TON ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ το «It’s what’s inside» προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Και ενώ οι ανταποκρίσεις εντύπων που απευθύνονται πρωτίστως σε ανθρώπους της βιομηχανίας έκαναν λόγο για μια ταινία που μπορεί να δουλέψει θαυμάσια στα multiplex, το Netflix μπήκε σφήνα, δαπανώντας 17 εκατομμύρια δολάρια για τα πλήρη δικαιώματα της ταινίας – το μεγαλύτερο ποσό που δόθηκε ποτέ για ταινία του τμήματος Midnight στο φεστιβάλ.
Οι υπεύθυνοι της πλατφόρμας δεν αγόρασαν μόνο ένα μείγμα κωμωδίας και σασπένς ικανό να κρατήσει το ενδιαφέρον των συνδρομητών τους αλλά και ένα concept πρόσφορο για συνέχειες. Ένα δυνάμει brand name δηλαδή.
Η κενότητα δεν εντοπίζεται μόνο στους χαρακτήρες, που προκύπτουν απωθητικοί σε βαθμό εφάμιλλο ενός slasher, όπου υιοθετείται αυτή η τακτική ώστε να λαχταράς να τους δεις να πεθαίνουν με απίθανους τρόπους. Είναι και το περιεχόμενο της ταινίας κούφιο, κι ας διατείνεται ο τίτλος ότι το μέσα είναι που μετράει.
Και ποιο είναι αυτό το concept, θα μας ρωτήσετε. Aφορά ένα παιχνίδι για πάρτι όπου, μέσω μιας ιδιαίτερης συσκευής, οι καλεσμένοι αλλάζουν σώματα και στη συνέχεια μαντεύουν ποιος είναι ποιος. Εν προκειμένω, μια παρέα συγκεντρώνεται μετά από χρόνια σε έπαυλη ακριβή και στολισμένη με αφορμή τον επικείμενο γάμο ενός μέλους της. Εκεί θα ξυπνήσουν άσβεστα πάθη του παρελθόντος, αναμνήσεις και ανταγωνιστικές διαθέσεις. Κι αν σκέφτηκες τη «Μεγάλη Ανατριχίλα», αγάπη και αλληλεγγύη δεν θα δεις – πρέπει να εξυπηρετηθεί και η θριλερική πλευρά του εγχειρήματος άλλωστε. Γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι οι περισσότεροι δεν θέλουν τόσο να παίξουν το παιχνίδι όσο να αξιοποιήσουν το παράδοξο της σωματικής αλλαγής για να κυνηγήσουν τους πόθους τους (ή για να αποτρέψουν τον άλλο από την ικανοποίηση τους). Αναμενόμενα, τα πράγματα θα πάρουν σκοτεινή τροπή.
Σας περιγράψαμε το «τι», έχει σημασία και το «πώς». Στην εισαγωγή παρακολουθούμε την πολλοστή ατελέσφορη απόπειρα ενός ζεύγους να επιλύσει τα σεξουαλικά του προβλήματα, αυτήν τη φορά μέσω χαλαρού role-playing. Τα απότομα cuts, η διαδοχή των πλάνων και η διεύθυνση των ηθοποιών παραπέμπουν σε βιντεάκια του ΤikΤok. Μήπως η αισθητική, σε συνδυασμό με την απόπειρα των χαρακτήρων να υιοθετήσουν την περσόνα άλλου, μας υποδεικνύει ότι βρισκόμαστε στο σύμπαν των social media; Εύλογη η σκέψη μας, καταρρίπτεται από τη συνέχεια. Ναι, ο πρωτοεμφανιζόμενος Kρεγκ Ζαρντέν αφουγκράζεται τους τρόπους του σοσιαλμιντιακού οπτικοακουστικού υλικού και η (εξαιρετική) tracklist παρατίθεται όχι αντιστικτικά μα άκαιρα, σαν μουσικό χαλί που ουδεμία σχέση έχει με την εικόνα, αλλά βρίσκεται εκεί επειδή πρέπει οπωσδήποτε να ακούγεται μια μελωδία. Δεν υπάρχει τίποτε καυστικό σ’ αυτό, δεν επιχειρείται σάτιρα, πρόκειται για επίκληση της σύγχρονης αισθητικής – δεν είναι από τις ταινίες όπου το περιεχόμενο κρύβεται στη φόρμα κοινώς.
Πρόκειται για μία από εκείνες τις περιπτώσεις πρώτης ταινίας όπου ο δημιουργός επιχειρεί να δείξει τι αξίζει ή φοβάται ότι μπορεί να μην έχει άλλη ευκαιρία και θέλει να βάλει μέσα στο ντεμπούτο του όσα περισσότερα προλαβαίνει – αμφότερα οδηγούν σε μια υπερφορτωμένη σκηνοθετική προσέγγιση. Θα δεις από φωτισμούς αλά Τέρενς Φίσερ (ή Μπάβα και Αρζέντο, αν προτιμάς) και freeze frames μέχρι φωτογραφικά κολάζ και πλάνα 360 μοιρών. Θα δεις πολλά από τα τελευταία κι αν την πρώτη φορά που επιχειρούνται θέλουν να υποδηλώσουν τη ροή των ψυχών μέσα στα σώματα, την εικοστή φορά καταλήγουν μνημείο επανάληψης και κενότητας.
Η κενότητα δεν εντοπίζεται μόνο στους χαρακτήρες, που προκύπτουν απωθητικοί σε βαθμό εφάμιλλο ενός slasher, όπου υιοθετείται αυτή η τακτική ώστε να λαχταράς να τους δεις να πεθαίνουν με απίθανους τρόπους. Είναι και το περιεχόμενο της ταινίας κούφιο κι ας διατείνεται ο τίτλος ότι το μέσα είναι που μετράει. Θα μας πείτε, και τι πειράζει, δεν μπορεί μια ταινία να εξυπηρετεί απλώς το είδος της και να μη θέλει να πει κάτι παραπάνω; Ασφαλώς και μπορεί, και μπράβο της. Το ζήτημα είναι κατά πόσο το εξυπηρετεί αποτελεσματικά και αυτό. Αν υποθέσουμε, λόγω χαρακτηρολογίας, υποκριτικής κατεύθυνσης και ηθικοπλαστικής κατάληξης ότι πρόκειται για ένα throwback στα νεανικά θρίλερ των τελών των '90s και των αρχών των '00s, το θριλερικό σκέλος αργεί τρομακτικά να πάρει μπρος. Ο Ζαρντέν, που υπογράφει και το σενάριο, αφήνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην επίδειξη σκηνοθετικής και διαλογικής «βιρτουοζιτέ», όπως την αντιλαμβάνεται τέλος πάντων. Η θανάσιμη τροπή έρχεται στο τελευταίο ημίωρο και το σασπένς, αν υπάρχει, πηγάζει αποκλειστικά από το σενάριο, το οποίο επιφυλάσσει και μια μεγάλη ανατροπή, γνωρίζοντας το κοινό του – το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τον υπερφίαλο διδακτισμό και τη μικροαστική ηθικολογία του φινάλε.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την άσκηση ύφους (μάλλον) έχει το παιχνίδι ανάμεσα στα μέλη του καστ, τα οποία καλούνται να αλλάξουν ερμηνευτική ρότα, ακολουθώντας εκείνη των συμπρωταγωνιστών τους, ανάλογα με το ποιος υποτίθεται ότι βρίσκεται στο σώμα τους. Αν η παρακολούθηση ασκήσεων υποκριτικής είναι η ιδανική μέθοδος ψυχαγωγίας για σας, κοπιάστε. Προειδοποιούμε, όμως, ότι οι σκηνοθετικές «γιρλάντες» και τα παιχνιδιάρικα «φωτάκια» του Ζαρντέν θα κάνουν ό,τι μπορούν για να σας αποπροσανατολίσουν από το πάρτι υποκριτικής.
Η ταινία «It’s what’s inside» είναι διαθέσιμη μέσω της πλατφόρμας του Netflix.