ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΜΠΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ η σωματική κωμωδία πεθαίνει, η απήχησή της συρρικνώνεται ακόμα και στις τάξεις του κατεξοχήν target group της, των παιδιών. Βλέπεις, τα παιδιά σήμερα «μεγαλώνουν» γρηγορότερα.
Όσο για τους μεγάλους, η επίκτητη σοβαροφάνειά τους δεν συνάδει με τον ακομπλεξάριστο σαχλαμαρισμό, άλλο που, αν δοκίμαζαν τον τελευταίο συχνότερα, ίσως να συνειδητοποιούσαν την απελευθερωτική του δύναμη.
Οι τελευταίοι εκπρόσωποι της σωματικής κωμωδίας, εκείνοι που, όταν σταματήσουν να την εξασκούν, φοβόμαστε πως θα την πάρουν μαζί τους, είναι ο Τζιμ Κάρεϊ και ο Ρόουαν Άτκινσον. Ο δεύτερος, αφού βεβαίωσε με την εμφάνιση του ως Μαιγκρέ στη σχετική σειρά του ITV το κλισέ που θέλει τους κωμικούς ηθοποιούς να διαπρέπουν στο δράμα –μα, για να φτάσεις στην κωμωδία, πρέπει πάντα να περάσεις από το δράμα–, επιστρέφει στο είδος με το Μan vs. Bee του Netflix.
Χωρίς να είναι αδυσώπητο ή σύνθετο στον σχεδιασμό του οπτικού γκαγκ, όπως οι καλύτερες στιγμές των «Looney Tunes», και χωρίς να έχει τη στόφα του κλασικού, όπως οι βινιέτες του «Mr. Bean», το «Man vs. Bee» διαθέτει σημεία ικανά να σε κάνουν να ξελιγωθείς στο γέλιο, αρκεί, φυσικά, οι σχέσεις σου με την παιδικότητά σου να είναι σε καλά φεγγάρια.
Παραδοσιακά η σωματική κωμωδία σχετίζεται με την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον χαρακτήρα και στο περιβάλλον του. Τα αντικείμενα γύρω του μοιάζουν φτιαγμένα για να τον βλάψουν, ακόμα και η (φαινομενικά) απλούστερη καθημερινή λειτουργία γίνεται βουνό, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, πάντα με κωμικά αποτελέσματα.
Καθώς το κυνήγι της τελειότητας μετατρεπόταν σε αυτοσκοπό από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, η σωματική κωμωδία αποκτούσε και μια επαναστατική διάσταση, καθώς εκεί η αποτυχία προκαλεί γέλιο αντί για κατάθλιψη και συντριβή.
Ίσως αυτός να είναι ακόμα ένας λόγος που η απήχησή της φθίνει στον εικοστό πρώτο αιώνα, καθώς μεγάλη μερίδα του κοινού δεν αντέχει πια να βλέπει στην οθόνη έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να εκτελέσει ούτε τα βασικά, το βρίσκει «γελοίο» και «αξιοθρήνητο».
Με τη σωματική κωμωδία σε λήθαργο, είχε μείνει ανεκμετάλλευτη μια δυνητικά αστείρευτη πηγή κωμωδίας, οι smart κατοικίες. Το Μan vs. Bee τοποθετεί την περσόνα του Ρόoυαν Άτκινσον σε μια τέτοια, στην οποία αναλαμβάνει να κάνει το λεγόμενο house-sitting. Στο μείγμα προστίθεται και ένας ανταγωνιστής, μια μέλισσα που εισβάλλει στον χώρο και πρέπει να παταχθεί πάση θυσία γιατί…έτσι.
Η εξολόθρευση της μέλισσας γίνεται εμμονή, ανεξαρτήτως κόστους, και ο χαρακτήρας του Άτκινσον μετατρέπεται σε έναν ανθρώπινο Will E. Coyote που μηχανεύεται τρόπους και σκαρώνει αυτοσχέδιες παγίδες για να πατάξει τον φτερωτό εισβολέα, με τις smart συσκευές να δυσχεραίνουν τη «σταυροφορία» του και να αυξάνουν τις υλικές παράπλευρες απώλειες.
Παρά τα 67 του έτη, η πλαστικότητα του σώματος και η καρτουνίστικη κινησιολογία του Άτκινσον παραμένουν αναλλοίωτες, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τα γυρίσματα του πρώτου επεισοδίου του Mr. Bean.
Χωρίς να είναι αδυσώπητο ή σύνθετο στον σχεδιασμό του οπτικού γκαγκ, όπως οι καλύτερες στιγμές των Looney Tunes, και χωρίς να έχει τη στόφα του κλασικού, όπως οι βινιέτες του Mr. Bean, το Man vs. Bee διαθέτει σημεία ικανά να σε κάνουν να ξελιγωθείς στο γέλιο, αρκεί, φυσικά, οι σχέσεις σου με την παιδικότητά σου να είναι σε καλά φεγγάρια.
Παρακολουθώντας το, διαπιστώνεις ότι περισσότερο από σειρά, παραπέμπει σε ταινία που κάποιος είχε την ιδέα να τεμαχίσουν σε επεισόδια, καθώς το format της σειράς κερδίζει κατά κράτος στις προτιμήσεις των θεατών.
Αυτό δεν μειώνει σε κάτι το τελικό αποτέλεσμα, είναι απλά ακόμα ένας τρόπος ώστε το είδος κωμωδίας που πρεσβεύουν ο Ρόουαν Άτκινσον και οι συνεργάτες του να βρουν (και πάλι) το κοινό τους. Και ας ελπίσουμε να τα καταφέρουν, ώστε κάποιο από τα παιδάκια που θα παρακολουθήσουν το Man vs. Bee να θελήσει να γίνει αυτός ο αστείος τύπος στην οθόνη όταν μεγαλώσει και έτσι να βρεθούν συνεχιστές της παράδοσης.