Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΝΤΕΑΛ και του Άστορ, δυο ιστορικών κινηματογράφων της Αθήνας, απασχολεί την επικαιρότητα εδώ και μήνες, με δημόσιες παρεμβάσεις υπέρ της διάσωσής τους από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον δήμαρχο Αθηναίων, συνεχή δημοσιεύματα στον Τύπο αλλά και μαζικές συγκεντρώσεις και διαδικτυακές εκστρατείες από σινεφίλ που ανησυχούν για τη συρρίκνωση του αριθμού των κινηματογραφικών αιθουσών και από πολίτες που ανησυχούν για το διογκούμενο gentrification του αθηναϊκού κέντρου.
Κι αν η διάσωση του Άστορ είναι επίσημη και με τη βούλα μετά τη δημοσίευση της σχετικής υπουργικής απόφασης στις 29/09, η περίπτωση του Ιντεάλ είναι πιο σύνθετη.
Μια σύντομη αναδρομή: το ακίνητο της οδού Πανεπιστημίου, όπου στεγάζεται το Ιντεάλ, ανήκει στον ΕΦΚΑ. Έπειτα από διαγωνισμό για την αξιοποίησή του, υπογράφηκε στις 17.01.2023 σύμβαση εκμίσθωσης μεταξύ του ΕΦΚΑ και της αναδόχου εταιρείας, η οποία προβλέπει την αξιοποίηση της αίθουσας μόνο ως συνεδριακού χώρου και θεάτρου. Το θέμα είναι πως το Ιντεάλ είναι ιστορικός κινηματογράφος του κέντρου και, με κάποια μικρά διαλείμματα, κοινωνεί το σινεμά από το 1921, δηλαδή εδώ και έναν αιώνα.
Αν η ανάδοχος εταιρεία δεν επιθυμεί την ουσιαστική λειτουργία της κινηματογραφικής αίθουσας, μπορεί κάλλιστα να πραγματοποιεί περιστασιακές προβολές, ώστε να είναι τυπικά νόμιμη, αλλά επί της ουσίας να αξιοποιεί τον χώρο κυρίως ως συνεδριακό κέντρο και ως μέρος «άλλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Προτού συνεχίσουμε το ιστορικό της υπόθεσης, κρίνουμε σκόπιμο να ξεκαθαρίσουμε ότι από τη στιγμή που προέκυψε το ζήτημα, υπάρχει μια σύγχυση, ακόμα και στην πλευρά των άμεσα ενδιαφερομένων, για το ποιος είναι αρμόδιος για να αποφασίσει.
Η αρμοδιότητα για την κήρυξη της χρήσης του κινηματογράφου ως διατηρητέας δεν ανήκει ούτε στον δημαρχο Αθηναίων ούτε στον υπουργό Πολιτισμού αλλά αποκλειστικά και μόνο στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς αν ανατρέξει στον Ν. 4067/12 άρθ. 6, παρ.3.
Βάσει της προβλεπόμενης διαδικασίας, τον περασμένο Φεβρουάριο, τόσο η ανάδοχος εταιρεία όσο και ο ΕΦΚΑ απέστειλαν στη Γενική Διεύθυνση Αρχιτεκτονικής, Οικονομικών Κανονισμών και Αδειοδοτήσεων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας τις αντιρρήσεις τους για τη διατήρηση του κινηματογράφου, αιτούμενοι τη χρήση του χώρου αποκλειστικά ως συνεδριακού κέντρου και θεάτρου. Ακολούθησαν οι αντιδράσεις που αναφέραμε στην αρχή, για να φτάσουμε στις 4 Μαΐου, όταν συνεδρίασε το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής και το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία για το Ιντεάλ αναφέρεται το εξής:
«Το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας χαρακτηρίζει διατηρητέα τη χρήση του ιστορικού κινηματογράφου Ideal, ο οποίος λειτουργεί σε κτίριο που βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο των διατηρητέων κτιρίων Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, κτίριο Prokesch Von Osten - πρώην Ελληνικόν Ωδείον και Μέγαρο Σλήμαν Μελά. Στους χώρους της διατηρητέας χρήσης του κινηματογράφου θα επιτρέπεται η λειτουργία και άλλων πολιτιστικών χρήσεων καθώς και η χρήση του Συνεδριακού Κέντρου».
Θα αναρωτηθείτε ποιο είναι το πρόβλημα της συγκεκριμένης απόφασης. Θα σας απαντήσουμε ότι, όπως είναι διατυπωμένη, αφήνει την ουσιαστική λειτουργία του κινηματογράφου στη διακριτική ευχέρεια της αναδόχου εταιρείας. Αν δηλαδή η ανάδοχος δεν επιθυμεί την ουσιαστική λειτουργία της κινηματογραφικής αίθουσας, μπορεί κάλλιστα να πραγματοποιεί περιστασιακές προβολές, ώστε να είναι τυπικά νόμιμη, αλλά επί της ουσίας να αξιοποιεί τον χώρο κυρίως ως συνεδριακό κέντρο και ως μέρος «άλλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων». Και, αν κρίνουμε από τη σύμβαση εκμίσθωσης που έχει υπογραφεί, αλλά και από τις αντιρρήσεις που εστάλησαν από την ανάδοχο στο υπουργείο, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε επιφυλακτικοί.
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα για τον περισσότερο κόσμο το θέμα θεωρείται λήξαν. Κι όμως, αν ανατρέξει κανείς στις κείμενες διατάξεις, μπορεί να διαπιστώσει ότι η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής συνιστά απλή διατύπωση γνώμης, απαραίτητης για την εγκυρότητα της απόφασης μεν, μα όχι νομικά δεσμευτικής ως προς το περιεχόμενο της απόφασης. Με απλά λόγια, αν και δεν συνηθίζεται ως πρακτική, σε περίπτωση που ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας το κρίνει σημαντικό, μπορεί να παρεκκλίνει από τη γνώμη που διατύπωσε το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής.
Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει εκδοθεί ούτε έχει δημοσιευθεί απόφαση του υπουργού Περιβάλλοντος για το Ιντεάλ. Αν, λοιπόν, ο τελευταίος θέλει να διασφαλίσει την ουσιαστική διάσωση του κινηματογράφου, θα πρέπει με την απόφασή του είτε να ορίζει ως διατηρητέα την αποκλειστική χρήση του ως κινηματογράφου είτε να τη διασφαλίζει με κάποιον τρόπο, π.χ. αναφέροντας ότι η χρήση του συνεδριακού χώρου και των άλλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων δεν μπορούν να παρακωλύουν τη λειτουργία του κινηματογράφου, που θα συνιστά τη βασική χρήση του.
Αρκετοί θεωρούν ότι το αίτημα για τη διάσωση της αίθουσας προέρχεται από μερικούς ονειροπαρμένους σινεφίλ που θέλουν να σωθεί η αίθουσα από νοσταλγία και ότι μια ενδεχόμενη ικανοποίησή του θα έβαζε φρένο στην (κατά τα άλλα, απαραίτητη για την περιοχή) ανακαίνιση του συνολικού ακινήτου.
Πέρα από το ζήτημα της διαφύλαξης της ιστορικής και πολιτιστικής μνήμης αλλά και της διασφάλισης ενός αθηναϊκού κέντρου που δεν θα απευθύνεται μόνο στους τουρίστες, αλλά και στους Αθηναίους πολίτες, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η διατήρηση της κινηματογραφικής αίθουσας του Ιντεάλ δεν εμποδίζει την αξιοποίηση του ακινήτου από την ανάδοχο εταιρεία, αποτελεί άλλωστε ένα μικρό μέρος επί της συνολικής επιφάνειάς του – 829,5 τ.μ. επί συνόλου 7.115,62 τ.μ.
Περαιτέρω, στη γνωμοδότησή του το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής αναφέρεται ρητά στην ΥΑ 20768/4198/9-7-1997 – ΦΕΚ 648/Δ/25-7-1997 με την οποία το 1997 είχε αποφασιστεί ο χαρακτηρισμός ως διατηρητέων των χρήσεων 47 θερινών κινηματογράφων. Η διαφορά είναι ότι σε εκείνη την απόφαση, όπως και στην πρόσφατη για το Άστορ, ορίζεται η αποκλειστική χρήση τους ως κινηματογραφικών αιθουσών.
Χάρη στην απόφαση του '97, που εκδόθηκε από το ίδιο υπουργείο και ήρθε σε μια περίοδο σοβαρής κρίσης για τα θερινά σινεμά, σήμερα έχουμε δύο από τους πιο αγαπητούς κινηματογραφικούς χώρους πολιτισμού, οι οποίοι αποτελούν κερδοφόρες επιχειρήσεις και προσελκύουν τόσο εγχώριους σινεφίλ όσο και τουρίστες, το Σινέ Θησείον και το Σινέ Ριβιέρα. Και, φυσικά, υπάρχει και το παράδειγμα της διάσωσης των θερινών κινηματογράφων, το οποίο επικαλέστηκε η ίδια η υπηρεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και δείχνει τον δρόμο.