Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΗΣ ήταν meta, από πριν: θυμάμαι την ταινία του Γιώργου Σταμπουλόπουλου «Και ξανά προς τη δόξα τραβά», και τον σταρ/τραγουδιστή να γνωρίζει οτι ο ίδιος είναι η αφορμή και το επίκεντρο της σάτιρας του νεοελληνισμού των αρχών των '80s και να αντιγυρίζει γενναιόδωρα το ανέκδοτο, χωρίς ίχνος κόμπλεξ ή εκδικητικής διάθεσης. Πέταγε ανάλαφρα πάνω από τη σχεδόν σπονδυλωτή, ντοκιμενταρίστικη πλοκή. Βεντέτα τον ήθελε το σενάριο των Σταμπουλόπουλου - Κακουλίδη, ε, κι εκείνος αποφάσισε να λάμπει ερήμην της υπόλοιπης ταινίας, σαν να μην είχε καμία σχέση με το τι γινόταν στην πλοκή και να μην είχε επαφή με τους ηθοποιούς και τους παρουσιαστές.
Αν και έμοιαζε πιο πολύ με τον Λιμπεράτσε, πίστευε ακράδαντα πως ήταν ο Τραβόλτα της Ελλάδας, και, περνώντας από ένα Μάικλ Τζάκσον στάδιο, το διατήρησε μέχρι να γίνει διαστημάνθρωπος στο πρόσωπο και την περιβολή, όταν οι άλλοι είχαν αλλάξει γκαρνταρόμπα ή απλώς κουραστεί να ασχολούνται.
Εμείς, ως πιτσιρικάδες, τον λογίζαμε ως ανέκδοτο, τουλάχιστον όμως ως το πιο αξιοπρόσεκτο από τα πολλά που κυκλοφορούσαν, και μας έκανε εντύπωση ότι ένας φεστιβαλικός σκηνοθέτης ασχολήθηκε με την περίπτωσή του. Ο Φλωρινιώτης γνώριζε ενστικτωδώς πως το είδωλο της υπόθεσης ήταν ένας τεχνικολόρ εξωγήινος που δεν είχε προηγούμενο στη χώρα μας (ο Γιώργος Μαρίνος ήταν κάτι διαφορετικό, πιο εγκεφαλικό και πολυεπίπεδο) και γύρω του στροβιλιζόταν το κοινωνιολογικό αλαλούμ που ήταν τότε η Ελλάδα, ανάμεσα στην ενοχική κουλτούρα και την άνευ όρων παράδοση στον μπουζουκοαμανέ, που έλεγε ο Χατζιδάκις, την οξύθυμη πολιτική μετά τη Χούντα, την μπάλα και την εκκλησία, την τηλεόραση και τη σοβαρότερη διασκέδαση. Είχε καταλάβει γιατί ήθελαν αυτόν κι όχι κάποιον άλλον στην ταινία, και το προσπέρασε, παίζοντας χωρίς απόχρωση ή ψάξιμο, δηλαδή ενσαρκώνοντας μια παραλλαγή του εαυτού του, κι όχι ακριβώς τον ίδιο, ίσως γιατί δεν θα ήταν σωστό. Είχε πει στον Αντώνη Μποσκοΐτη στην definitive συνέντευξή του στη LiFO: «"Ένας λαϊκός τραγουδιστής που έρχεται από την επαρχία και γίνεται είδωλο στην Αθήνα". "Α, ωραία", λέω, "δεν θα δυσκολευτώ να το παίξω αυτό!". Στο μεταξύ, άλλαξα τον τίτλο, μου 'χε φανεί ειρωνικό το "Είδωλο". Και το σενάριο άλλαξα λίγο, γιατί έλεγα ''Παιδιά, αυτό θυμίζει πολύ εμένα''. Φαντάσου ότι είχαν πάει στο χωριό μου και μάθαν τα πάντα για μένα, από τη γιαγιά μου μέχρι τους γείτονες! Μετά κάναν οντισιόν για το ποιος θα παίξει τον Φλωρινιώτη, αλλά κανένας δεν έκανε κι έτσι έπαιξα εγώ. Κάνανε το όνομά μου "Ντίμης Φλεριανός" και έγραψα στο συμβόλαιό μου ότι άμα δεν μ' αρέσει κάτι ή και η ίδια η ταινία, θα 'χω κάθε δικαίωμα να τη σταματήσω. Έβλεπα ότι θέλανε να με σατιρίσουν. Τα πάντα θέλανε να σατιρίσουν σ' αυτή την ταινία. Ας πούμε, με βάζαν κι έπαιζα πιο γλυκά, πιο χαριτωμένα, κατάλαβες, για να βγάλουν κάτι άλλο που εμένα δεν μ' άρεσε».
Τον ίδιο τόνο, του ανενδοίαστου, παλιομοδίτικου, ινδοτούρκικου μελοδράματος, εμπότισε και στις ποντιακές αισθηματικές περιπέτειές του, όταν δεν γύριζε καταδύσεις στον κόσμο της νύχτας και του λαϊκού τραγουδιού, όπως στο «Κορίτσι του μπαρ». Θα έκανε τα πάντα για να μην κοπεί το σκηνικό του show – σαν να μάθαινε τους διαλόγους ως προθέρμανση για την επόμενη σκηνή του τραγουδιού, με τα μπαλέτα, τα κοστούμια και τη σταθερή του ανάγκη να κάνει τον κόσμο από κάτω να χαρεί, να χειροκροτήσει, να θαμπωθεί από το στρας και τις λαμέ πανοπλίες. Η απουσία ειρωνείας και πονηριάς από τη γενικότερη παρουσία του, στις οθόνες ή τις πίστες, καταντούσε συγκινητική. Κι έτσι ήταν μέχρι τέλους, στις αραιές όσο περνούσαν τα χρόνια τηλεοπτικές εμφανίσεις του. Πού τα έβρισκε όλα αυτά τα ρούχα και πόσα είχε επιτέλους;
Αν και έμοιαζε πιο πολύ με τον Λιμπεράτσε, πίστευε ακράδαντα πως ήταν ο Τραβόλτα της Ελλάδας, και, περνώντας από ένα Μάικλ Τζάκσον στάδιο, το διατήρησε μέχρι να γίνει διαστημάνθρωπος στο πρόσωπο και την περιβολή, όταν οι άλλοι είχαν αλλάξει γκαρνταρόμπα ή απλώς κουραστεί να ασχολούνται. Το αν του έκανε καλό ή κακό η συνέντευξη στο τρίτο πρόγραμμα με τον Μάνο Χατζιδάκι ίσως και να μην έχει τόση σημασία. Διότι αυτό που αποδείχθηκε τότε ήταν πως ο Φλωρινιώτης είχε καλή φωνή, κάτι που θα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς αν άκουγε προσεκτικότερα τα τραγούδια του, που δεν είχαν και πολλά να πουν από μόνα τους. Κι αυτό που υπονοήθηκε ήταν πως ο κόσμος οφείλει κάποτε να πάψει να ταυτίζει το ταλέντο με την ψευτοταπεινότητα, ειδικά σε μια εποχή ακραίων διαχωρισμών, όπως ήταν εκείνη. Προφανώς η επιλογή στο πρόσωπό του από τον μέγα ανιχνευτή του διαφορετικού, αλλά και ανθρώπων άδολων σε σύγκριση με τους καπάτσους αυτής της ζωής, ήταν γιατί ο Φλωρινιώτης έδινε τα ρέστα του χωρίς να φοβάται τι θα πουν οι άλλοι, έχοντας τα blues στον πυρήνα της φαντεζί καλλιφωνίας του. Κι ακόμη κι αν φοβόταν, γιατί το background του δεν του επέτρεπε την πολυτέλεια του στοχασμού ή της ψυχανάλυσης, το ξεπερνούσε τάχιστα με τη γνήσια, απλουστευτική, λαϊκή του επιθυμία να αρέσει και να διασκεδάζει, ξέροντας τις δυνατότητές του.