ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΜΟΛΙΣ λίγες ημέρες από τη μεγάλη βραδιά των Όσκαρ, αλλά τουλάχιστον μπορεί να είναι κανείς σίγουρος για ένα πράγμα: Το «Tár» αποτελεί μια τεράστια κινηματογραφική επιτυχία, έχοντας ήδη κερδίσει περίπου 60 διεθνή βραβεία και έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων για την καλύτερη ταινία, την καλύτερη σκηνοθεσία και την καλύτερη ηθοποιό σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Έχει επίσης προκαλέσει παθιασμένες συζητήσεις, άρθρα και προσπάθειες να αποκωδικοποιηθεί το βαθύτερο νόημα αυτής της ταινίας.
Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τοντ Φιλντ, η Κέιτ Μπλάνσετ ενσαρκώνει μια άκρως φιλόδοξη μαέστρο, τη Λίντια Ταρ. Καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν είμαστε ποτέ σίγουροι για το τι είναι «πραγματικό» και τι φανταστικό. Απολυμαίνει διαρκώς τα χέρια της, παίρνει χάπια και συχνά υπνοβατεί. Όπως και η Lady Macbeth, είναι ένα έργο μυθοπλασίας.
Υπάρχει, όμως, και ένα «αλλά». Ή μάλλον πολλά. Και τα εξηγεί ή έστω τολμά να τα αγγίξει ο John Mauceri, μαέστρος, συγγραφέας και καλλιτεχνικός σύμβουλος της πολυσυζητημένης ταινίας.
«Η αίγλη και η δύναμη δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο όταν αναπτύχθηκε το πεδίο της διεύθυνσης ορχήστρας τον 19ο αιώνα. Ο Ρόμπερτ Σούμαν πίστευε ότι πρέπει να διευθύνουμε μόνο όταν αλλάζει το τέμπο, και κατά τα άλλα να στεκόμαστε ήσυχοι και να περιμένουμε».
Το άρθρο του John Mauceri
«Κάποιοι συνάδελφοί μου μαέστροι, καθώς και μερικοί μουσικοκριτικοί, δεν είναι τόσο χαρούμενοι. Ορισμένες από τις αντιρρήσεις τους είναι αισθητικές, άλλες αναφέρονται σε λάθη της αργκό, όπως το να αποκαλείς την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ "η Πέντε του Μάλερ". Μία μαέστρος ειδικότερα παίρνει το ζήτημα πιο προσωπικά: "Προσβλήθηκα ως γυναίκα", έγραψε η Marin Alsop, "προσβλήθηκα ως μαέστρος, προσβλήθηκα ως λεσβία"», σημειώνει ο Mauceri και συνεχίζει: «Πριν από όχι πολλά χρόνια, η κωμική σειρά του Amazon Prime «Mozart in the Jungle», η οποία διήρκεσε τέσσερις σεζόν, απεικόνιζε κλασικούς μουσικούς να επιδίδονται σε μια σειρά από ηθικά αμφισβητήσιμες συμπεριφορές. Κανείς από την κοινότητα της κλασικής μουσικής, απ' όσο μπορώ να γνωρίζω, δεν παραπονέθηκε ούτε πήρε κάτι από αυτά πολύ σοβαρά. Πραγματικά αστέρια της κλασικής μουσικής, όπως ο Lang Lang, ο Alan Gilbert και ο Joshua Bell, εμφανίστηκαν στη σειρά μαζί με το καστ των ηθοποιών. Ακόμα και ο Gustavo Dudamel – πλέον πολυαναμενόμενος μουσικός διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης - έδειξε την καλή του αίσθηση του χιούμορ κάνοντας μια cameo εμφάνιση ως διευθυντής σκηνής. Μέχρι την τελευταία σεζόν, ο fictional χαρακτήρας της μουσικού Hailey Rutledge, την οποία υποδυόταν η ηθοποιός Lola Kirke, είχε γίνει μαέστρος (Επεισόδιο 2: "Η Hailey συνεχίζει να λέει ψέματα για την τρέχουσα πορεία της καριέρας της"). Αν λοιπόν μια τέτοια πέρα για πέρα ασεβής σειρά δεν προκάλεσε αντιδράσεις, τότε τι είναι πραγματικά ο σάλος που έχει προκληθεί για το «Tár»;
Πολλά από τα παράπονα εντός της κοινότητας της κλασικής μουσικής φαίνεται να πηγάζουν από την ανησυχία ότι αν γράψεις ένα έργο, ένα μυθοπλαστικό αρχιτεκτόνημα, το οποίο απεικονίζει αντιπαθητικούς χαρακτήρες (η Λίντια κατηγορείται ότι κακοποίησε μια νεαρή μαθήτρια - αν και αυτό δεν αποδεικνύεται ποτέ στην ταινία), το τμήμα του κινηματογραφικού κοινού που γενικά δεν παρακολουθεί συναυλίες κλασικής μουσικής θα απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τον χώρο της κλασικής μουσικής.
Αλλά το κοινό είναι πιο έξυπνο. Η ταινία «Tár» κυκλοφόρησε στις 7 Οκτωβρίου 2022. Εκείνο το μήνα το ενδιαφέρον των θεατών / ακροατών για τη Συμφωνία αρ. 5 του Μάλερ -ένα έργο που «πρωταγωνιστεί» στην ταινία - αυξήθηκαν κατά 150% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχε η Apple. Σε σύγκριση με τον προηγούμενο Οκτώβριο, ο αριθμός αυτός είχε υπερτριπλασιαστεί. Το streaming της Πέμπτης του Μάλερ σημείωσε επίσης αλματώδη αύξηση στο Spotify μετά την κυκλοφορία της ταινίας. Το σάουντρακ του «Tár» της Deutsche Grammophon έφτασε στο Νο. 1 των κλασικών charts του Billboard. Και μπορείτε να βασιστείτε σε αυτό: Όταν η φίλη μου Marin Alsop διευθύνει την Πέμπτη του Μάλερ το επόμενο διάστημα, ο Τύπος θα πανηγυρίσει για μια σίγουρα λαμπρή ερμηνεία - και θα αναφερθεί επίσης στο «Tár».
Ο μαέστρος και σύμβουλος της ταινίας συνεχίζει ακόμα πιο αναλυτικά μέσα από το διεξοδικό άρθρο του για την ταινία στους «New York Times»:
«Ιστορικά, οι ταινίες που εστιάζουν στις κακές συμπεριφορές κλασικών μουσικών αντιμετωπίζονταν περίπου με την ίδια δυσπιστία, όπως τα νουάρ μυστηρίου και οι ταινίες με μαφιόζους. (Ορισμένες ταινίες παρουσίαζαν τον μαέστρο ως σωτήρα. Βλέπε "Εκατό άνδρες και ένα κορίτσι" από το 1937). Το 1946, η Warner Bros. κυκλοφόρησε το "Deception", για έναν φανταστικό συνθέτη-διευθυντή, τον οποίο υποδύεται ο Claude Rains, ο οποίος ηγείται της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Είναι αρπακτικό και σαδιστική ιδιοφυΐα, και η πιανίστρια του κονσέρτου που είναι και η πολύ νεότερη ερωμένη του, την οποία υποδύεται η Bette Davis, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε επίσης το "Humoresque", με θέμα έναν νεαρό βιολιστή και την προστάτιδα και ερωμένη του, την οποία υποδύεται η Τζόαν Κρόφορντ και η οποία τελικά αυτοκτονεί. Την ίδια περίπου εποχή, οι θεατές παρακολούθησαν το θρίλερ "Hangover Square", το οποίο ξεκινά με έναν κλασικό συνθέτη να μαχαιρώνει μέχρι θανάτου έναν ιδιοκτήτη καταστήματος και να βάζει φωτιά στο κατάστημά του.
Μυθοπλασία ή όχι, το είδος του παρασκηνιακού μαχαιρώματος που απεικονίζεται στο «Tár» είναι, δυστυχώς, πολύ αληθοφανές. Εμείς οι μαέστροι δεν συμπαθούμε γενικά τους συναδέλφους μας και απολαμβάνουμε να υποτιμούμε ο ένας τον άλλον - δηλαδή, μέχρι να πεθάνει ένας από εμάς. (Είμαι πλέον αρκετά μεγάλος ώστε οι νεότεροι - 50 ετών και κάτω - να λένε ωραία πράγματα για μένα, πράγμα που με προβληματίζει κάπως).
Ωστόσο, υπάρχουν εκπληκτικές εξαιρέσεις, ανάμεσά τους και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν. Στα 18 χρόνια που δούλεψα μαζί του, το πιο κοντινό που τον άκουσα να επιδίδεται σε αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν dirigentenkrieg - πόλεμο των μαέστρων - ήταν μία κουβέντα για τον συνάδελφό και ομότεχνό του Herbert von Karajan: "Δεν νομίζω ότι ο Herbert έχει ανοίξει ποτέ του ένα βιβλίο". Ακόμη πιο αιχμηρός υπήρξε κάποτε ο Arturo Toscanini, ο οποίος αποκάλεσε τον Leopold Stokowski "il Pagliaccio" (μτφ.: ο κλόουν) επειδή εμφανίστηκε στη "Φαντασία" της Disney να... σφίγγει το χέρι του Mickey Mouse».
Όπως εξηγεί ο Mauceri γι’ αυτή την αιώνια έχθρα μεταξύ των μαέστρων υπάρχουν πολλοί και διάφοροι λόγοι.
«Οι διευθυντές είναι ανταγωνιστές. Αλλά το να κρίνουμε πόσο "καλοί" είμαστε είναι περίπλοκο επειδή ζούμε σε έναν κόσμο απόψεων, όχι βαθμολογιών. Οι κριτικοί ανταποκρίνονται στο εφήμερο των παραστάσεών μας με ανεξίτηλα τυπωμένα λόγια, και πολύ περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν αυτές τις λέξεις παρά παρακολουθούν τις παραστάσεις μας. Εμείς φαινόμαστε να είμαστε παντογνώστες, να κρατάμε μεγαλοπρεπώς ένα ραβδί και να ελέγχουμε την υπέρτατη έκφραση των ανθρώπινων συναισθημάτων, αλλά είμαστε πραγματικά υπεύθυνοι μόνο όταν μας επιτρέπεται να είμαστε υπεύθυνοι.
Η ηγεσία μας, στην πραγματικότητα, αφορά τις σχέσεις - ένα είδος εναλλασσόμενου ρεύματος μεταξύ των μελών της ορχήστρας και ημών, καθώς και μεταξύ των ήχων που παράγουμε και του κοινού μας. Όταν βλέπουμε τη Λίντια Ταρ μπροστά στην ορχήστρα, είναι γοητευτική, φιλική και απαιτητική. Προσπαθούμε τόσο παθιασμένα να πετύχουμε -να είμαστε τουλάχιστον ικανοί- επειδή η δουλειά είναι εγγενώς αδύνατη. "Κανείς δεν ξέρει πόσο κακός είσαι καλύτερα από τον ίδιο σου τον εαυτό " μου είχε πει κάποτε και ήταν απολύτως σωστό ο Michael Tilson Thomas το 1971. Δεν υπάρχει άλλος τομέας που να έχει περισσότερες παραλλαγές στην τεχνική, την ικανότητα και την εκπαίδευση από τη διεύθυνση ορχήστρας. Αυτή είναι η τέχνη και η αλχημεία της. Είναι εύκολο να μας υμνούν και επίσης εύκολο να μας υποτιμούν».
Πότε όμως έγινε ο κόσμος της μουσικής τέτοια ζούγκλα με τέτοιες υπερπροσπάθειες κυριαρχίας των μαέστρων; Ο Mauceri εξηγεί:
«Η αίγλη και η δύναμη δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο όταν αναπτύχθηκε το πεδίο της διεύθυνσης ορχήστρας τον 19ο αιώνα. Ο Ρόμπερτ Σούμαν πίστευε ότι πρέπει να διευθύνουμε μόνο όταν αλλάζει το τέμπο, και κατά τα άλλα να στεκόμαστε ήσυχοι και να περιμένουμε. Ο Βέρντι, που τα είδε όλα - από τις πρώτες του όπερες, τις οποίες διηύθυνε ένας βιολιστής καθισμένος μπροστά στη σκηνή, μέχρι τον αυταρχικό Τοσκανίνι που διέταζε τον "Φάλσταφ" του από το κοίλωμα της ορχήστρας - έλεγε σε μια επιστολή του: "Και τώρα οι μαέστροι υποκλίνονται πραγματικά, αν μπορείτε να το πιστέψετε!".
Κάπου εδώ πρέπει να πούμε ότι δεν έχουν ταχθεί όλοι οι μαέστροι εναντίον της ταινίας της «Tár», και ιδίως δεν έχουν ταχθεί όλες οι γυναίκες μαέστροι εναντίον της. Εξάλλου, η ταινία παρουσιάζει μια γυναίκα μαέστρο να ηγείται μιας από τις πιο διάσημες ορχήστρες στον κόσμο, με μια γυναίκα concertmaster και μια γυναίκα σολίστ να παίζει το δαιμονικά δύσκολο κοντσέρτο για βιολοντσέλο του Έλγκαρ (σημειωτέον, το έργο παίχτηκε την περασμένη εβδομάδα από τον Yo-Yo Ma, με την Daniela Candillari να ηγείται της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης- κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών, τη Φιλαρμονική διηύθυναν η Ruth Reinhardt, η Nathalie Stutzmann, η Lidiya Yankovskaya και η Dalia Stasevska). Μια από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές περιστρέφεται γύρω από μια σύνθεση που έγραψε μια γυναίκα, η Anna Thorvaldsdottir. Το πρόσωπο που έγραψε τη συνοδευτική μουσική της ταινίας, η Hildur Gudnadottir, είναι επίσης γυναίκα. Η Natalie Murray Beale, η οποία έχει διευθύνει όπερες στη Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, εκπαίδευσε την κ. Blanchett. Άλλες επιτυχημένες γυναίκες μαέστροι έχουν υποστηρίξει την ταινία, όπως η Alice Farnham και η Simone Young.
Αν ο W.H. Auden είδε τον περασμένο αιώνα ως την Εποχή του Άγχους ή της Μεγάλης Ανησυχίας, αν θέλετε, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ζούμε στην Εποχή της Καταγγελία. Θέλουμε κάθε ιστορία να λέγεται με τέτοια ακριβολογία, που τελικά η αφήγηση ιστοριών καθίσταται αδύνατη. Αλλά όταν η μεταφορά μπερδεύεται με την πραγματικότητα, η δημιουργικότητα, η φαντασία και η χαρά σβήνουν.
Ας πάρουμε λοιπόν όλοι μια βαθιά ανάσα. Ή τουλάχιστον να πάρουμε το παράδειγμα του Gustavo. (Ο Joshua Barone των Times αποκάλεσε το «Tár» "την κωμωδία της χρονιάς". "Όσο λιγότερο σοβαρά πάρετε αυτή την ταινία", είπε, "τόσο το καλύτερο"). Το "Tár" στην πραγματικότητα δεν αφορά κανέναν από εμάς. Η Λίντια, ο χαρακτήρας της, είναι μια μυθοπλασία - που γίνεται απολύτως πραγματική από την ερμηνεία μιας σπουδαίας ηθοποιού. Είμαστε όλοι - συνθέτες, μαέστροι, μουσικοί και κοινό - απλώς άνθρωποι. Το ψέμα στο οποίο προσκολλώνται κάποιοι από εμάς, ότι το καλλιτεχνικό μεγαλείο που μας διαπερνάει μας κάνει σπουδαίους, είναι η αλήθεια στην καρδιά του "Tár"».
TAR - trailer
Με στοιχεία από τους New York Times. Επιμέλεια: Χριστίνα Γαλανοπούλου