πολύ να παρατηρώ πώς απαντάει κάποιος, τι λέξεις χρησιμοποιεί, με τι τόνο, με τι ρυθμό, όλο αυτό μου φαίνεται φοβερά ενδιαφέρον, πάντα μου φαινόταν.
— Μια και ανέφερες τις λέξεις, πες μου τι κάνεις με την Αγγελική Παπούλια στο Φεστιβάλ, που έχει να κάνει με λέξεις.
Αυτό ήταν μια ιδέα από κάποιον που μου είχε πει παλιά ότι η λέξη «σκίουρος» σημαίνει «σκιά της ουράς», ότι έτσι βγήκε η λέξη, και μου είχε φανεί πολύ ωραίο. Έτσι είχα μια ιδέα χρόνια πριν να αρχίσω να φτιάχνω ψεύτικες ετυμολογίες ελληνικών λέξεων, και είχα κάνει δυο τρεις, τις είχα στείλει στην Αγγελική για πλάκα, της άρεσαν και μου είπε «γιατί δεν κάνουμε κάτι μ' αυτό;». Και όταν μας πρότειναν απ' το Φεστιβάλ να κάνουμε κάτι μαζί, κάπως θυμηθήκαμε αυτά τα μικρά κειμενάκια και αποφασίσαμε να γραφτούν κι άλλα και να γίνει κάπως ένα ψεύτικο συνέδριο, μέσω ενός ψεύτικου ινστιτούτου που ασχολείται με τις ετυμολογίες ελληνικών λέξεων που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά προσπαθούν να πείσουν ότι αυτές είναι οι πραγματικές και όχι αυτά που μέχρι τώρα ξέραμε.
— Ο Larry Gus τι κάνει στην παράσταση;
Κάνει πάρα πολλές δουλειές, να ξέρεις, μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις για πολλά πράγματα (γελάει). Είχε πλημμυρίσει το γραφείο, π.χ., και ήρθε να λύσει το πρόβλημα. Δεν υπάρχει, κάνει ό,τι του πεις να κάνει. Στην παράσταση έχει γράψει τη μουσική, γιατί υπάρχουν τέσσερα πρωτότυπα τραγούδια, οπότε έχει γράψει τη μουσική γι' αυτά τα τραγούδια. Θα είναι live, θα είναι στη σκηνή και θα τα παίζει, αλλά ακόμα δεν είναι βέβαιο ποιος θα τα τραγουδάει.
— Από πότε τον ξέρεις τον Παναγιώτη;
Από τότε που ήταν στην Ιταλία, στο Μιλάνο. Δεν τον ήξερα, αλλά κάπου είχα διαβάσει μια συνέντευξή του και μίλαγε για έναν δίσκο του Μπατίστι, τον οποίο εγώ έψαχνα. Του είχα στείλει ένα mail ότι ψάχνω αυτόν τον δίσκο και αν καταφέρει και τον βρει στην Ιταλία θα ήθελα να μου τον φέρει. Ο γλυκούλης ανταποκρίθηκε, δεν τον βρήκε, αλλά μετά αρχίσαμε να μιλάμε, και όταν γύρισε στην Ελλάδα συναντηθήκαμε και αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Όταν τον είδα να παίζει live, αυτό που έκανε δεν το είχα ξαναδεί, ήταν ένας άνθρωπος σε κατάσταση παραληρηματική. Το πιο εντυπωσιακό μ’ αυτόν είναι ότι όταν τον γνωρίζεις δεν είναι αυτό το περίεργο που περιμένεις να δεις, είναι άλλου είδους περίεργο. Δεν είναι το στερεοτυπικό περίεργο του καλλιτέχνη που περιμένεις.
— Έχεις συνεργαστεί ποτέ με κάποιον που να ήταν βαρετός;
Μωρέ, δύσκολα οι άνθρωποι είναι βαρετοί, όλο και κάτι θα βρεις, ξέρω ’γω; Με εκνευριστικούς και μαλακισμένους ναι, αλλά με βαρετούς δεν νομίζω.
— Να επιστρέψουμε στην ταινία, έχεις γίνει ποτέ χειριστικός;
Σε μεγάλο βαθμό. Θα σου πω τι εννοώ, επειδή είχε πεθάνει ο πατέρας μου πριν γεννηθώ, από πολύ μικρός προσπαθούσα να υποδυθώ τον κακομοίρη σε συγγενείς και φίλους για να κερδίσω από αγάπη μέχρι χρήματα. Παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες, τους χειραγωγούσα, αυτό το αδίστακτο, χυδαίο πράγμα που καταλαβαίνεις τι πρέπει να κάνεις στους ανθρώπους και πώς η λύπηση θα σε βοηθήσει να κερδίσεις κάτι, αλλά χωρίς ο ίδιος να νιώθω κακομοίρης.
— Υποκριτής...
Ακριβώς, υποκριτής τελείως. Οπότε, ειδικά ως παιδί ήμουν χειριστικός, και μεγάλος το έχω κάνει. Όσο περνάνε τα χρόνια, προσπαθώ λίγο να το αποφεύγω.
— Στην ταινία βέβαια ο Ρέιμοντ δεν είναι απλώς χειριστικός, είναι παρανοϊκός και κακοποιητικός γιατί θέλει να ορίζει εντελώς τη ζωή του Ρόμπερτ.
Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν διαφορετικών ειδών ανάγκες και νομίζω ότι όσο έχει αυτός ο τύπος ανάγκη να εξουσιάζει και να κοντρολάρει έναν άλλον, άλλο τόσο έχει και ο άλλος την ανάγκη να εξουσιάζεται και κοντρολάρεται από κάποιον. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, επειδή είναι περίεργες οι εποχές, για το ποιος κακοποιείται και κατά πόσο θέλει το θύμα να κακοποιείται, αλλά θέλω να πω ότι υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που είναι ok γι' αυτούς να χειραγωγούνται, αυτό νομίζω προσπαθεί να πει αυτή η ιστορία, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι μαλάκας ο κακοποιητής, απαίσιος και απάνθρωπος. Αλλά υπάρχουν θύματα που τους αρέσει αυτό, παίρνουν κάτι, το αναζητούν, είναι εσωτερική τους ανάγκη.
— Είναι και το περιβάλλον που το επιβάλλει κάποιες φορές, δημιουργεί κάποιου είδους χειριστική συμπεριφορά, ειδικά αν είσαι σε νεαρή ηλικία. Οι φίλοι που σε πιέζουν, σε αναγκάζουν να κάνεις πράγματα που μπορεί να μη θέλεις, αυτό που λένε οι Άγγλοι peer pressure. Ακόμα και τα στερεότυπα μιας παρέας, μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας φυλής, η κουλτούρα, μπορεί να επιβάλλουν κανόνες που είναι χειριστική συμπεριφορά.
Εννοείται. Για κάποιον λόγο μου ήρθε στο μυαλό το εξής: οι άνθρωποι που έχουν σχέση με επαρχία, που έχουν μεγαλώσει και έχουν πάρε-δώσε με επαρχία, μεγάλοι, ούτε καν παιδιά, άνθρωποι στην ηλικία μου, πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορά για να ταιριάξουν εκεί. Ακόμα και τον εαυτό μου έχω δει να αλλάζει συμπεριφορά όταν βρίσκομαι σε ένα τραπέζι σε ένα χωριό. Όταν βρίσκομαι σε ένα τραπέζι στην Αθήνα με κάποιους άλλους, κάνω κάτι άλλο. Λες άλλα πράγματα, για να μπορέσεις να προσαρμοστείς σε αυτό που με κάποιον τρόπο επιβάλλουν. Και πάει στο διάολο οι συγγενείς, πες ότι έχουν όλα αυτά τα συμπλεγματικά, και με φίλους, γνωστούς, συμμαθητές συμβαίνει αυτό.
— Ήταν και η μαμά σου από τη Μαλεσίνα;
Ναι, βέβαια. Όλοι. Αλλά λόγω του θανάτου του πατέρα μου, με πήρε και ήρθαμε στην Αθήνα, γιατί κάπως της είχε κάτσει βαριά εκεί πέρα η φάση, οπότε...
— Αδέλφια έχεις;
Έχω έναν ετεροθαλή αδελφό απ’ τον δεύτερο γάμο της μάνας μου. Μεγάλωσα με πατριό, τον Γιώργο, ο οποίος εμφανίστηκε όταν ήμουν έξι-εφτά, και από τότε είναι εκεί.
— Πες μου για τον τίτλο της ταινίας.
Είναι μια πολύ πονεμένη ιστορία, ο τίτλος της ταινίας ήταν στην αρχή RMF, λόγω του χαρακτήρα που υπάρχει σε κάθε ιστορία, αλλά πέρυσι εμφανίστηκε μια ρουμανική ταινία που λεγόταν RMN, οπότε έπρεπε να αλλάξει ο τίτλος. Στη Νέα Ορλεάνη είχε βρεθεί ένας πρόχειρος τίτλος ο οποίος ήταν Ν, που δεν λειτουργούσε καθόλου, ενώ είχε νοηματικά ένα ενδιαφέρον, γιατί είναι πολλές οι ιστορίες και σου δίνει την αίσθηση ότι θα μπορούσε να μην τελειώνει ποτέ, να είναι αντί για τρίπτυχο ένα πράγμα στο οποίο προστίθενται συνεχώς νέες ιστορίες… Ήταν πάρα πολύ δύσκολος πρακτικά, γιατί δεν μπορούσες να τον γκουγκλάρεις, οπότε μετά καταλήξαμε στο Kinds of Kindness.
— Δεν υπάρχει καθόλου καλοσύνη στην ταινία, και συνειδητοποιώ τώρα που μιλάμε ότι ο Γιώργος που πεθαίνει στην αρχή της ταινίας και ανασταίνεται στο τέλος είναι το ίδιο πρόσωπο.
Ναι, είναι ο μόνος που μένει σταθερός και στις τρεις ιστορίες.
— Και ο μόνος που βγαίνει αλώβητος.
Επίσης, στην αρχή η ταινία ήταν η πρώτη ιστορία μόνο, δεν ήταν τρίπτυχο. Είχε σχεδόν τελειώσει το σενάριο, είχε γίνει μια μεγάλου μήκους ταινία με την πρώτη ιστορία, και μετά συζητώντας με τον Γιώργο είπαμε «μήπως να δοκιμάσουμε ένα άλλο format, μήπως να μην κάνουμε πάλι μόνο μία ιστορία;». Φτιάξαμε μια λίστα με άλλες ιστορίες, καταλήξαμε σε αυτές τις τρεις και έτσι έγινε το τρίπτυχο.
— Πιστεύεις ότι είμαστε απάνθρωποι ως είδος;
Το πιστεύω, ναι. Είμαστε τα πάντα λίγο, είμαστε και απάνθρωποι και σκληροί και μαλακοί και γλυκούληδες.
— Έχεις γράψεις καμιά ιστορία με έναν άνθρωπο απλό, καθημερινό, έναν χαρακτήρα που μπορείς να τον πεις καλό άνθρωπο;
Όχι, ούτε θα έγραφα. Θα ήθελα πάρα πολύ, αλλά νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να το κάνω αυτό, και το εκτιμώ πάρα πολύ όταν το βλέπω. Ζηλεύω όταν γίνεται καλά αυτό, δηλαδή με ηρεμεί όταν βλέπω τέτοιες ιστορίες, και τις εκτιμώ πάρα πολύ όταν γίνονται με σωστό τρόπο, αλλά μου φαίνεται δύσκολο για μένα να το κάνω.
— Έχεις ζηλέψει πολύ το σενάριο κάποιας ταινίας;
Της επόμενης ταινίας που θα κάνει ο Γιώργος. Δυστυχώς δεν μπορώ να σου πω περισσότερα, αλλά ήταν απ’ τις περιπτώσεις που όταν μου έδωσε το σενάριο και το διάβασα έλεγα από μέσα μου «πω πω, θα ’θελα πάρα πολύ να το έχω κάνει αυτό».
— Τι είναι αυτό που δεν μπορείς να διαχειριστείς στην καθημερινότητα;
Μου είναι πολύ δύσκολο να είμαι με πολύ κόσμο, γιατί γίνεται αυτό που λέγαμε πριν, επειδή προσπαθώ να μπω σε μια διαδικασία του να είμαι ευχάριστος και να κοινωνικοποιηθώ και να μη φαίνεται ότι δυσανασχετώ, εξαντλούμαι πάρα πολύ γρήγορα. Κάνω μια υπερπροσπάθεια στην αρχή και μετά το δείχνω με έναν τρόπο που δεν μπορώ να ελέγξω. Αυτό με εξουθενώνει.
— Εκτός από τα αεροπλάνα, τι άλλο σε τρομάζει πολύ;
Έχω θέμα με τα φίδια, αν δω φίδι μπορεί να ουρλιάξω. Έχω πάει να πάρω συνέντευξη από τον Καραντίνη τον μπουζουξή και μπαίνω σε ένα τεράστιο σαλόνι με έναν πίνακα που τον δείχνει με ένα μπουζούκι στο χέρι, διαστάσεων Λουδοβίκου, τεράστιο, και είναι ένα πορτ μπεμπέ με ένα μωρό στο πάτωμα, παιδί του προφανώς, το οποίο κοιμάται. Και όπως κάθομαι στην πολυθρόνα, ξαφνικά βλέπω στον διάδρομο ένα πράγμα να κινείται δίπλα στο πορτ μπεμπέ και είναι ένα τεράστιο φίδι, βόας, το οποίο βγαίνει και περνάει τον διάδρομο. Είχε φίδι μέσα στο σπίτι, τεράστιο, το οποίο κυκλοφορούσε ελεύθερο…
— Με τη νοσταλγία τι σχέση έχεις;
Μεγάλη, δυστυχώς, σκέφτομαι συνεχώς τα παιδικά χρόνια, βλέπω φωτογραφίες, θυμάμαι, δυστυχώς. Έχει να κάνει και με την ηλικία, φτάνω στα πενήντα και αρχίζω λίγο να αναπολώ...
Οι «Ιστορίες Καλοσύνης» προβάλλονται στις αίθουσες.
Οι «Ετυμολογίες» που συν-σκηνοθετεί με την Αγγελική Παπούλια για το grape-Greek Agora of Performance στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου θα παρουσιαστούν στο Μέγαρο της Παλιάς Βουλής από τις 18 έως τις 22/7.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.