Είδα πρόσφατα τη «Λιτή Αφθονία» στην πρώτη της τηλεοπτική προβολή (ΕΤ3) λίγο προτού ανέβει στο Ertflix και στα αλήθεια με συγκίνησε. Όχι μόνο για το ενδιαφέρον και την τρυφερότητα με την οποία προσεγγίζει τον κεντρικό της ήρωα, τον κύριο Βαγγέλη από τα Βάτικα Λακωνίας αλλά και για το μεράκι της Φραντζέσκας Ρωμάνου η οποία με την πολύτιμη βοήθεια του συν-σκηνοθέτη της Γιώργου Σαβόγλου στάθηκε για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα σε μια ηλικία που άλλοι, φτασμένοι σκηνοθέτες σκέφτονται να την παρατήσουν, χωρίς μάλιστα να έχει καμία πρότερη εμπειρία με το σινεμά πέρα από την αγάπη της γι’ αυτό. «Η σκηνοθεσία με γοήτευε από παλιά, κάτι όμως η δουλειά μου – ήταν σχολική γυμνάστρια - κάτι η οικογένεια, μου έμεινε απωθημένο. Είχα ήδη βγει με πρόωρη σύνταξη όταν είδα στη LiFO μια διαφήμιση του New York College όπου παραδίδονται και μαθήματα σκηνοθεσίας, με κέντρισε και με την παρότρυνση των ίδιων των μεγάλων πια παιδιών μου, αποφάσισα να πάω να γραφτώ», θα πει. Ανάμεσα στους δασκάλους της ήταν ο Δημήτρης Παναγιωτάτος, ο Αντώνης Κόκκινος και η Εύα Στεφανή, εκείνη μάλιστα της σύστησε τον Γιώργο.
Η ιδέα να γυρίσει ταινία τη ζωή του κυρίου Βαγγέλη της είχε μπει από τότε που τον γνώρισε, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν. Παραθέριζε τότε όπως το συνηθίζει στα Βάτικα Λακωνίας από όπου κατάγεται ο σύζυγός της και περνούσε με το ποδήλατό της έξω από την αυτοσχέδια καλύβα του στην άκρη ενός βράχου στον Κάβο Μαλέα όταν την είδε και τη φώναξε να την κεράσει μια φέτα καρπούζι να δροσιστεί – «τυχαίνει μάλιστα να είναι το αγαπημένο μου φρούτο!». Την εντυπωσίασε και ο άνθρωπος και η χειρονομία του και ο τρόπος ζωής που διάλεξε όταν όλα του πήγαν ανάποδα (ο κύριος Βαγγέλης είχε κάνει νεότερος πολλές δουλειές, από εργάτης σε φάμπρικα μέχρι ναυτικός, είχε ταξιδέψει πολύ, είχε επίσης δημιουργήσει οικογένεια), χώρια που είναι και οι δύο λάτρεις του ποδηλάτου (σ.σ. η Φραντζέσκα που δραστηριοποείται χρόνια τώρα σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών είχε μιλήσει παλιότερα στη LiFO ως μέλος της ΠοδηλΑΤΤΙΚΗΣ κοινότητας).
Όταν η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2022 αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις, ο κύριος Βαγγέλης ήταν 93 ετών και έκλεινε κάπου τριάντα χρόνια ζωής σε αυτή την αυτοσχέδια καλύβα που δεν είχε κλειδαριά, ηλεκτρικό ρεύμα, κλιματισμό, ούτε καν τρεχούμενο νερό (το τελευταίο του το προμήθευε γεμίζοντας το βυτίο του δωρεάν ένας γείτονας).
Ιστορία μεγάλη πράγματι ο κύριος Βαγγέλης, πλούσιος σε όλα του κι ας μην είχε τίποτα πολύτιμο στην κατοχή του. Ή μήπως είχε περισσότερα από όσα φανταζόμαστε; «Όλες οι θάλασσες, οι ακρογιαλιές και τα βράχια, είναι δικά μου. Χειμώνα - καλοκαίρι!», λέει κάποια στιγμή. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 2013 και ολοκληρώθηκαν το 2020, «βελονιά-βελονιά» καθώς λέει η Φραντζέσκα, με ήλιο και βροχή κι έναν «ήρωα» μοντέρ (τον Θανάση Ντόβα) που προβληματιζόταν πόση ομορφιά θα έπρεπε να «πετσοκόψει». Χρήματα για όλα αυτά δεν περίσσευαν αλλά «έσωσαν» την κατάσταση το πάθος τους και η Neda Films.
Όταν η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2022 αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις, ο κύριος Βαγγέλης ήταν 93 ετών και έκλεινε κάπου τριάντα χρόνια ζωής σε αυτή την αυτοσχέδια καλύβα που δεν είχε κλειδαριά, ηλεκτρικό ρεύμα, κλιματισμό, ούτε καν τρεχούμενο νερό (το τελευταίο του το προμήθευε γεμίζοντας το βυτίο του δωρεάν ένας γείτονας), κυκλοφορούσε δε και τις τέσσερις εποχές του χρόνου με το ποδήλατο του, τη μεγαλύτερη πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό του μαζί με τη μικρή του βάρκα - το τελευταίο είχε συγκινήσει ιδιαίτερα τόσο τη Φραντζέσκα όσο και τον Γιώργο καθώς και των δύο οι παππούδες ήταν ψαράδες.
Τα ψάρια, οι αχινοί και οι πεταλίδες μαζί με τα άγρια χόρτα που μάζευε αποτελούσαν ένα υπολογίσιμο κομμάτι της διατροφής του, χάρη δε στο θαλασσινό αλάτι που ο ίδιος μάζευε (σ.σ. εξ αυτού και η τυπωμένη σε στένσιλ με χοντρό αλάτι σε μπλε φόντο αφίσα της ταινίας) καθάριζε, συσκεύαζε, μετέφερε κι εμπορευόταν στην κοντινή Νεάπολη «αβγάτιζε» κάπως την πενιχρή του σύνταξη. Δεν είχε δα και πολλές ανάγκες, χώρια που τις περισσότερες τις κάλυπτε μόνος του με διάφορες ευφάνταστες πατέντες, όντας και ο ίδιος «άνθρωπος-πατέντα», όπως αστειευόταν. Δεν ήταν μόνο η καλύβα αλλά πολλά ακόμη από τα φτωχικά υπάρχοντά του αυτοσχέδια, τα βατραχοπέδιλα, το «βαγονάκι» μεταφοράς, τα γρανάζια και η καρότσα του ποδηλάτου του, το «πλυντήριο», ακόμα και το έγχορδο μουσικό του όργανο. Μόνη του καθημερινή συντροφιά η γάτα του, τα πετούμενα του ουρανού και το απέραντο γαλάζιο. Δεν ζούσε ωστόσο στην απομόνωση, έβαζε κάθε τόσο τα καλά του και πήγαινε ποδηλατάδα τα 2.5 χλμ ως τη Νεάπολη να πιεί τον καφέ του και να δει κόσμο. Ήταν όλα αυτά που ενέπνευσαν στη Φραντζέσκα τον τίτλο «Λιτή Αφθονία» ως «φόρο τιμής» στον Γάλλο θεωρητικό της αποανάπτυξης Σερζ Λατούς και το βιβλίο του «Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2013 από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων). Όμως ο κύριος Βαγγέλης δεν ήταν μόνο η επιτομή μιας ζωής λιτής, απέριττης αλλά ταυτόχρονα αξιοζήλευτα γεμάτης, είναι επίσης ένας σπάνιας κοπής άνθρωπος ο οποίος το μόνο που αναζητούσε – και το λέει με παράπονο κάποια στιγμή – ήταν «αγάπη και κατανόηση».
Έτσι έχει η ιστορία του, αν ωστόσο σας φέρει ο δρόμος σας από εκείνα τα μέρη, μην τον αναζητήσετε. Ο κύριος Βαγγέλης εξακολουθεί να είναι μαζί μας, από πέρσι όμως αναγκάστηκε να μπει σε γηροκομείο. Έχει φτάσει πια αισίως τα 96 και οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν – είθε να καταφέρει να «καβαλήσει» τα 100 που με την κράση του δεν το λες απίθανο. Ερήμωσε και η καλύβα που η Φραντζέσκα, η οποία έχει ήδη στα σκαριά ένα δεύτερο ντοκιμαντέρ με φεμινιστικό τη φορά αυτή προσανατολισμό, σκέφτεται να προτείνει για ποδηλατικό hot spot. Όμως το υπόδειγμα ζωής και χαρακτήρα στα πλαίσια μιας «χειροπιαστής ουτοπίας» που κατάφερε να απαθανατίσει σε φιλμ διατηρεί τη διαχρονική του επικαιρότητα σε καιρούς που οι τεχνητές μας ανάγκες κοντεύουν να πνίξουν τις πραγματικές.
Λιτή Αφθονία | Φραντζέσκα Ρωμάνου, Γιώργος Σαβόγλου