H TZAKI KAI H Νταϊάνα ήταν δυο ξεχωριστές προσωπικότητες που παντρεύτηκαν τους πρίγκιπες του παραμυθιού και ο εφιάλτης που βίωσαν ενδιέφερε δραματουργικά –και εν μέρει ανορθόδοξα σε σχέση με τις κλασικές βιογραφίες– τον Πάμπλο Λαραΐν.
Δεν είναι μόνο το μεγάλο ταλέντο και η αυτόφωτη απήχηση που κάνουν τη Μαρία Κάλλας, την τρίτη ηρωίδα στη σειρά των πορτρέτων του Χιλιανού σκηνοθέτη, να ξεχωρίζει από τις προηγούμενες δύο, αλλά και η ίδια η πρωταγωνίστρια, η Αντζελίνα Τζολί, που από μόνη της συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση, για ανάλυση, θαυμασμό, περιέργεια, κουτσομπολιό- ανάλογα με την περίσταση και τη φάση της.
Η επτάμηνη προετοιμασία και το εντατικό γύρισμα ήταν η ψυχοθεραπεία που η Τζολί δεν περίμενε να της προκύψει, όπως δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ Βενετίας, αρνούμενη, με αυστηρή διακριτικότητα, να δώσει λαβές για περαιτέρω σχόλια περί σύγκρισης των δυο γυναικών.
Αναμφισβήτητα, είναι δύσκολο να ξεπεράσεις αυτό το πρόσωπο, τα χείλη, τα μάτια και τις γωνίες, τόσο διαφορετικές από την κατατομή αλλά και τον αέρα της Ελληνίδας σοπράνο, παρά τις δυο προσθήκες–κλειδιά στα χρόνια του Παρισιού, δηλαδή τα υπερμεγέθη γυαλιά και τα μακριά μαλλιά. Κι ενώ οι Κρίστεν Στιούαρτ/Σπένσερ και η Νάταλι Πόρτμαν/Τζάκι είναι γνωστές, ικανές και οσκαρικές, ντίβες σαν την Αμερικανίδα σουπερστάρ δεν υπήρξαν ποτέ.
Τώρα τι είναι και τι δεν είναι ντίβα σηκώνει κουβέντα, και αποτελεί ένα από τα θέματα της ταινίας, που βασικά καταπιάνεται με μια εύθραυστη ύπαρξη στην ύστατη και εν τέλει απέλπιδα προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί από το τραυματικό παρελθόν της και να αγκαλιάσει, τρυφερά και αδέξια, τη χαμένη της αυτοπεποίθηση.
Με την κάποτε τρομερή φωνή της να έχει αποδημήσει στον ουρανό και στην τελειότητα των ηχογραφήσεων που εύλογα μισούσε, η Κάλλας αφηγείται τμηματικά την αυτοβιογραφία που δεν έγραψε ποτέ σ' ένα φανταστικό τηλεοπτικό συνεργείο και την επισκέπτονται στον ύπνο της τα δυο μεγαλύτερα φαντάσματα της ζωής της, ο Ωνάσης και η μητέρα της.
Κι ενώ τον πρώτο δείχνει ως ένα βαθμό να τον ελέγχει, ποντάροντας στη βεβαιότητα της αγάπης τους, την απαξίωση της δεύτερης δεν την ξεπέρασε ποτέ, κι εκεί, όχι στη σωματική της εκπόρνευση, βρίσκεται το μυστικό της βαθιάς δυστυχίας της. Η μάνα την έσπρωξε στο τραγούδι, ο εραστής της το απαγόρευσε, και τώρα, στην τρίτη πράξη της ζωής της, είπε να δοκιμάσει τις λιγοστές δυνάμεις της για τον εαυτό της, κάνοντας σλάλομ στον μύθο, τη μουσική και τον θάνατο.
Η επτάμηνη προετοιμασία και το εντατικό γύρισμα ήταν η ψυχοθεραπεία που η Τζολί δεν περίμενε να της προκύψει, όπως δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ Βενετίας, αρνούμενη, με αυστηρή διακριτικότητα, να δώσει λαβές για περαιτέρω σχόλια περί σύγκρισης των δυο γυναικών. Στην Μαρία δεν τραγουδάει η ίδια, ούτε φυσικά τις αξεπέραστες ιταλικές και γερμανικές άριες, ούτε ευτυχώς τις καταστροφικές ηχογραφήσεις των '70s που κατακρεούργησαν οι κριτικοί και την ώθησαν στην chic παρισινή απομόνωση, παρέα μόνο με τον μπάτλερ (Πιερφραντσέσκο Φαβίνο – εξαιρετικός), την οικονόμο και μαγείρισσα (Άλμπα Ρορβάκερ) και τα σκυλάκια της.
Μετά από την πολυετή αποχή της από τη μεγάλη οθόνη, και παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες (ένα αμήχανο ξεκίνημα στην ταινία, με αργή εκφραστική ανάπτυξη, και βέβαια οι σημαντικές διαφορές στην εξωτερική εμφάνιση), η Τζολί συλλαμβάνει την βαριά, ετοιμόρροπη ψυχή ενός πληγωμένου κοριτσιού που ωστόσο θέλει να γευθεί μια γλυκιά λύτρωση με την ικμάδα των δυνάμεών της, και φτιάχνει μερικές πολύ συγκινητικές στιγμές, κυριαρχώντας στην οθόνη σαν διάφανη βασίλισσα του πόνου.